Κυκλοφορεί σήμερα από τις εκδόσεις Πόλις το καινούργιο βιβλίο του Ευκλείδη Τσακαλώτου με τίτλο «Μανιφέστο για μια βιώσιμη κοινωνία – Στάσιμες οικονομίες, ασταθής πολιτική».
Στο δοκίμιό του, ο βουλευτής της Νέας Αριστεράς προσπαθεί να απαντήσει στα μεγάλα στρατηγικά ερωτήματα της στον 21ο αιώνα.
Η βασική θέση του Τσακαλώτου είναι ότι για να αναχαιτιστεί η επίθεση της Δεξιάς και της Ακροδεξιάς δεν αρκούν οι λύσεις στα καθημερινά προβλήματα των ανθρώπων, αλλά απαιτείται η σύνδεσή τους με την προοπτική μιας βιώσιμης κοινωνίας. Τα τρία κεντρικά κεφάλαια του βιβλίου –Ανισότητες, Πράσινο και Τεχνολογία– σκιαγραφούν τους πυλώνες αυτής της βιώσιμης κοινωνίας.
Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το κεφάλαιο «Ισχύς» το οποίο είναι ενδεικτικό του προβληματισμού του Τσακαλώτου:
«Έως τα μέσα της δεκαετίας του 1990, η σοσιαλδημοκρατία είχε σχεδόν συγκλίνει με τους νεοφιλελεύθερους «αντιπάλους» της στον τομέα της οικονομικής πολιτικής και, σταδιακά, έπαψε πλέον να διαφοροποιείται και στο πεδίο των πολιτικών θεσμών. Οι σοσιαλδημοκράτες έμοιαζαν είτε να αγνοούν είτε να αδιαφορούν για το γεγονός ότι ο νεοφιλελευθερισμός ήταν πρωτίστως μια άσκηση μετατόπισης της ισχύος από τους εργαζόμενους και τα κοινωνικά κινήματα, που αποτελούσαν σημαντικό τμήμα της παραδοσιακής κοινωνικής τους βάσης. Χάθηκε έτσι η ιδέα ότι οι εναλλακτικές πολιτικές συνεπάγονται μια στρατηγική για να αμφισβητηθεί η υπάρχουσα δομή ισχύος, ούτως ώστε να εξασφαλιστεί όχι μόνο η απαραίτητη υποστήριξη για τις πολιτικές που έπρεπε να εφαρμοστούν, αλλά και η διατήρηση και επέκτασή τους μετά την εφαρμογή τους. Η έλλειψη διακριτών εναλλακτικών επιλογών είναι μια βασική αιτία για τη διαπιστούμενη απαξίωση της πολιτικής.
Η Αριστερά, επομένως, χρειάζεται ένα νέο αφήγημα που να έχει στο επίκεντρο μια ριζική αναδιάταξη της ισχύος υπέρ των εργαζομένων και άλλων κοινωνικών ομάδων. Ένα αφήγημα που να προσδιορίζει από πού προερχόμαστε, πού βρισκόμαστε και πού θέλουμε να πάμε. Πρέπει να παράσχει ένα νέο ιστορικό σχέδιο που θα ενώσει ανόμοια τμήματα της κοινωνίας, έτσι ώστε, όπως είδαμε, όχι μόνο να αντιπροσωπεύσει, αλλά και να «οικοδομήσει μια νέα ενότητα μέσα από τις διαφορές».
Από τη μια πλευρά, υπάρχει ανάγκη για ριζοσπαστική σκέψη. Οδεύοντας προς τη νεοφιλελεύθερη ηγεμονία, η Δεξιά έκανε ακριβώς αυτό. Οι δεξιές δεξαμενές σκέψης και τα ερευνητικά κέντρα έπαιξαν με «τρελές» ιδέες, όπως η ιδιωτικοποίηση ακόμα και του αέρα ή του δικαστικού συστήματος, ενώ όταν τα δεξιά κόμματα ανέρχονταν στην εξουσία, όπως υποστήριξε ο G.A. Cohen (1994), εφάρμοζαν ένα λιγότερο ριζοσπαστικό πρόγραμμα. Αλλά αυτή η «τρελή», εκτός ορίων σκέψη χάρισε στους νεοφιλελεύθερους τη σιγουριά ότι οι πρωτοπόροι στοχαστές και οι ευφυείς άνθρωποι ήταν με το μέρος τους.
Από την άλλη, το αφήγημα της Αριστεράς πρέπει να είναι αξιόπιστο, καθορίζοντας όχι μόνο ένα επιθυμητό και εφικτό μέλλον, αλλά και την πορεία προς αυτό. Ένα νέο ιστορικό μπλοκ πρέπει να πιστέψει ότι τα τρέχοντα προβλήματά του –φτώχεια, χαμηλοί μισθοί, ανεπαρκείς κοινωνικές υπηρεσίες, κλπ.– μπορούν να αντιμετωπιστούν, έστω και εν μέρει, έστω και σταδιακά.
Μια μερίδα της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς στην Ελλάδα φαίνεται να πιστεύει ότι αυτό που χρειάζεται είναι πεντέξι συγκεκριμένες προτάσεις πολιτικής που θα ανοίξουν τον δρόμο για την ήττα της Δεξιάς. Πρόκειται βέβαια για μια ελκυστική προσέγγιση, που όμως ενδέχεται να αποδειχτεί ανεπαρκής. Στις εκλογές του 2023, τα κόμματα της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς παρουσίασαν προγράμματα με πολιτικές πρωτοβουλίες για τη στέγαση, την αύξηση του κόστους ζωής, την κατάσταση του δημόσιου συστήματος υγείας, και ούτω καθεξής. Τα προγράμματά τους ήταν πολύ πιο γενναιόδωρα από της Δεξιάς, τόσο από άποψη φόρων όσο και από άποψη δαπανών. Αλλά ηττήθηκαν. Θα μπορούσε κανείς να επικρίνει την αποτελεσματικότητα της τάδε ή της δείνα πρότασης. Προσωπικά, όμως, δεν έχω πειστεί ότι η απουσία επαρκών συγκεκριμένων προτάσεων πολιτικής αποτέλεσε την αχίλλειο πτέρνα της αντιπολίτευσης. Αντίθετα, αυτό που έλειπε ήταν η ενσωμάτωση των επιμέρους πολιτικών σε ένα συνεκτικό αφήγημα για το μέλλον, ένα αφήγημα που να συμπεριλαμβάνει ευρύτερα ζητήματα, από το τι συνεπάγεται η προσπάθεια για ένα αποτελεσματικό αναπτυξιακό κράτος μέχρι το πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί η κλιματική κρίση …
… Ένα καλό σημείο εκκίνησης μοιάζει να είναι η παλιά σοσιαλδημοκρατική αλληλουχία από τα πολιτικά δικαιώματα στα κοινωνικά και οικονομικά. Αυτή τη φορά, φυσικά, δεν υπάρχει λόγος να δεχτούμε την αρχική αλληλουχία, ότι πρέπει δηλαδή να ξεκινήσουμε με το πολιτικό πριν προχωρήσουμε στο κοινωνικό και καταλήξουμε στο οικονομικό. Όπως υποστηρίξαμε παραπάνω, στον σύγχρονο καπιταλισμό υπάρχουν πολλά κέντρα ισχύος. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, πρέπει να αρχίσουμε να αναστρέφουμε αυτό που ο Δημήτρης Χριστόπουλος έχει ονομάσει σταδιακή μετάβαση σε μια ανελεύθερη δημοκρατία. Η αντιμετώπιση της αδυναμίας της νομοθετικής εξουσίας ή του δικαστικού συστήματος να διασφαλίσει ελέγχους και ισορροπίες πρέπει μάλλον να αποτελεί προτεραιότητα. Ταυτόχρονα, όμως, είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι το ζήτημα των χαμηλών ή στάσιμων μισθών μπορεί να αντιμετωπιστεί χωρίς μια σημαντική παρέμβαση υπέρ των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Τέλος, όσον αφορά την κλιματική αλλαγή, πρέπει να επέλθει μια σημαντική επανεξισορρόπηση, έτσι ώστε όλο και περισσότερα ζητήματα να γίνονται αντικείμενο δημοκρατικής διαβούλευσης και να μην επαφίεται η επίλυσή τους ούτε στις ιδιοτροπίες της αγοράς ούτε στις λειτουργίες του πελατειακού κράτους.
Και τα τρία αυτά παραδείγματα βασίζονται στην ενδυνάμωση των πολιτών (empowerment), προκειμένου να έχουν ισχυρότερο λόγο σε θέματα που καθορίζουν τη ζωή τους. Συνεπάγονται επίσης μια αλλαγή στην κουλτούρα, η οποία θα τους έκανε να αμφισβητήσουν τις δικαιολογίες για τις ανισότητες και να αναγνωρίσουν τη συλλογική λήψη αποφάσεων ως μέρος της απάντησης και όχι του προβλήματος. Αν κανείς χρειαζόταν μία μόνο εξήγηση για την αναποτελεσματικότητα των κεντρώων πολιτικών, αυτή θα ήταν ακριβώς η αποδοχή της υπάρχουσας διαμόρφωσης ισχύος και κουλτούρας. Και αυτή η αναποτελεσματικότητα εξηγεί, με τη σειρά της, γιατί χωρίς την Κλίντον δεν θα είχαμε τον Τραμπ, ή χωρίς τον Μακρόν δεν θα είχαμε την άνοδο της Ακροδεξιάς.
Μια μερίδα της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς στην Ελλάδα φαίνεται να πιστεύει ότι αυτό που χρειάζεται είναι πεντέξι συγκεκριμένες προτάσεις πολιτικής που θα ανοίξουν τον δρόμο για την ήττα της Δεξιάς. Πρόκειται βέβαια για μια ελκυστική προσέγγιση, που όμως ενδέχεται να αποδειχτεί ανεπαρκής. Στις εκλογές του 2023, τα κόμματα της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς παρουσίασαν προγράμματα με πολιτικές πρωτοβουλίες για τη στέγαση, την αύξηση του κόστους ζωής, την κατάσταση του δημόσιου συστήματος υγείας, και ούτω καθεξής. Τα προγράμματά τους ήταν πολύ πιο γενναιόδωρα από της Δεξιάς, τόσο από άποψη φόρων όσο και από άποψη δαπανών. Αλλά ηττήθηκαν. Θα μπορούσε κανείς να επικρίνει την αποτελεσματικότητα της τάδε ή της δείνα πρότασης. Προσωπικά, όμως, δεν έχω πειστεί ότι η απουσία επαρκών συγκεκριμένων προτάσεων πολιτικής αποτέλεσε την αχίλλειο πτέρνα της αντιπολίτευσης. Αντίθετα, αυτό που έλειπε ήταν η ενσωμάτωση των επιμέρους πολιτικών σε ένα συνεκτικό αφήγημα για το μέλλον, ένα αφήγημα που να συμπεριλαμβάνει ευρύτερα ζητήματα, από το τι συνεπάγεται η προσπάθεια για ένα αποτελεσματικό αναπτυξιακό κράτος μέχρι το πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί η κλιματική κρίση …
… Ένα καλό σημείο εκκίνησης μοιάζει να είναι η παλιά σοσιαλδημοκρατική αλληλουχία από τα πολιτικά δικαιώματα στα κοινωνικά και οικονομικά. Αυτή τη φορά, φυσικά, δεν υπάρχει λόγος να δεχτούμε την αρχική αλληλουχία, ότι πρέπει δηλαδή να ξεκινήσουμε με το πολιτικό πριν προχωρήσουμε στο κοινωνικό και καταλήξουμε στο οικονομικό. Όπως υποστηρίξαμε παραπάνω, στον σύγχρονο καπιταλισμό υπάρχουν πολλά κέντρα ισχύος. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, πρέπει να αρχίσουμε να αναστρέφουμε αυτό που ο Δημήτρης Χριστόπουλος έχει ονομάσει σταδιακή μετάβαση σε μια ανελεύθερη δημοκρατία. Η αντιμετώπιση της αδυναμίας της νομοθετικής εξουσίας ή του δικαστικού συστήματος να διασφαλίσει ελέγχους και ισορροπίες πρέπει μάλλον να αποτελεί προτεραιότητα. Ταυτόχρονα, όμως, είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι το ζήτημα των χαμηλών ή στάσιμων μισθών μπορεί να αντιμετωπιστεί χωρίς μια σημαντική παρέμβαση υπέρ των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Τέλος, όσον αφορά την κλιματική αλλαγή, πρέπει να επέλθει μια σημαντική επανεξισορρόπηση, έτσι ώστε όλο και περισσότερα ζητήματα να γίνονται αντικείμενο δημοκρατικής διαβούλευσης και να μην επαφίεται η επίλυσή τους ούτε στις ιδιοτροπίες της αγοράς ούτε στις λειτουργίες του πελατειακού κράτους.
Ε Τσακαλώτος: Χωρίς τον Κλίντον δεν θα υπήρχε ο Τραμπ (προδημοσίευση από το νέο βιβλίο του) ουν ισχυρότερο λόγο σε θέματα που καθορίζουν τη ζωή τους. Συνεπάγονται επίσης μια αλλαγή στην κουλτούρα, η οποία θα τους έκανε να αμφισβητήσουν τις δικαιολογίες για τις ανισότητες και να αναγνωρίσουν τη συλλογική λήψη αποφάσεων ως μέρος της απάντησης και όχι του προβλήματος. Αν κανείς χρειαζόταν μία μόνο εξήγηση για την αναποτελεσματικότητα των κεντρώων πολιτικών, αυτή θα ήταν ακριβώς η αποδοχή της υπάρχουσας διαμόρφωσης ισχύος και κουλτούρας. Και αυτή η αναποτελεσματικότητα εξηγεί, με τη σειρά της, γιατί χωρίς την Κλίντον δεν θα είχαμε τον Τραμπ, ή χωρίς τον Μακρόν δεν θα είχαμε την άνοδο της Ακροδεξιάς.