Συνεντεύξεις

Ετιέν Μπαλιμπάρ: Για τον Μαρξ, η εργασία αποτελεί το θεμέλιο του καπιταλιστικού πλούτου

Ο πρώτος τόμος του «Κεφαλαίου» επανεκδόθηκε πρόσφατα από τις Éditions Sociales. Ο φιλόσοφος –και σχολιαστής του μείζονος έργου του γερμανού ανατρεπτικού στοχαστή – επισημαίνει τα βασικά σημεία ενός έργου που σημάδεψε την παγκόσμια ιστορία και ξετυλίγει το μίτο της Αριάδνης.

 

Τη συνέντευξη πήρε ο Ζερόμ Σκαλσκί

 Το «Κεφάλαιο» του Καρλ Μαρξ, μαζί με τον «Πλούτο των Εθνών» του Άνταμ Σμιθ, είναι ίσως ένα από τα ελάχιστα βιβλία οικονομικού χαρακτήρα που έχουν γίνει γνωστά στο ευρύ κοινό. Πού οφείλεται η υστεροφημία του;
Είναι από τα θεωρούμενα ως θεμελιώδη έργα αυτού που ονομάζουμε πολιτική οικονομία, την ανάλυση της οικονομικής δομής του καπιταλισμού δηλαδή. Εάν, ωστόσο, υποβάλλαμε το πνεύμα μας σε μιαν άσκηση, με στόχο να προσδιορίσουμε ποια είναι αυτά τα θεμελιώδη έργα, θα έπρεπε δίχως άλλο να προσθέσουμε τη «Γενική Θεωρία της Απασχόλησης, του Τόκου και του Χρήματος» του Κέινς. Τώρα που ξεκαθαρίσαμε τα πράγματα, το περίεργο μ’ αυτά τα βιβλία είναι ότι έρχονται και παρέρχονται. Όταν κατέλαβαν την εξουσία η Θάτσερ και ο Ρήγκαν, τη δεκαετία του ‘80, και όλοι μιλούσαν για ένα είδος «εκδίκησης του φιλελευθερισμού», ο «Πλούτος των Εθνών», για παράδειγμα, δεν ήταν καθόλου δημοφιλές κείμενο, ιδιαίτερα στη Γαλλία. Σε σημείο που το Liberty Fund, ένας από τους κυριότερους οργανισμούς που υποστηρίζουν τον οικονομικό φιλελευθερισμό, θεώρησε υποχρέωσή του να προτείνει εκείνη την εποχή μια νέα έκδοση και μετάφραση του βιβλίου, που θα του επέτρεπε να ξαναβρεθεί στο πρώτο πλάνο της πνευματικής διαμάχης. Για τον Κέινς, η κατάσταση είναι ανάλογη. Το έργο του, που έθεσε τα θεμέλια των πολιτικών του New Deal, ή εκείνων που ονομάστηκαν κεϊνσιανές ή σοσιαλ-δημοκρατικές και κυριάρχησαν στον κόσμο μετά την κρίση του 1929 και, ακριβώς, η επάνοδος στο προσκήνιο του νεοφιλελευθερισμού, που επιστρέφει σήμερα εν είδει καθαρτηρίου με μια ή δύο εκφράσεις να δεσπόζουν στη δημόσια διαβούλευση, όπως «η ευθανασία των εισοδηματιών», μια έκφραση που μπορεί να παραλληλιστεί με την περίφημη «αόρατη χείρα» του Σμιθ.

 

Η μεθοδολογική ανάλυση του Μαρξ

Το «Κεφάλαιο» είναι ένα βιβλίο που καθηλώνει τον αναγνώστη όταν αρχίζει να το διαβάζει. Πώς μπορεί κανείς να ξεπεράσει αυτή τη δυσκολία;

Σε ό,τι αφορά το πρώτο βιβλίο του «Κεφαλαίου», εκείνο που εκδόθηκε ενόσω ζούσε ο συγγραφέας, νομίζω πως το πρώτο πράγμα που πρέπει να κατανοήσει κανείς είναι ότι ο Μαρξ είχε ένα σχέδιο ανάλυσης γιγαντιαίων διαστάσεων, που ακολουθούσε μία μέθοδο, από το αφηρημένο προς το συγκεκριμένο. Τα πρώτα κεφάλαια, που αφορούσαν στο εμπόρευμα και στο χρήμα, και είχαν ήδη δημοσιευθεί στην «Συνεισφορά στην κριτική της πολιτικής οικονομίας» του 1859, και στη συνέχεια η γενική αντίληψη για τη μέθοδο καπιταλιστικής παραγωγής, αποτελούν τα θεμέλιά του. Στη συνέχεια, έπρεπε να κινηθεί προς τις εξελίξεις, οι οποίες, κατά τον Μαρξ, έφερναν ακόμη πιο κοντά την πιθανότητα ανάλυσης των συγκυριών του καπιταλισμού της εποχής του και, ιδιαίτερα, των κρίσεων, οι οποίες αποτελούσαν το μέγα ερώτημα που τον απασχολούσε. Έτσι, κάθε φορά που σημειωνόταν μια οικονομική κρίση, η σκέψη του αποκτούσε νέα ώθηση. Αυτό είχε ως επακόλουθο πολλά θέματα, προς τα οποία σκόπευε να κινηθεί. Κυρίως τρία. Από τη μία, αυτό που ονομάζει νόμους της διανομής των αποδόσεων του κεφαλαίου και των επιμέρους ειδών του: κερδών, τόκων, εισοδήματος κλπ. Το θέμα του ανταγωνισμού και της αγοράς, στη συνέχεια. Τέλος, το θέμα της κρατικής παρέμβασης. Η δυσκολία είναι πως, στο «Κεφάλαιο», είναι προφανές ότι δεν φτάνει ως εκεί. Τα θέματα προς ανάπτυξη που άφησε πίσω του ο Μαρξ και διαχειρίστηκε εκ νέου, μετά το θάνατό του, ο Φρίντριχ Ένγκελς, κατά τρόπο ώστε να επιτύχει αυτό που ο ίδιος θεωρούσε ως ένα είδος καθήκοντος που του κληροδοτήθηκε, και τα οποία οδήγησαν στο δεύτερο βιβλίο, το τρίτο βιβλίο, κι αυτό που θεωρούμε ενίοτε ως τέταρτο βιβλίο, με άλλα λόγια το τμήμα που αφορά τις θεωρίες για την υπεραξία και τους οικονομολόγους, το οποίο επιμελήθηκε ο Κάουτσκι μετά τον θάνατο του Ένγκελς, μας φέρνει αντιμέτωπους με ένα σύνολο ελλιπές, που μας κάνει να χάνουμε από τα μάτια μας τους στόχους που είχε θέσει η ανάλυσή του.
Αυτό είναι το πρώτο πράγμα, λοιπόν, που πρέπει να έχουμε κατά νου. Το πρώτο βιβλίο του «Κεφαλαίου» δεν αντιπροσωπεύει, από θεωρητικής πλευράς, παρά ένα μέρος της ανάπτυξης του Μαρξ. Ένα άλλο θέμα είναι ότι η μεθοδολογία του, στο πεδίο της επιστήμης και της διαλεκτικής, καθορίστηκε κυρίως από δύο στοιχεία. Πρώτα, το στοιχείο της πολιτικής. Γίνεται απολύτως σαφές όταν διαβάσουμε την αλληλογραφία του και, ακόμη περισσότερο, αν λάβουμε υπόψη μας ότι αυτά που έγραφε την ίδια στιγμή στον Τύπο βρίσκονται διαρκώς σε ένα στάδιο έντασης και αλληλεπίδρασης με την ιδέα που έχει ο ίδιος για τον καπιταλισμό της εποχής του και τις πιθανότητες να οδηγήσει σε κρίσεις, μετασχηματισμούς και επαναστάσεις. Η πολιτική της εποχής, για τον Μαρξ, συνίσταται κυρίως στη δημιουργία της Διεθνούς IRE, που στήνεται μετά το 1864, και στην οποία ο Μαρξ επιτελεί καθήκοντα οργανωτή και θεωρητικού ιθύνοντα και το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της οποίας είναι το μικρό φυλλάδιο «Μισθός, αξία και κέρδος», στο οποίο συναντάμε μιαν εκδοχή απλουστευμένη, αλλά ταυτόχρονα ξεχωριστή, των αναλύσεων του «Κεφαλαίου». Είναι ουσιώδες να λάβουμε υπόψη μας το γεγονός ότι ο Μαρξ θέλησε να εφοδιάσει το εν τη γενέσει του εργατικό κίνημα με ένα εργαλείο το οποίο, ταυτόχρονα, θα ανέλυε τις κοινωνικές σχέσεις, τις σχέσεις της καπιταλιστικής παραγωγής, και θα προσδιόριζε τη φύση και το διακύβευμα της ταξικής πάλης που εξελισσόταν στα ενδότερα του καπιταλισμού.
Δεύτερο σημείο που πρέπει να υπογραμμίσουμε είναι ότι το πρώτο βιβλίο του «Κεφαλαίου» δεν είναι απολύτως αφηρημένο. Υπάρχουν δύο θεμελιώδη στοιχεία πολύ συγκεκριμένα, τα οποία αναπτύσσει ο Μαρξ. Κατ’ αρχήν, ο Μαρξ θέλησε να δώσει μια γενική θεώρηση του νόμου που διέπει την εξέλιξη της μεθόδου της καπιταλιστικής παραγωγής. Αποτελεί το τελευταίο τμήμα του. Είναι ολοφάνερο ότι αναγκάστηκε να προβλέψει ορισμένα πράγματα και, ταυτόχρονα, να απαλείψει κάποιες εξελίξεις, στην αγορά, στην ανταγωνιστικότητα, ακόμη και στο κέρδος, τις οποίες στερείται ο αναγνώστης. Σε άλλο σημείο αναπτύσσει αυτή την εξαιρετική πραγματεία για την πρωταρχική συσσώρευση που τόσοι άνθρωποι, ακόμη και άνθρωποι που δεν ήταν μαρξιστές, όπως επί παραδείγματι ο Μισέλ Φουκό, χρησιμοποίησαν ως πηγή έμπνευσης για να προσεγγίσουν έννοιες, όπως οι πηγές της βίας ή το σύγχρονο κράτος και η οποία, από την άλλη, ενέπνευσε τις μελέτες για τον ιμπεριαλισμό της Ρόζας Λούξεμπουργκ ή κάποιον σαν τον Ντέιβιντ Χάρβεϊ, που είναι αναμφίβολα ένας από τους καλύτερους σχολιαστές του «Κεφαλαίου», ο οποίος προτείνει μια θεωρία γι’ αυτό που ονομάζει «νέο ιμπεριαλισμό», τη θεωρία της λειτουργίας του σύγχρονου καπιταλισμού που εδράζεται στη βασική έννοια της συσσώρευσης μέσω απαλλοτρίωσης.

 

Το κεφάλαιο ως κοινωνική σχέση
 
Παρ’ ότι είναι έργο «πολιτικής οικονομίας», το «Κεφάλαιο» παρουσιάζεται ως «κριτική της πολιτικής οικονομίας». Πώς πρέπει να ερμηνευθεί αυτός ο διπλός χαρακτήρας του;
Σε ό,τι αφορά την έννοια της «κριτικής της πολιτικής οικονομίας», μπορούμε να πούμε ότι η γενική θεώρηση αυτής της κριτικής είναι ότι πρέπει να δούμε πίσω από το εξωτερικό τους περίβλημα, το οποίο είναι κατά κάποιο τρόπο εγγενές στις κατηγορίες πολιτικής οικονομίας που προέρχονται, κατά κύριο λόγο, από την πρακτική των καπιταλιστών, και να υποκαταστήσουμε την ιδέα των οικονομικών μεγεθών, ή των λειτουργικών σχέσεων μεταξύ οικονομικών μεγεθών, με τη γνώση των κοινωνικών σχέσεων που προϋποθέτουν αυτές οι κατηγορίες, και ως εξωτερικό τους περίβλημα, αλλά και ως όργανο λειτουργίας και υλοποίησής τους. Η ιδέα πως το κεφάλαιο είναι μια σχέση κοινωνική, βρίσκεται στον πυρήνα της κριτικής του Μαρξ. Η έννοια αυτή συνδυάζεται αυτομάτως, από τη μια, με την ιδέα ότι υπάρχει ιστορικότητα του κεφαλαίου, ότι το κεφάλαιο δεν είναι εγγεγραμμένο στην αιωνιότητα, και ύστερα, από την άλλη, με την ιδέα πως μία σύγκρουση ή ένας θεμελιώδης ανταγωνισμός φωλιάζει στην καρδιά αυτής της κοινωνικής σχέσης. Αυτή η σύζευξη εννοιών δημιουργεί αμέσως την εντύπωση ότι η κριτική της πολιτικής οικονομίας προϋποθέτει μια αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε την κοινωνία, μια αλλαγή ματιάς που έχει και μια πολιτική έννοια. Μ’ αυτό δεν θέλω να πω ότι, για τον Μαρξ, αρκεί να υιοθετήσει κανείς τη ματιά των εργατών ή της εργατικής τάξης για την εκμετάλλευση για να αντιληφθεί το μηχανισμό του καπιταλισμού. Ο Μαρξ δεν απέρριψε ποτέ την ιδέα ότι χρειαζόταν απαραιτήτως μια προσέγγιση επιστημονική και πως η βάση αυτής της επιστημονικής προσέγγισης προερχόταν, κατά ένα μέρος της, από την πολιτική οικονομία και, αυτό το σημείο είναι ιδιαίτερα σημαντικό, από άλλες πηγές, από τις οποίες η σημαντικότερη από τις οποίες υπάρχει στο πρώτο βιβλίο του «Κεφαλαίου», μέσα από τις αναφορές των επιθεωρητών βιομηχανίας του αγγλικού κράτους, μέσω των οποίων ακούγεται η φωνή των εργατών, καθώς και η αντίστασή τους στην εκμετάλλευση, εν είδει κοινωνιολογικής ή ανθρωπολογικής μελέτης. Η σύγκλιση αυτών των δύο οπτικών είναι το στοιχείο που κάνει την οπτική της εργατιάς να αναδύεται απέναντι στην οπτική του κεφαλαίου, και επιτρέπει να παραβιάσουμε το εξωτερικό περίβλημα της κυκλοφορίας με την καπιταλιστική της έννοια, για να ανακαλύψουμε αυτό που την προσδιορίζει, δηλαδή την εργασία που βρίσκεται στο επίκεντρό της.

Σε τι συνίσταται η ρήξη ή η έκρηξη που προξένησε το έργο του Μαρξ στην ιστορία της οικονομίας ως επιστήμης;
Ο Μαρξ προτείνει ο ίδιος, σε μια πολύ γνωστή επιστολή του, που γράφτηκε αμέσως μετά την έκδοση του πρώτου βιβλίου του Κεφαλαίου, ένα είδος περιγραφής αυτών που θεωρούσε ως θεμελιώδεις ανακαλύψεις του. Η πρώτη είναι η κατανόηση της διαμόρφωσης του χρήματος μέσω του προϊόντος. Η δεύτερη, η ερμηνεία όλων των μορφών κέρδους μέσω μιας μοναδικής έννοιας, που είναι η εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας. Αντίθετα με την «τριαδική μορφή» των οικονομολόγων, σύμφωνα με την οποία υπάρχουν τρεις θεμελιώδεις πηγές εισοδημάτων, τα κεφάλαια, η γη και η εργασία, ο Μαρξ δείχνει πως η εργασία αποτελεί το θεμέλιο λίθο του καπιταλιστικού πλούτου: κέρδος, εισόδημα, τόκος και μερίσματα δεν αποτελούν παρά έννοιες στο παιχνίδι της διανομής του πλούτου στα ενδότερα της καπιταλιστικής τάξης, με την αναδιανομή στους εργάτες ενός μέρους του προϊόντος που οι ίδιοι παρήγαγαν με την εργασία τους, υπό τη μορφή του μισθού. Οι δύο αυτές ανακαλύψεις, τις οποίες παρουσιάζει ως θεμελιώδεις ανακαλύψεις του, είναι στην πραγματικότητα δύο πυρήνες της πολιτικής οικονομίας. Και, από ορισμένες απόψεις, είναι σχετικά ανεξάρτητες η μία από την άλλη. Και στις δύο περιπτώσεις, ωστόσο, η θεμελιώδης κατηγορία που προβάλλει, είναι η αφηρημένη κοινωνική εργασία που εμφανίζεται, από τη μια, ως η ουσία της έννοιας της αξίας, και από την άλλη, ως δύναμη παραγωγής που παράγει την αύξηση του κεφαλαίου.
Πλάι σ’ αυτές που ο Μαρξ επισημαίνει ως θεμελιώδεις ανακαλύψεις του, σκέφτομαι ότι υπάρχει και μια τρίτη στο πρώτο βιβλίο του «Κεφαλαίου». Αν έπρεπε να ξαναγράψω αυτή την επιστολή, θα έλεγα: «Έκανα τρεις ανακαλύψεις: πρώτα τη γενεσιουργό αιτία του χρήματος, που είναι η έννοια του εμπορεύματος, κατά δεύτερον την ερμηνεία όλων των μορφών αύξησης του κεφαλαίου μέσω της εκμετάλλευσης της υπερεργασίας ή της υπερ-αξίας και, τρίτον, το νόμο της πληθυσμιακής μεταβολής, σύμφωνα με τις επιταγές της καπιταλιστικής παραγωγής και το περίφημο ζήτημα της αναπληρωματικής βιομηχανικής στρατιάς και τους υπερπληθυσμού που σχετίζεται μ’ αυτή». Όπως όλοι ξέρουμε, αποτελεί την αιχμή της πολεμικής εναντίον του Μάλθους, που ήταν ένα από τα «μαύρα πρόβατα» για τον Μαρξ. Η κεντρική ιδέα του Μαρξ είναι πως η ύπαρξη ενός σχετικού υπερπληθυσμού, ο οποίος αναπαράγεται περιοδικά από τις τεχνολογικές εξελίξεις και παράγει ανεργία, είναι το στοιχείο που επιτρέπει να διατηρούνται οι μισθοί στο κατώτατο σημείο και να υπάρχει διαρκής συμπίεση των μισθών, καθώς οι εργάτες ανταγωνίζονται οι μεν τους δε.

Οδηγός ανάγνωσης

Ποιος είναι ο μίτος της Αριάδνης για όποιον θέλει να βρει το δρόμο του σ’ αυτό που φαντάζει στα μάτια μας ως ο «θεωρητικός Λαβύρινθος» του «Κεφαλαίου»;
Θα έλεγα πως το «Κεφάλαιο» είναι μια διπλή έλικα. Υπάρχει ένα νήμα που ξεκινά από την ανάλυση της αξίας, για να φτάσει στους νόμους της συσσώρευσης, από τη στιγμή που γίνεται κατανοητό πως η αφηρημένη έννοια της εργασίας αποτελεί την ουσία όλων των μορφών κεφαλαίου. Υπάρχει και μια δεύτερη έλικα, που μπερδεύεται διαρκώς με την πρώτη, όπου βρίσκουμε τις μορφές ανταγωνισμού, τις συγκρουσιακές μορφές της κοινωνικής σχέσης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, που εξαρτάται απ’ αυτές τις κατηγορίες και που, αντίστροφα, μας επιτρέπει να ερμηνεύσουμε πώς ο καπιταλισμός εξελίσσεται προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Αν αφαιρέσουμε τον τρόπο με τον οποίο ο Μαρξ περιγράφει τις συγκρούσεις και την πάλη των τάξεων, είναι αδύνατον να κατανοήσουμε τι εννοεί με τον όρο ιστορική τάση και είναι πολύ εύκολο να μας δημιουργηθεί η εντύπωση ότι, κατά βάθος, υπάρχει για τον Μαρξ ένα είδος τάσης εξέλιξης του κεφαλαίου ως απλό και ξεκάθαρο αποτέλεσμα των νόμων που διέπουν την οικονομία. Αυτό, όμως, δεν ανταποκρίνεται σε όσα γράφει. Αυτή η εξέλιξη δεν είναι αποτέλεσμα των νόμων της οικονομίας, αλλά της αλληλεπίδρασης μεταξύ ορισμένων μορφών οργάνωσης της παραγωγής και, από την άλλη, των κοινωνικών αγώνων ή των κοινωνικών συγκρούσεων που είναι αλληλένδετοι μ’ αυτές. Συνάγουμε, λοιπόν, ότι το «Κεφάλαιο» είναι ένα βιβλίο που βρίθει από θέματα προς συζήτηση και πεδία προς ανάλυση, τα οποία μπορούμε, αν θέλουμε, να ακολουθήσουμε και που δεν καταλήγουν αναγκαστικά σ’ ένα απλό και μονοσήμαντο συμπέρασμα περί επανάστασης.

Μετάφραση από την «Ουμανιτέ»: Βίκυ Δέμου

Η Μελέτη του Κεφαλαίου

Ομότιμος καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Paris-Ouest και στο πανεπιστήμιο Kingston του Λονδίνου, ο φιλόσοφος Ετιέν Μπαλιμπάρ συμμετείχε, κατά τις δεκαετίες του ΄60 και ’70, στο ρεύμα Μελέτης του Κεφαλαίου, που διηύθυνε ο Λουί Αλτουσέρ, στην εκ βαθέων ανανέωση με την οποία εμπλούτισε η κριτική τους ανάγνωση το έργο του Μαρξ. Συνυπογράφει τη νέα μετάφραση του «Κεφαλαίου», που εκδίδεται φέτος στη σειρά Les Essentielles των Éditions sociales (Ιούνιος 2016, 944 σελίδες), αλλά είναι και ο συγγραφέας των έργων «Europe, crise et fin ?» (εκδόσεις Le Bord de l’eau, σειρά « Diagnostics », 2016) και «Des Universels. Essais et conférence» (εκδόσεις Galilée, 2016).

Πηγή: Η Εποχή από L’Humanité