Οι πρόσφατες επιτυχίες της κυβέρνησης θέτουν τη χώρα σε νέα τροχιά, με σαφώς περισσότερους βαθμούς ελευθερίας. Επιστρέφει λοιπόν η χώρα στην Ευρωπαϊκή κανονικότητα, κυρίως όσον αφορά στο επίπεδο της χάραξης και άσκησης πολιτικής. Μια κανονικότητα που εξακολουθεί να καθορίζεται από το – υπό αξιολόγηση; – Δημοσιονομικό Σύμφωνο, την ραγισμένη κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού (στο νότο από τα αριστερά, στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη από την εθνικιστική δεξιά), τη μετέωρη Ευρώπη, με το δημοκρατικό έλλειμμα και τη ρηχή ένωση, τις ανισότητες και το έλλειμμα αλληλεγγύης.
Στο εσωτερικό μέτωπο η κανονικότητα δεν μπορεί να σημαίνει επιστροφή, αλλά ρήξη με το παρελθόν της διαφθοράς και του αναχρονιστικού μοντέλου ανάπτυξης. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι διαφθορά και μοντέλο ανάπτυξης είναι αλληλένδετα. Εδώ θα εστιάσω στο δεύτερο.
Τι είναι μοντέλο ανάπτυξης; Είναι ο τρόπος που οργανώνονται οι παραγωγικές δυνάμεις για την παραγωγή αξίας και διανέμονται το προϊόν και το πλεόνασμα. Πρέπει να εξελίσσεται ανάλογα με την ιστορική συνθήκη και τις αλλαγές στις παραγωγικές δυνάμεις και τον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας.
Ας δούμε βασικά χαρακτηριστικά της Ελληνικής οικονομίας που πρέπει να αλλάξουν
Δημιουργία αξίας.
Δυστυχώς υπάρχει (και λόγω της διαστροφής των νέο-κλασσικών οικονομικών) μια ανόητη εμμονή στη συσχέτιση ανταγωνιστικότητας και κόστους. Σύγχυση που επεκτείνεται και επιτείνεται από την αδυναμία διάκρισης συγκριτικού και ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος. Με λίγα λόγια η κυρίαρχη επιλογή μέχρι σήμερα εστίαζε στην εξαγωγή κέρδους όχι μέσα από τη δημιουργία αξίας, αλλά από τη συρρίκνωση του κόστους – εργατικού, κοινωνικού περιβαλλοντικού – συχνά μέσω της εξωτερίκευσής του. Αυτό αντικατοπτρίζεται στη χαμηλή καινοτομική προσπάθεια, την έμφαση στην καινοτομία διαδικασίας (που εστιάζει στη μείωση του κόστους και χαρακτηρίζεται από μιμητικές και συντηρητικές στρατηγικές), την απουσία επένδυσης στο ανθρώπινο δυναμικό (ενδο-επιχειρησιακή κατάρτιση, απασχόληση σε δραστηριότητες έντασης γνώσης και δημιουργικότητας κοκ) και εντέλει στην κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα και στη διαπλοκή.
Παράλληλα επικρατεί μια αναχρονιστική λογική για τη δημιουργία αξίας, η οποία εξαντλήθηκε με την κρίση του φορντιστικού μοντέλου, όμως στην Ελλάδα αναπαράγεται με όρους που προσεγγίζουν τη φυσιοκρατική λογική: εμμονή στην αντίληψη ότι η εργατική δύναμη αφορά στη χειρωνακτική εργασία (και συνεπώς είναι σχετικά απλή υπόθεση η υποκατάσταση της εργασίας από το κεφάλαιο) και αναζήτηση συγκριτικών πλεονεκτημάτων στην πρωτογενή παραγωγή. Επέκταση αυτής της αντίληψης αποτελεί και το μοντέλο του μαζικού τουρισμού που βασίζεται στο φυσικό κάλλος της χώρας και τη συρρίκνωση του κόστους. Χαρακτηριστική ένδειξη αυτής της υστέρησης είναι η παράταση του μίγματος επενδύσεων (τουλάχιστον) της μεταπολίτευσης, όπου επικρατούν οι επενδύσεις στις κατασκευές και μάλιστα στην κατοικία, την ώρα που στις περισσότερες χώρες αυξάνεται με υψηλούς ρυθμούς το μερίδιο των επενδύσεων σε άυλα στοιχεία ενεργητικού (πατέντες, επωνυμίες κοκ). Μια αντίστοιχη αλλαγή στο μίγμα των επενδύσεων θα προϋπέθετε αντίστοιχη επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό και στις καινοτομικές και δημιουργικές δραστηριότητες.
Διάγραμμα 1. Επενδύσεις σε άυλα στοιχεία ενεργητικού (2017)
Πηγή: ΟΟΣΑ
Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι η χώρα να υστερεί στην συγκρότηση διακριτού προϊόντος σε όλους σχεδόν τους τομείς της παραγωγής, από τον πρωτογενή τομέα μέχρι τον τουρισμό.
Παραγωγική δομή και παραγωγικότητα
Η εμμονή στη λογική του χαμηλού κόστους συνοδεύεται συνήθως από την επίκληση της παραγωγικότητας. Όμως παρά τους χαμηλούς μισθούς και τις πολλές ώρες απασχόλησης τόσο η παραγωγικότητα όσο και το κατά κεφαλή εισόδημα παραμένουν χαμηλά.
Πίνακας 1: Ώρες εργασίας και ΑΕΠ/ώρα εργασίας (2016)
Χώρα | Ετήσιεςώρεςεργασίας/εργαζόμενο | ΑΕΠ/Ώρα εργασίας ($ΗΠΑ 2010) |
Δανία | 1410 | 63.64 |
Φιλανδία | 1653 | 51.68 |
Γερμανία | 1363 | 59.94 |
Ελλάδα | 2035 | 30.90 |
Ιταλία | 1730 | 47.52 |
Πορτογαλία | 1842 | 32.41 |
Ισπανία | 1695 | 47.18 |
Οι αιτίες αυτής της υστέρησης πρέπει να αναζητηθούν στη δομή της ελληνικής παραγωγής. Δύο είναι τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά.
Το εξαιρετικά μεγάλο ποσοστό αυτοαπασχολούμενων.
Το πολύ μικρό μέγεθος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ουσιαστικά στην πλειοψηφία τους οικογενειακές, συχνά πατριαρχικού χαρακτήρα επιχειρήσεις).
Στη διατήρηση αυτών των χαρακτηριστικών συντέλεσε τόσο η μυθολογία για το ρόλο των ΜμΕ και των ελεύθερων επαγγελματιών όσο και τα προγράμματα επιχειρηματικότητας των ΕΣΠΑ που ενθάρρυναν τον ατομισμό και την επιχειρηματικότητα ανάγκης. Αποτέλεσμα αυτών είναι, αφενός, να μην υπάρχει η δυνατότητα επίτευξης αποτελεσματικότητας, χάρη στον καταμερισμό εργασίας, και, αφετέρου, να μην υπάρχουν οι οικονομίες κλίμακας ή φάσματος που απαιτούνται για την ανάπτυξη εξαγωγικής και καινοτομικής δραστηριότητας. Σε αυτά πρέπει να προσθέσουμε σημαντικές αρνητικές εξωτερικότητες, που αφορούν στην επίδραση στην οικογενειακή και κοινωνική ζωή (σχέση εργασιακού και οικογενειακού-κοινωνικού βίου), τη συμμετοχή στα κοινά και την αναψυχή.
Στα παραπάνω πρέπει να προσθέσουμε την αδυναμία σχηματισμού παραγωγικών συμπλεγμάτων και αλυσίδων αξίας. Η λογική του ατομισμού από τη μία και ο φοβισμός που παράγεται από το έλλειμμα επένδυσης στη γνώση οδήγησε σε μια οικονομία με χαμηλό επίπεδο εμπιστοσύνης και κοινωνικού κεφαλαίου. Συνεπώς, τόσο η συνεργατική όσο και η συνεταιριστική κουλτούρα ατρόφησαν, μαζί με την αντίστοιχη τεχνογνωσία εταιρικής διακυβέρνησης. Επιπλέον, η αδυναμία επένδυσης στο ανθρώπινο δυναμικό και την καινοτομία οδήγησε στην ανάπτυξης αφομοιωτικής ικανότητας (σε ότι αφορά στην τεχνολογία), με αποτέλεσμα οι ελληνικές επιχειρήσεις να αδυνατούν να αξιοποιήσουν τόσο τα ερευνητικά αποτελέσματα όσο και το ανθρώπινο δυναμικό που παράγει η τριτοβάθμια εκπαίδευση και το ερευνητικό σύστημα. Στη «σύνδεση πανεπιστημίου-παραγωγής» ο αδύναμος κρίκος ήταν μάλλον η παραγωγή (δίχως αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν σημαντικές δυσλειτουργίες και υστερήσεις στην ακαδημαϊκή λειτουργία). Έτσι, από τη μία, τα Ελληνικά ΑΕΙ και ερευνητικά ιδρύματα αξιοποιούνται κυρίως από ξένες επιχειρήσεις (χάρη και στα Ευρωπαϊκά προγράμματα) και, από την άλλη, η δημόσια επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό αξιοποιείται από άλλες οικονομίες (braindrain στον ιδιωτικό και στο δημόσιο τομέα).
Συμμετοχή στο προϊόν και αναδιανομή
Αποτέλεσμα των παραπάνω, δηλαδή της υστέρησης στην παραγωγικότητα και στην προστιθέμενη αξία και της αντίληψης της εργασίας ως κόστους και όχι ως παραγωγικής δύναμης, είναι η επιμονή στη μείωση του μισθολογικού κόστους και, τελικά, στη συμμετοχή της εργασίας στην προστιθέμενη αξία.
Διάγραμμα 2: Συμμετοχή της εργασίας στην προστιθέμενη αξία (2017)
Με άλλα λόγια, ενώ ο σύγχρονος κόσμος οδεύει στην οικονομία της γνώσης, το μοντέλο ανάπτυξης που μας έφερε στη χρεοκοπία κινούνταν στην αντίθετη κατεύθυνση, στην υπονόμευση (εσωτερική υποτίμηση) της κύριας παραγωγικής δύναμης, της εργασίας. Η αναπτυξιακή λογική που κυριάρχησε θυμίζει το ανέκδοτο με το γάιδαρο του Χότζα. Επεκτείνονταν βέβαια και στην κοινωνική πολιτική, στην υγεία, την παιδεία και το περιβάλλον, αφού η εργασία θεωρούνταν κόστος και όχι παραγωγική δύναμη.
Η ουσιαστική αύξηση των μισθών και των οικογενειακών εισοδημάτων θα συντελεσθεί όταν ικανοποιηθούν δύο συνθήκες: όταν μειωθεί η ανεργία και βελτιωθεί η θέση της εργασίας και αυξηθεί η απασχόληση, η οποία στην Ελλάδα βρίσκεται χαμηλότερα από όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες και μακριά από τον Ευρωπαϊκό στόχο.
Δεν θέλει κόπο, αλλά τρόπο
Ένα βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης πρέπει να είναι κοινωνικά αποτελεσματικό και δίκαιο. Η αδυναμία επένδυσης, αξιοποίησης και δίκαιης αμοιβής της εργασίας υπονομεύει τη βιωσιμότητα του παραγωγικού μοντέλου. Καθώς η εργασία εξελίσσεται σε ενεργά δημιουργική παραγωγική δύναμη, η αδυναμία αμοιβής της (και διευρυμένης αναπαραγωγής της) οδηγεί στην εξαγωγή της (φαινόμενα brain drain).
Τούτο σημαίνει ότι η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου δεν είναι τόσο ζήτημα κλάδων όσο δραστηριοτήτων, δηλαδή ενίσχυσης των καινοτομικών και δημιουργικών δραστηριοτήτων στο παραγωγικό σύστημα (μέσα στις επιχειρήσεις όσο και σε φορείς που συμμετέχουν στα παραγωγικά συμπλέγματα).
Με άλλα λόγια, δεν αρκεί να μιλάμε για αύξηση των επενδύσεων, αλλά για αλλαγή του μοτίβου, ενίσχυση της δημιουργίας άυλων επενδύσεων (σχεδιασμό νέων προϊόντων, επωνυμιών, πατεντών κλπ) που βασίζονται στην αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού, ειδικά εκείνου που λεηλατείται σήμερα μέσω του braindrain. Η πρόκληση αυτή θέτει ορισμένα κρίσιμα ζητήματα:
Ποια θα είναι τα «υποκείμενα της ανάπτυξης» που θα πραγματοποιήσουν αυτές τις δραστηριότητες; Πέρα από λίγες μεγάλες ιδιωτικές και δημόσιες επιχειρήσεις ποιοι άλλοι έχουν αυτή τη δυνατότητα;
Υπάρχουν ΜμΕ με αξιόλογη καινοτομική δυναμική και εξαγωγική δραστηριότητα ή δυνατότητα, που έχουν ανάγκη στοχευμένης υποστήριξης για τη δικτύωσή τους, την ανάπτυξη καινοτομικής και εξαγωγικής δραστηριότητας, την επιχειρηματική διαδοχή (που μπορεί να περιλαμβάνει συγχωνεύσεις, εξαγορές από εργαζόμενους κλπ). Ήδη ο νέος Αναπτυξιακός Νόμος, οι δράσεις του ΕΣΠΑ και του ΠΑΑ και τα χρηματοδοτικά εργαλεία του EuiFundσυμβάλλουν σε αυτή την κατεύθυνση, αλλά χρειάζεται επιτάχυνση, ιδίως στις πρώτες. Απαιτείται όμως ένας χωρικά δικτυωμένος μηχανισμός υποστήριξης και κινητοποίησης που θα αξιοποιεί τη διεθνή εμπειρία (BICs στην Ιρλανδία, οργανισμοί και μηχανισμοί σε Ταιβάν, Σκανδιναβία κ.α.) για την πύκνωση των παραγωγικών συμπλεγμάτων. Εδώ μπορεί να αξιοποιηθεί και η βραχύβια εμπειρία των ΚΕΤΑ.
Αναπτύσσεται ένα κύμα νεοφυών επιχειρήσεων (start-ups), οι οποίες όμως εύκολα εξαγοράζονται ή/και μετακομίζουν στο εξωτερικό. Τα αντίστοιχα εργαλεία του EquiFundείναι κι εδώ ένα πολύ σημαντικό πρώτο βήμα. Πρέπει να συμπληρωθούν με αντίστοιχους μηχανισμούς που θα συμβάλλουν στην αξιοποίηση του ερευνητικού δυναμικού και θα εξασφαλίζουν μακροπρόθεσμο μερίδιο και μέρισμα τόσο στα ιδρύματα όσο και στο δημόσιο ευρύτερα. Το πιο σημαντικό όμως είναι να υπηρετηθεί η προτεραιότητα πύκνωσης του οικοσυστήματος της νεοφυούς επιχειρηματικότητας, ώστε να μην είναι ευάλωτες οι μεμονωμένες επιχειρήσεις. Αυτό θα γίνει τόσο με τη λειτουργία (και όχι απλά συγκρότηση) συστάδων καινοτομίας όσο και με τη διασύνδεσή τους με τις δυναμικές ΜμΕ, τις δημόσιες επιχειρήσεις και την αξιοποίηση του θεσμικού πλαισίου των λεγόμενων «καινοτόμων προμηθειών». Ωριμάζουν επίσης οι συνθήκες και για τη λειτουργία δικτύων επιχειρηματικών αγγέλων.
Τα βασικό όμως μετασχηματιστικό και με τις καλύτερες προοπτικές βιωσιμότητας και ριζώματος δυναμικό μπορεί να αναπτυχθεί στο πεδίο της Αλληλέγγυας Οικονομίας. Αναφέρθηκα πιο πάνω στη δυνατότητα εξαγοράς επιχειρήσεων από τους εργαζομένους τους, μία πρακτική διαδεδομένη και επιτυχής σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες. Δεν διασώζονται μόνο θέσεις εργασίας, αλλά παραγωγικό δυναμικό και δικτυώσεις. Μεγάλη είναι η πρόκληση για να πεισθούν νεοφυή εγχειρήματα να υιοθετήσουν τη μορφή των συνεταιρισμών εργαζομένων. Υπάρχουν δε σημαντικά προνομιακά πεδία, όπως οι ενεργειακές κοινότητες και οι καταναλωτικοί συνεταιρισμοί. Εκεί όμως που μπορεί να δοθεί ένα άλμα παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας είναι στο πεδίο των αυτοαπασχολούμενων και της επισφαλούς εργασίας, όπου οι δυνατότητες βελτίωσης της αποτελεσματικότητας είναι προφανείς. Οι δράσεις του ΕΣΠΑ πρέπει να αποτελέσουν ένα πρώτο πεδίο ενίσχυσης τέτοιων εγχειρημάτων μέσα από επιπλέον μοριοδότηση (με όρους βιωσιμότητας).
Πώς θα επιτευχθεί η κοινωνική δικαιοσύνη, η αναδιανομή, και θα επιλυθούν τα επείγοντα ζητήματα της ανεργίας της ανισότητας και της φτώχειας;
Τα παραπάνω είναι κρίσιμα για την ανάσχεση του braindrain και την αύξηση της εγχώρια προστιθέμενης αξίας. Συμβάλλουν σε σημαντικό βαθμό στην αντιμετώπιση του κορυφαίου ζητήματος της ανεργίας και της απασχόλησης. Δεν επαρκούν όμως για να μειωθεί αποφασιστικά η ανεργία, ούτε πολύ περισσότερο για να αυξηθεί η απασχόληση. Ο μόνος τρόπος να επιτευχθούν οι στόχοι είναι η μείωση του χρόνου πλήρους απασχόλησης. Όπως έχω τεκμηριώσει και αλλού, η Ελλάδα διαθέτει ένα μοναδικό παράθυρο ευκαιρίας να υλοποιήσει αυτή την αλλαγή1, συμβάλλοντας στην αποτελεσματική και βιώσιμη επίλυση του συνταξιοδοτικού.
1 Π.χ. Ενθέματα 1 Νοεμβρίου 2015 (https://enthemata.wordpress.com/2015/11/01/staboulis/)
Ο Γιώργος Σταμπουλής είναι καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών & Μονάδα Καινοτομίας και Επιχειρηματικότητας Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.
Πηγή: Η Αυγή