Macro

Έρχονται καιροί βιβλιοφάγοι

Αναζητείται ολιστική θεραπεία για τον κλάδο του βιβλίου να στηρίξει από συγγραφείς μέχρι αναγνώστες

Στην καμπάνια «Μένουμε σπίτι», και σε πολλά διαφημιστικά τηλεοπτικά σποτ, βλέπουμε συχνότερα από κάθε άλλη φορά στα χρονικά ανθρώπους χαλαρούς και χαρούμενους να καμώνονται ότι απολαμβάνουν το διάβασμα βιβλίων, κι έπειτα στον καναπέ να βλέπουν ταινίες, να χορεύουν μόνοι στους ήχους κάποιας μελωδίας ή να σερφάρουν σε ψηφιακά προγράμματα μουσείων. Ο κορονοϊός και η καραντίνα μας φέρνουν, λέει, κοντά στα βιβλία! Κοντύτερα στον πολιτισμό! Άραγε είναι αλήθεια; Ή μήπως όχι ακριβώς;
Μέχρι πριν από λίγο καιρό τα βιβλία ήταν, για την πλειονότητα του μεγάλου κοινού, το αξεσουάρ ενός ντεκόρ, έστω λίγο ωραιότερου σήμερα από τις παλιές δερματόδετες (και απείραχτες) σειρές πίσω από την πλάτη κάθε σπουδαιοφανούς. Έφτασε άραγε η στιγμή που τα βιβλία θα ξεφύγουν από τα χέρια των βιβλιόφιλων και θα αγκαλιαστούν από καινούργια κοινά (ναι, είναι πολλά τα κοινά τους και όχι ένα); Αλλά πώς; Πώς θα επιβιώσουν εκεί έξω στην αγορά, όταν έχει σπάσει η αλυσίδα της παραγωγής, της διακίνησης και της προβολής τους εξαιτίας της υγειονομικής κρίσης; Πόσες εκδοτικές, εκτυπωτικές, βιβλιοπωλικές επιχειρήσεις έχουν το απαραίτητο «μαξιλάρι» για μια επανεκκίνηση; Η αόρατη απειλή δεν επιτρέπει προβλέψεις. Τι θα κάνει ο κόσμος του βιβλίου τώρα που η έλλειψη ρευστότητας έχει γονατίσει τον κλάδο; Τι θα κάνει γενικότερα η πολιτιστική βιομηχανία που έχει πληγεί από τους περιορισμούς και τα μέτρα καραντίνας παντού στον κόσμο;

Κάποιες κατηγορίες επαγγελματιών, λ.χ. οι μεταφραστές, και περισσότερο κάποιες εκδοτικές επιχειρήσεις θα μπορέσουν να ευνοηθούν από τα μέτρα που ανακοίνωσε η ελληνική κυβέρνηση (π.χ. προσωρινή αναστολή φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων, δόσεων δανείων σε τράπεζες, ζητήματα μισθολογικά, μισθωμάτων κ.ά.). Δεν θα ευνοηθούν πάντως οι μικροί οίκοι που βασίζονται στην προσωπική εργασία των δημιουργών τους και διασφαλίζουν την εκπροσώπηση των εναλλακτικών φωνών. Όμως ακόμα κι αν πολλοί γλιτώσουν την ασφυξία, οι πληγές του κλάδου δεν θα κλείσουν. Πώς θα κρατήσουν το κοινό τους τα μικρά ανεξάρτητα βιβλιοπωλεία που έχουν κατεβάσει ρολά σε όλη την επικράτεια; Τι θα κάνουν τώρα που αναπτύσσεται ραγδαία το ηλεκτρονικό εμπόριο, το οποίο με βομβαρδισμό διαφημίσεων καθοδηγεί έμμεσα τις αναγνωστικές προτιμήσεις; Πόσο θα αντέξουν οι κοινότητες του βιβλίου που έδεσαν σιγά-σιγά στη διάρκεια της κρίσης –οι λέσχες ανάγνωσης, τα εργαστήρια δημιουργικής γραφής, τα ποικίλα σεμινάρια μετάφρασης, επιμέλειας κ.ά.– δίχως τη φυσική επαφή και ώσμωση των μελών τους; Και «μετά» τι θα γίνει; Θα έχει άραγε το αναγνωστικό κοινό την οικονομική ευχέρεια να στηρίξει την τρέχουσα αγορά του βιβλίου με τους υπολογισμένους 150.000 τίτλους της στην Ελλάδα; Θα εξακολουθήσει να υπάρχει ενδιαφέρον για τις έντυπες εκδόσεις ή στο μεταξύ θα έχουν αλλάξει οι αναγνωστικές συνήθειες και οι αναγνώστες/στριες θα έχουν μετακινηθεί προς την πολύ μικρότερη δεξαμενή των ηλεκτρονικών εκδόσεων;

Πρωτοβουλίες εντός και εκτός των τειχών

Σ’ αυτό το δυσοίωνο τοπίο, με την καραντίνα να γενικεύεται, ξεσηκώθηκε στις 25 Μαρτίου(!) η Ομοσπονδία Ευρωπαίων Εκδοτών (FEP) κάνοντας έκκληση προς την Ευρωπαϊκή Ένωση να πάρει άμεσα ενισχυτικά μέτρα υπέρ του βιβλίου, από τον τρέχοντα προϋπολογισμό της ΕΕ. Αλλά ζήτησε και μεσοπρόθεσμα μέτρα που, όταν αλλάξει η κατάσταση, θα επιτρέψουν την επανεκκίνηση του κλάδου του βιβλίου – ενός κλάδου που συμβάλλει σημαντικά στην ευρωπαϊκή οικονομία, με έναν ετήσιο τζίρο της τάξης των 22-24 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Αλλά και εντός των τειχών έκανε την εμφάνισή του ένας νέος και μαχητικός σύλλογος εκδοτών, ο Ανεξάρτητος Σύλλογος Εκδοτών Βιβλίου (ΑΣΕΒ), που δίνει φωνή σε μικρούς και μεσαίους παραγωγικούς και ανήσυχους, οίκους. Ίσως αυτός θα μπορέσει να συμβάλει καταλυτικά ώστε να επαναπροσδιοριστούν οι συλλογικές διεκδικήσεις του κατακερματισμένου εκδοτικού χώρου. Ενός χώρου που από καιρό δεν διαθέτει ενεργό δευτεροβάθμιο όργανο, και συχνά υποτάσσεται στις πολιτικές του Οργανισμού Συλλογικής Διαχείρισης Έργων του Λόγου (ΟΣΔΕΛ).
Ύψωσε όμως τη φωνή της και η τέως υπουργός Πολιτισμού Μυρσίνη Ζορμπά, για την αναγκαιότητα και τη σημασία να ενισχυθούν η πολιτιστική βιομηχανία, η δημιουργική βιομηχανία, οι καλλιτέχνες και οι δημιουργοί. Επισήμανε με αναρτήσεις της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τις σχετικές πρωτοβουλίες της ομοσπονδιακής κυβέρνησης της Γερμανίας (54 δισεκατομμύρια δολάρια) και του Βρετανικού Συμβουλίου Τεχνών (190 εκατ. δολάρια). Σημείωσε μάλιστα (26/3) ότι ο Γάλλος υπουργός Φρανκ Ριστέρ έκανε ειδική μνεία στο βιβλίο με αναφορά στο Γαλλικό Κέντρο Βιβλίου «που σε μας, ας μην το ξεχνάμε, όχι μόνο μπήκε λουκέτο αλλά και πολύ πρόσφατα θεωρήθηκε πολυτέλεια να επανιδρυθεί».
Η νυν υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη δεν έκανε καμία σχετική αναφορά στην εξαγγελία της 2ας Απριλίου για τα 15 εκατ. ευρώ (μόνο) που θα μοιράσει…

Οι δρόμοι της ενίσχυσης

Σύμφωνα με όλα τα μέχρι τώρα δεδομένα, η υγειονομική κρίση θα σημαδέψει τον κόσμο του βιβλίου με τρόπο πιο βαθύ και πιο σύνθετο απ’ ό,τι η οικονομική κρίση. Γι’ αυτό και η θεραπεία που θα επιλεγεί θα πρέπει να είναι ολιστική, να φροντίσει το σώμα, το πνεύμα και την ψυχή του κλάδου, να στηρίξει από τους συγγραφείς μέχρι και τους αναγνώστες –που η σχέση τους με το αντικείμενο «βιβλίο» κλυδωνίζεται– στηρίζοντας και όλους τους ενδιάμεσους κρίκους, επιχειρήσεις, επαγγέλματα, προοπτικές. Όμως μέχρι τώρα, προτείνονται λύσεις μερικές και όχι σφαιρικές.
Η FΕΡ ανασταίνει τεχνοκρατικά εργαλεία και προτείνει στην Ευρωπαϊκή Ένωση την αναβάθμιση και αξιοποίηση του προγράμματος διασφάλισης χρηματικών εγγυήσεων για παροχή δανείων στον τομέα του πολιτισμού. Καλεί λοιπόν την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να δώσει την οδηγία ώστε οι τράπεζες να αρχίσουν να δανειοδοτούν τους εκδότες και τους άλλους εταίρους του κλάδου. Ωστόσο στην Ελλάδα, αυτό το πρόγραμμα σκόνταφτε έως τώρα στο ακλόνητο «όχι» των ελληνικών τραπεζών…

 

Δύο τολμηρές προτάσεις

Υπάρχει κι άλλος δρόμος, επιμένει από την πλευρά του ο ΑΣΕΒ που εκπροσωπεί εκδοτικούς οίκους όπως «Τόπος», «Ποταμός», εκδόσεις «Οκτώ», «Ύψιλον», «Σμίλη», «Μωβ Σκίουρος», «Οκτάνα» κ.ά., αλλά δεν έχει προλάβει να αποκτήσει «σφραγίδα». Οι προτάσεις του για την ενίσχυση του κλάδου και για την τόνωση της φιλαναγνωσίας, απαιτούν ωστόσο μια τολμηρή αλλαγή παραδείγματος: Προτείνει τη μείωση του συντελεστή ΦΠΑ στη διαδικασία παραγωγής του βιβλίου από το 24% στο 6%, και μηδενικό(!) ΦΠΑ κατά τη λιανική πώληση. Παράλληλα, προτείνει την απορρόφηση του μεγαλύτερου μέρους της τρέχουσας και πρόσφατης βιβλιοπαραγωγής από δημόσιες ή και δημοτικές βιβλιοθήκες. Και έχει υπολογίσει ότι χρειάζεται να εμπλακούν τουλάχιστον 75 βιβλιοθήκες.
«Όπως ξαναθυμηθήκαμε το ΕΣΥ, έτσι πρέπει να σκεφτούμε ξανά τις βιβλιοθήκες», λέει χαρακτηριστικά ο Κώστας Παπαδόπουλος του Ποταμού, μέλος της προσωρινής διοικούσας επιτροπής του ΑΣΕΒ. «Σε όλον τον πλανήτη, η στήριξη της ανάγνωσης περνάει από τις βιβλιοθήκες και ένα πρόγραμμα άμεσης αγοράς αντιτύπων της βιβλιοπαραγωγής θα έδινε κάποια ανάσα στον κλάδο. Στην Ελλάδα είναι ενδιαφέρον το ότι οι βιβλιοθήκες δεν υπάγονται στις αρμοδιότητες του φυσικού συνομιλητή μας που είναι το υπουργείο Πολιτισμού, αλλά στο υπουργείο Παιδείας και στην Αυτοδιοίκηση. Φαίνεται όμως πως για το Παιδείας, εκδότες είναι μόνο εκείνοι που διαθέτουν τα πανεπιστημιακά συγγράμματα. Κι αυτοί δεν έχουν λόγο να προωθήσουν το αίτημα του εμπλουτισμού των βιβλιοθηκών…»

Αναγνωστικό ενδιαφέρον

Σήμερα, οι πιο ενεργοί σύλλογοι εκδοτών είναι: η ισχυρή Ένωση Ελληνικού Βιβλίου (ΕΝΕΛΒΙ), με μέλη που προγραμματικά κάνουν τζίρο μεγαλύτερο από 500.000 ευρώ («Πατάκης», «Ψυχογιός», «Διόπτρα», «Μεταίχμιο», «Καστανιώτης», «Εστία», «Ίκαρος», «Μίνωας», «Παπαδόπουλος» κ.ά.), ο ΣΕΒΑ, ο παλαιότερος σύλλογος και ο πιο προσηλωμένος στη θεωρητική σκέψη («Νήσος», «Ευρασία», κ.ά.), ο ΣΕΚΒ που οργανώνει την Έκθεση Βιβλίου στο Ζάππειο κ.ά. («Αιγόκερως», «Νίκας» κ.ά.), ο Σύλλογος Βιβλιοχαρτοπωλών και Εκδοτών Αθηνών και Προαστίων (ΣΒΕΑΠ) («Σύγχρονη Εποχή» κ.ά.), ο ΣΕΕΒΙ για το επιστημονικό βιβλίο («Πεδίο», «Τραυλός», «Νομική Βιβλιοθήκη, «Εκδόσεις Τζιόλα» κ.ά.), και ο Σύνδεσμος Εκδοτών Βόρειας Ελλάδας («Μπαρμπουνάκης» κ.ά.). Σ’ αυτούς θα προστεθεί ο ΑΣΕΒ.
Εκεί που έχουν φτάσει τα πράγματα, η από κοινού συνδικαλιστική κινητοποίηση των εκδοτών σε συνεργασία και με τους υπόλοιπους παράγοντες του ελληνικού βιβλίου, κρίνεται κατεπείγουσα. Όπως επισημαίνει ο Αργύρης Καστανιώτης: «Το 2012 η αγοραστική ζήτηση μειώθηκε κατά 50%. Το 2015 μειώθηκε ξανά κατά 25%, αλλά το αναγνωστικό ενδιαφέρον έδειξε να αυξάνεται, αυξήθηκαν οι λέσχες ανάγνωσης, αυξήθηκε και η επισκεψιμότητα στις δανειστικές βιβλιοθήκες. Τώρα, λοιπόν, σίγουρα χρειαζόμαστε περισσότερες δανειστικές βιβλιοθήκες!». Και ο Φίλιππος Τσιμπόγλου, διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης (ΕΒΕ) η οποία έχει αναπτύξει ένα πρόγραμμα δανεισμού ελληνικών e-books «με 2.899 τίτλους ευρείας αναγνωσιμότητας», συμπληρώνει ότι το ενδιαφέρον του κοινού της ΕΒΕ για το ηλεκτρονικό βιβλίο αυξήθηκε κατακόρυφα όταν ξεκίνησε η υγειονομική κρίση.

 

Αγωνία, βολονταρισμός, «γραφή»

Στο μεταξύ, σε πείσμα της αναγκαστικής αναδίπλωσης και της γενικευμένης καθίζησης του κλάδου, ξεμυτίζουν συγγραφείς, βιβλιοπώλες, εκδοτικοί οίκοι, ηλεκτρονικά περιοδικά ή και αλυσίδες «λιανικής πώλησης προϊόντων τεχνολογίας, πολιτισμού και επικοινωνίας», που προσπαθούν με περισσότερο ή λιγότερο ευφάνταστους τρόπους να «γράψουν» ένα πιο αισιόδοξο κεφάλαιο σε αυτή τη σκοτεινή περιπέτεια. Είναι οι διάφορες φυλές του βιβλίου που έχουν ξεκινήσει έναν αυθόρμητο χορό, μοναχικό, αγωνιώδη, ενδεχομένως βολονταριστικό, καμιά φορά μελαγχολικό, για να κρατήσουν τη σχέση τους με τους αναγνώστες/στριες ή και να ανανεώσουν τα αναγνωστικά ενδιαφέροντα τόσο του μεγάλου κοινού όσο και των απαιτητικών βιβλιόφιλων.
Ο «Καστανιώτης» τολμά σε μέρες καραντίνας να κυκλοφορήσει έναν καινούργιο τίτλο, το πολυσυζητημένο μυθιστόρημα «Η χορτοφάγος» της Κορεάτισας Χαν Γκανγκ. Η «Νήσος» ετοιμάζει μια αναστοχαστική, συλλογική, ηλεκτρονική έκδοση παραγγέλνοντας δοκίμια για πτυχές της νέας πραγματικότητας αναφορικά με την πανδημία. Το «Μεταίχμιο» προτείνει μια σειρά από ενδιαφέροντα βιβλία-«τούβλα», που θέλουν το χρόνο τους για να διαβαστούν αλλά εγγυώνται ουσιαστική απόλαυση, ενώ ο εκδότης Νίκος Γκιώνης σκύβει ο ίδιος πάνω από έναν-έναν τους πρόσφατους τίτλους που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Πόλις» και τους προβάλλει στο facebook, πάντα σε σχέση με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και άλλα σχετικά βιβλία. Το ίδιο και η συγγραφέας Μάρω Δούκα, φωτίζει και συζητά μέσα από το fb την εσωτερική ζωή βιβλίων και συγγραφέων που την έχουν κεντρίσει.
Απ’ την πλευρά του, το ηλεκτρονικό περιοδικό «Αναγνώστης» (www.oanagnostis.gr ) προτείνει ενδιαφέρουσες θεματικές βιβλιογραφίες με εκλεκτούς τίτλους, ενώ η Εταιρεία Συγγραφέων καλεί τα μέλη της να προσφέρουν κείμενα «με υπογραφή», που θα αναρτηθούν στον ιστότοπό της. Την ίδια ώρα, το «Bookia TV» οργανώνει μια καθημερινή τηλεοπτική καταγραφή μαρτυριών από συγγραφείς, ενώ τα Public δημιούργησαν την πλατφόρμα menoumespiti.public.gr όπου θα φιλοξενούνται και συνεντεύξεις συγγραφέων. Παράλληλα, η εκπομπή «Βιβλιοβούλιο» στο Κανάλι της Βουλής, η μοναδική εκπομπή για το βιβλίο στην ελληνική TV, προβάλλει (σε επαναλήψεις πλέον) τα φωτεινά ή υποφωτισμένα ταλέντα της σύγχρονης λογοτεχνίας.
Αλλά και η Εθνική Βιβλιοθήκη, διευρύνει και το πρόγραμμα e-reading σε συνεργασία με τους (λίγους μέχρι τώρα) εκδοτικούς οίκους που υποστηρίζουν το ηλεκτρονικό βιβλίο (ereading.nlg.gr ), ενώ προσαρμόζει και on-line τα εκπαιδευτικά της προγράμματα σε 234 δημόσιες και δημοτικές βιβλιοθήκες (network.nlg.gr ). Ωστόσο, όπως σχολιάζει προβληματισμένος ο Φ. Τσιμπόγλου: «Αυτά τα προγράμματα είναι μια λύση ανάγκης, μια λύση ειδικού σκοπού, ένα υποκατάστατο, που δεν θα πρέπει να μας κάνει να ξεχάσουμε τη σημασία που έχει η αναντικατάστατη επαφή με το έντυπο βιβλίο».

***

Και εκείνες αγρόν ηγόραζον…

Για το βιβλίο δεν εξαγγέλθηκε κανένα έργο υποδομής

Εννιά μήνες τώρα, η ηγεσία του ελληνικού υπουργείου Πολιτισμού δεν έχει δώσει κανένα δείγμα ενδιαφέροντος για το ελληνικό βιβλίο. Και αυτό είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό στη σημερινή συνθήκη αφού δεν υπάρχει καν φορέας για να υλοποιήσει την όποια δημόσια πολιτική, εθνική ή ευρωπαϊκή. Η ΝΔ κατάργησε το ευέλικτο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου πριν από επτά χρόνια, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόλαβε να ψηφίσει το νόμο για ένα αναβαθμισμένο και εκσυγχρονισμένο Κέντρο Βιβλίου και Πολιτισμού, και η σημερινή υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη δείχνει από καιρό αποφασισμένη να ασκήσει πολιτική με αποκλειστικό εργαλείο την αρχαία κληρονομιά.
Η προχθεσινή (2/4/2020) βαρύγδουπη αναγγελία της ότι διαθέτει 15 εκατ. ευρώ «για την τόνωση και ενίσχυση της ανθεκτικότητας του Σύγχρονου Πολιτισμού και των δημιουργών του, με ολοκληρωμένο Σχέδιο Αναπτυξιακών Μέτρων και Νέων Δράσεων», δεν είναι παρά ένα πυροτέχνημα. Ένα χαρτζιλίκι που θα μοιραστεί σε 18(!) εκφάνσεις του πολιτιστικού γίγνεσθαι και δεν αρκεί ούτε για να σώσει κανέναν ούτε φυσικά για να δώσει αναπτυξιακές ή άλλες προοπτικές. Θα ακολουθήσουν, λέει, και άλλες χρηματοδοτήσεις, όμως μην ξεχνάμε ότι τον Τακτικό Προϋπολογισμό του ΥΠΠΟΑ εξακολουθεί να τον απορροφά η Πολιτιστική Κληρονομιά, όπως και τα ΕΣΠΑ.
Ειδικά πάντως για το βιβλίο, δεν εξαγγέλθηκε κανένα έργο υποδομής. Η κ. Μενδώνη υπόσχεται πλατφόρμα με ψηφιακούς τίτλους παιδικής λογοτεχνίας, ενίσχυση διαδικτυακών δράσεων φιλαναγνωσίας για την «υποστήριξη συγγραφέων και ηθοποιών-αναγνωστών», δημιουργία ψηφιακού υλικού – πρωτοβουλίες δηλαδή που έχουν ήδη πάρει μεμονωμένοι εκδότες, ηλεκτρονικά περιοδικά, η Εταιρεία Συγγραφέων και, κυρίως, η Εθνική Βιβλιοθήκη. Υπόσχεται επίσης πρόγραμμα μεταφράσεων, χωρίς άλλη διευκρίνιση, και «επανασχεδιασμό με δυναμικό τρόπο» της Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου της Θεσσαλονίκης, για να γίνει, λέει, πιο «εξωστρεφής και αποτελεσματική». Μάλλον θα της διέφυγε ότι η περσινή ΔΕΒΘ (9-13/5/2019), με κεντρική θεματική το «Ρόλο του πλήθους στη Λογοτεχνία και στην Ιστορία» και τιμώμενη τη λογοτεχνία των ισπανόφωνων χωρών, είχε 60.000 επισκέπτες και έκανε ρεκόρ με 500 εκδηλώσεις, στις οποίες συμμετείχαν 900 ομιλητές. Επίσης, ότι προσέλκυσε 50 συγγραφείς από τη διεθνή σκηνή, και ότι 290 εκδότες έβαλαν τη σφραγίδα τους στον κύριο όγκο των εκδηλώσεων. Οι συμμετοχές διεθνών ονομάτων ήταν τριάντα το 2017, σαράντα το 2018, και τον Μάιο του 2020 θα ξεπερνούσαν τους πενήντα.
Ούτε όμως και η υπουργός Παιδείας Νίκη Κεραμέως έχει δείξει να ευαισθητοποιείται σχετικά με τις δημόσιες βιβλιοθήκες που έχει στην ευθύνη του το Παιδείας. Δεν έχει επικοινωνήσει ούτε καν με την Εθνική Βιβλιοθήκη η οποία έχει ανασκουμπωθεί για να προσαρμόσει τα παιδικά προγράμματά της σε ένα δίκτυο 234 δραστήριων βιβλιοθηκών, για την εξ αποστάσεως πλέον, εξοικείωση των παιδιών με τον κοινωνικό ρόλο του βιβλίου.
Με άλλα λόγια, τα αρμόδια υπουργεία συμπεριφέρονται προς το βιβλίο σαν να είναι ένα σκέτο εμπόρευμα και όχι ένα πολιτιστικό-κοινωνικό αγαθό. Κι αυτό καθιστά τον κλάδο ιδιαίτερα ευάλωτο.

***

«Η πίεση που δεχόμαστε είναι τερατώδης»

Οι μήνες μετά τις Γιορτές και μέχρι το Πάσχα ήταν ανέκαθεν μήνες όπου οι εκδοτικές μηχανές δούλευαν στο φουλ για απαιτητικά, «πιο δύσκολα», βιβλία και για τη σοδειά του καλοκαιριού, μήνες επίσης τακτικής επαφής των συγγραφέων με τα κοινά τους σε ποικίλες εκδηλώσεις. Χαρακτηριστική η Διεθνής Έκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης (ΔΕΒΘ) η οποία τα τελευταία χρόνια ανέβασε κατακόρυφα το ενδιαφέρον του ευρύτερου κοινού για τους δρόμους του βιβλίου, της σκέψης, της ανάγνωσης, της κοινωνικο-πολιτικής δράσης. Τώρα η 17η ΔΕΒΘ μετατέθηκε στα τέλη του Οκτώβρη και η ατμόσφαιρα εμφανίζεται πολύ μουδιασμένη.
«Στην αρχή το κλίμα ήταν βαρύ στον κόσμο του βιβλίου. Πολλοί νιώθαμε ότι τίποτα δεν μπορούσε να είναι τόσο σημαντικό όσο η υπόθεση του κορονοϊού», σχολιάζει ο Κώστας Σπαθαράκης των εκδόσεων «Αντίποδες». «Ποια βιβλία να μιλήσουν γι’ αυτή τη συνθήκη παρά τα κλασικά… Έτσι, πολλοί από εμάς –ακόμα και οι αυστηρά προγραμματισμένες εκδόσεις «Πόλις»– σταματήσαμε να κυκλοφορούμε νέους τίτλους. Αρκετούς, μάς έχει καταλάβει ένα αίσθημα πρόωρης γήρανσης, σαν να μην συντονιζόμαστε με την εποχή… Το διαπιστώνω κι ας συνεχίζω τις επιμέλειες στα υπό έκδοση βιβλία μας. Βλέπω ολόκληρο το σύστημα να αναδιατάσσεται προς την κατεύθυνση του ηλεκτρονικού εμπορίου. Οπότε εκδότες και αναγνώστες θα χρειαστούμε πιο πολλές και πιο ειδικές υπηρεσίες από τα on line βιβλιοπωλεία. Αν όμως χαθεί ο «πάγκος» του βιβλιοπωλείου, το ξεφύλλισμα και η συζήτηση με τον βιβλιοπώλη, πολύ φοβάμαι πως το μεγάλο κοινό θα απομακρυνθεί από την ανάγνωση της λογοτεχνίας. Κι αν συνεχιστούν για πολύ τα περιοριστικά μέτρα, θα καταρρεύσει το δίκτυο του βιβλίου: οι εξωτερικοί συνεργάτες των εκδοτικών οίκων, όπως οι μεταφραστές, οι επιμελητές, οι διορθωτές αλλά και οι τυπογράφοι και οι βιβλιοδέτες, οι διανομείς, κι από κοντά οι μικροί εκδότες και τα ανεξάρτητα βιβλιοπωλεία. Ήδη η πίεση που δεχόμαστε είναι τερατώδης. Σε λίγο, μόνο οι μεγάλες επιχειρήσεις θα μπορούν να αντέξουν…»

Μικέλα Χαρτουλάρη
Πηγή: Η Εποχή