Υπάρχει μια κριτική που έρχεται κυρίως, αν κι όχι αποκλειστικά, από τον Γιάνη Βαρουφάκη. Αυτή λέει ότι η μεγάλη πλειοψηφία στο δημοψήφισμα υπέρ του «όχι» έδινε τη δυνατότητα στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να «αγοράσει» χρόνο. Δεν υπήρχε λόγος να συνθηκολογήσουμε τόσο γρήγορα εμείς οι μαλακοπίτουρες. Αλλά οι ίδιες δικές του ομάδες συμβούλων τού έλεγαν ότι ο χρόνος δεν μετρούσε υπέρ μας.
Μετά την ήττα του αριστερού προοδευτικού χώρου στις ευρωεκλογές αποτελεί κοινό τόπο ότι χρειάζεται χρόνος για όλους και όλες για αναστοχασμό. Ενα κομβικό σημείο στις συζητήσεις είναι το πώς αξιολογούμε το καλοκαίρι του 2015: το δημοψήφισμα, τον συμβιβασμό με τους πιστωτές, το τρίτο μνημόνιο.
Η στιγμή, δηλαδή, που ο ΣΥΡΙΖΑ επανεξελέγη κυβέρνηση με 35,46%. Κατά την άποψή μου, η συζήτηση δεν γίνεται με τους καλύτερους όρους, ιδιαίτερα αν σκοπός είναι να βγάλουμε χρήσιμα συμπεράσματα για το μέλλον, για την ανασύνθεση της Αριστεράς, για το πώς η Αριστερά θα αντιμετωπίσει το θέμα της εξουσίας όταν, και αν, της δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία για να παίξει σημαντικό ρόλο.
Μια άποψη που υπάρχει εντός της Νέας Αριστεράς, και πολύ περισσότερο εκτός, είναι ότι ο συμβιβασμός του ’15 έχει κομβικό ρόλο στη μετέπειτα πορεία όλης της Αριστεράς. Από αυτό το γεγονός απορρέει η έλλειψη αξιοπιστίας, η αποστράτευση, η αποχή από τις εκλογικές διαδικασίες. Μια άλλη άποψη θεωρεί ότι αυτά τα φαινόμενα εξηγούνται περισσότερο από την εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ στην αντιπολίτευση την περίοδο 2019-2023. Αφενός το 2019 ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε 31,5% στις εθνικές εκλογές (λιγότερο από 18% στις εκλογές του 2023), καθόλου αμελητέο ποσοστό για ένα κόμμα που εφάρμοσε μνημόνιο, αφετέρου η εξαέρωση του κόμματος, ο αρχηγισμός και ο κυβερνητισμός είναι στοιχεία εντονότερα μετά το 2019. Βέβαια κανείς δεν δίνει όλο το βάρος στο ’15, αγνοώντας τη μετέπειτα περίοδο, και κανείς δεν αγνοεί εντελώς αυτά που έγιναν μετά το ’19. Αλλά πού δίνει κανείς την έμφαση έχει μεγάλη σημασία. Και σίγουρα η επιλογή δεν είναι ουδέτερη.
Ας μιλήσουμε εδώ σοβαρά όμως για το ’15. Δεν θα μπω σε κανένα βάθος για τη διαχείριση του μνημονίου μετά το ’15: για το αν είναι μικρό πράγμα να εφαρμόσεις μνημόνιο και συγχρόνως να μειώσεις τις ανισότητες και τη φτώχεια, ή να βρεθούν κονδύλια για το δημόσιο σύστημα υγείας – πράγματα που έγιναν. Για το αν η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να κάνει περισσότερα πράγματα σε περιοχές εκτός μνημονίου, για παράδειγμα για την κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία. Και εγώ και πολλοί άλλοι έχουμε γράψει εκτενώς γι’ αυτή την περίοδο και, κατά την άποψή μου, με αρκετά αυτοκριτική διάθεση.
Και πάω αμέσως στην καρδιά του ζητήματος. Θα μπορούσε το καλοκαίρι του 2015 να αποφευχθεί ο δύσκολος συμβιβασμός; Ενα πρώτο θέμα είναι να υπάρχει κατανόηση τι παίχτηκε με το δημοψήφισμα. Κάθισα πρόσφατα και είδα ξανά τα βίντεο συνεντεύξεων του Αλέξη Τσίπρα και τα δικά μου την εβδομάδα πριν από το δημοψήφισμα. Βγαίνει αβίαστα από αυτά ότι δεν είχαμε κανένα σκοπό να βγάλουμε τη χώρα από το ευρώ και ότι ζητούσαμε τη στήριξη για μία καλύτερη έκβαση στη διαπραγμάτευση. Μπορεί να ήταν λάθος αυτή η γραμμή, αλλά αυτή ήταν. Κατά την άποψή μου δεν ήταν λάθος. Γιατί αν φεύγαμε από το ευρώ θα ακολουθούσε μια μεγάλη υποτίμηση και –για ένα διάστημα τουλάχιστον– εσωτερική και εξωτερική στάση πληρωμών που θα είχαν καταστροφικές κοινωνικές συνέπειες. Σε μια χώρα που είχε χάσει το 25% του ΑΕΠ, μια περαιτέρω απώλεια της τάξης του 25%, και ό,τι θα σήμαινε αυτό για τους μισθούς και το κοινωνικό κράτος, θα ήταν μη διαχειρίσιμη.
Εδώ υπάρχει όμως μια άλλη κριτική που έρχεται κυρίως, αν κι όχι αποκλειστικά, από τον Γιάνη Βαρουφάκη. Αυτή λέει ότι η μεγάλη πλειοψηφία στο δημοψήφισμα υπέρ του «όχι» έδινε τη δυνατότητα στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να «αγοράσει» χρόνο. Δεν υπήρχε λόγος να συνθηκολογήσουμε τόσο γρήγορα εμείς οι μαλακοπίτουρες. Αλλά οι ίδιες δικές του ομάδες συμβούλων τού έλεγαν ότι ο χρόνος δεν μετρούσε υπέρ μας. Ο ίδιος είχε συστήσει τρεις διαφορετικές ομάδες για να εξετάσουν διάφορες τεχνικές/εργαλεία ή προτάσεις που θα μας έδιναν χρόνο, αυξάνοντας με αυτό τον τρόπο τη διαπραγματευτική μας δύναμη. Η αλήθεια είναι ότι και οι τρεις τού είπαν ότι ρεαλιστικά δεν είχαμε καμία τέτοια δυνατότητα.
Τέλος, υπάρχει και η άποψη ότι το κυρίαρχο δεν είναι το καλοκαίρι του ’15 γιατί τότε το θέμα είχε ήδη κριθεί σε βάρος μας. Αλλοι λένε ότι το πρόβλημα ήταν ότι δεν έπρεπε να ρίξουμε την κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου στο τέλος του 2014, αλλά θα έπρεπε να ετοιμαστούμε για τις εθνικές εκλογές του καλοκαιριού του ’15 – στάση που είχαν, για την ιστορία το γράφω, μόνο οι τρεις οικονομολόγοι-βουλευτές, δηλαδή ο Δραγασάκης, ο Σταθάκης και εγώ. Αλλοι μιλάνε για το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, ότι δεν παρουσίασε στον λαό ένα ριζοσπαστικό και ρεαλιστικό σχέδιο. Αλλοι πάλι δίνουν την έμφαση στα λάθη της διαπραγμάτευσης στους πρώτους μήνες μετά την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ τον Γενάρη. Ολα αυτά είναι προς συζήτηση και είμαι σίγουρος ότι οι ιστορικοί του μέλλοντος θα διαφωτίσουν αυτές και άλλες πτυχές της ιστορίας της πρώτης κυβέρνησης της Αριστεράς μέχρι τις εκλογές του Σεπτεμβρίου.
Αλλά η πολιτική συγκυρία είναι τέτοια που δεν μπορούμε να περιμένουμε. Και αυτό που με απασχολεί είναι ότι οι όροι με τους οποίους διεξάγεται η συζήτηση δεν βοηθούν στους τωρινούς μας προβληματισμούς. Ας γίνω πιο σαφής. Δυστυχώς υπάρχει μια μακρά παράδοση στην παγκόσμια Αριστερά που εξηγεί κάθε ήττα με το απλουστευτικό «μας πρόδωσε η ηγεσία». Στη συγκεκριμένη περίπτωση αφήνεται να εννοηθεί ότι αν η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ είχε μια πιο αποφασισμένη, πιο σθεναρή, ηγεσία, τότε το «όχι» δεν θα γινόταν «ναι». Μια εντελώς προβληματική στάση –δεν τη λες και μαρξιστική!– που δεν επιτρέπει μια σοβαρή συζήτηση για την όποια ήττα. Αλλά ούτε αυτό είναι το πιο προβληματικό. Κυρίως δεν επιτρέπει μια σοβαρή συζήτηση για το μέλλον. Γιατί αυτό που υπονοεί είναι ότι στο μέλλον, αν έχουμε μια δεύτερη κυβέρνηση της Αριστεράς, και έχουμε στιβαρούς ηγέτες, τότε δεν θα αντιμετωπίσουμε παρόμοια ή νέα προβλήματα συσχετισμών. Δεν θα υπάρχουν άλλοι περιορισμοί που δημιουργούν η Ε.Ε., το ΔΝΤ, το χρηματοπιστωτικό σύστημα, εχθρικά ΜΜΕ, επιχειρηματικοί όμιλοι και πολλοί άλλοι καλοθελητές.
Μια τέτοια στάση, εκτός του ότι τρέφει έναν ιδιότυπο σεχταρισμό εντός της Αριστεράς, δεν βοηθά την ανασύνθεσή της. Αυτή η ανάγκη είναι επείγουσα ύστερα από τις ευρωεκλογές. Πρέπει να συζητήσουμε για ένα εναλλακτικό κοινωνικό μπλοκ εξουσίας. Για προγραμματικές αιχμές που μπορούν να δώσουν ανακούφιση στην κοινωνική μας βάση, αλλά που συγχρόνως προωθούν ένα άλλο παραγωγικό και καταναλωτικό μοντέλο που θα μπορέσει να στηρίξει την κοινωνική πολιτική. Για το πώς κινητοποιούμε την κοινωνία και αντιμετωπίζουμε τη στρατηγική της επιβίωσης –αντί της στρατηγικής της αντίστασης– που κυριαρχεί σε μεγάλο κομμάτι της νεολαίας και των λαϊκών στρωμάτων.
Είναι όμως δυνατόν να πιστεύουμε ότι αυτό μπορεί να γίνει χωρίς επιπλέον να συζητήσουμε για το μέγεθος της αντίστασης εντός και εκτός της χώρας που θα αντιμετώπιζε ένα τέτοιο εγχείρημα; Θα έχουμε στρατηγική γι’ αυτό, θα χρειαστούν εκ νέου συμβιβασμοί, και εντός του δικού μας κοινωνικού και πολιτικού μπλοκ αλλά και σε σχέση με το αντίπαλο μπλοκ; Βοηθάει το «Δεν συζητάμε με αυτούς που υπογράψανε μνημόνια»;
Δεν είναι η θέση μου να μη συζητήσουμε για το ’15, κάθε άλλο. Πιστεύω ότι έχουμε δύο επιλογές μπροστά μας. Είτε παρκάρουμε το ζήτημα του ’15 γιατί δεν θεωρούμε ότι μπορούμε να συμφωνήσουμε. Είτε το συζητάμε αλλά με άλλους όρους. Σε κάθε περίπτωση το ζήτημα είναι η ανασύνθεση της Αριστεράς και η δημιουργία ενός αντιπαραθετικού κοινωνικού και πολιτικού μπλοκ.
Ευκλείδης Τσακαλώτος