Πριν από μερικές μέρες, ο άλλοτε νηφάλιος αντιπρόεδρος της ΝΔ κ. Χατζηδάκης, σε μια νυχτερινή τηλεοπτική εκπομπή, ολοκλήρωσε το λογύδριό του λέγοντας ότι η σημερινή κυβέρνηση δεν είναι «κανονική κυβέρνηση» και ότι η «κανονικότητα» θα αποκατασταθεί με την εκδίωξή της.
Προχθές, ένας πολιτικός σχολιαστής που προσπαθεί κι αυτός να φαίνεται ψυχρός αναλυτής των δεδομένων, ο κ. Πρετεντέρης, κατέληγε στο σχόλιό του με την εκτίμηση ότι το ζητούμενο στις επόμενες εκλογές θα είναι «η επιστροφή της χώρας στην κανονικότητα και τη μεγαλόψυχη ήπια δημοκρατία που γνωρίσαμε μετά το 1974» (εδώ, βέβαια, γεννάται το ερώτημα σε ποια χώρα ζούσε ο κ. Πρετεντέρης από το ’74 και δώθε, για να μπορεί να μιλάει για ήπια και μεγαλόψυχη δημοκρατία, ξεχνώντας τη μανία με την οποία υποδέχτηκε η ΝΔ την εκλογική πτώση της και την άνοδο του ΠΑΣΟΚ, τα συνθήματα περί «απαλλαγής» από τη «χολέρα του ΠΑΣΟΚ», τα ειδικά δικαστήρια κ.λπ. κ.λπ.)
Μετά την «παρένθεση» η «κανονικότητα»
Φαίνεται πως αυτά τα περί κανονικότητας και μη, είναι το νέο φρούτο που διαδέχεται τη θεωρία περί αριστερής παρένθεσης, η οποία διαψεύστηκε από την πραγματικότητα. Δεν ξέρουμε ποιος επικοινωνιολόγος, ποιος αναλυτής ή ποιο θινκ τανκ πρότεινε αυτή τη νέα συνθηματολογία, αλλά, όποιος και να είναι ο εμπνευστής της, δεν του χρωστάνε τίποτα· καλό θα είναι να καθυστερήσουν κάπως την αμοιβή του, γιατί η ιδέα του είναι εντελώς αψυχολόγητη.
Πριν ακόμα προκληθούν οποιαδήποτε ερωτηματικά στο φιλοθεάμον κοινό περί της κανονικότητας ή μη της κυβέρνησης, ο αναπόφευκτος συνειρμός που προκαλεί το άκουσμα της «επιστροφής στην κανονικότητα», δεν είναι καθόλου συφερτικός για τα κόμματα του παλιού δικομματισμού. Το πρώτο πράγμα που σκέφτεται κάποιος, είναι ότι αυτή η «κανονικότητα» μας έφερε εδώ που βρισκόμαστε. Από την επιστροφή της, λοιπόν, τι μπορούμε να περιμένουμε;
Το δεύτερο πράγμα που έρχεται στο νου όλων, είναι το πραγματικό περιεχόμενο αυτής της «κανονικότητας», καθώς και ο βίος και η πολιτεία των διαχειριστών της: το πελατειακό κράτος, το κομματικό κράτος-φέουδο, το σπάταλο για τους δικούς του ανθρώπους σύστημα και φειδωλό ταυτόχρονα γι’ αυτούς που έχουν πραγματική ανάγκη, η κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα, οι μίζες για κάθε είδους συναλλαγή με το δημόσιο, τα αγύριστα δάνεια σε εαυτούς και αλλήλους, η μιντιοκρατία, η εχθρότητα απέναντι σε κάθε διεκδίκηση των μισθωτών, η στρέβλωση και η διάλυση του κοινωνικού κράτους, η αδυναμία των ανθρώπων της κυβέρνησης στα «αγαθά» της διαφθοράς, η νομιμοποίηση της εξαγοράς των κομμάτων από τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα… και ων ουκ έστι αριθμός. Ποιος φωστήρας, λοιπόν, τους έδωσε τη φαεινή ιδέα να μιλούν για «κανονικότητα» και για την «επιστροφή» της;
Η ιδεολογική χρήση του «λαϊκισμού»
Ίσως, όμως, να μην οφείλεται αυτή η αστοχία μόνο σε προχειρότητα και σύγχυση. Ίσως να είναι συνέπεια της θεωρίας με την οποία επιχείρησαν να δυσφημήσουν εξ αρχής τον ΣΥΡΙΖΑ ως τέκνο και τεχνουργό του «λαϊκισμού». Χρησιμοποιώντας τον όρο αυτό προσπαθούν να κάνουν δύο πράγματα ταυτόχρονα: Πρώτον, να παρουσιάσουν την άνοδό του όχι ως φαινόμενο πολιτικά προσδιορίσιμο και αιτιολογημένο (αριστερά, δεξιά, κέντρο…), αλλά ως ιδεολογικά απόβλητο· δεύτερον, να εμφανίσουν υπό τον κοινό τίτλο του «λαϊκισμού» τόσο την ενίσχυση της αριστεράς όσο και της ακροδεξιάς, σε άλλες χώρες, συμψηφίζοντας αυτές τις αντιθετικές τάσεις και θολώνοντας τα νερά όσον αφορά το πολιτικό-κοινωνικό υπόβαθρο και την αντίστοιχη στόχευση των λαϊκών κινημάτων που αμφισβητούν την κυρίαρχη πολιτική της νεοφιλελεύθερης λιτότητας (θυμάστε τη διαβόητη θεωρία των δύο άκρων).
Η άνοδος του «λαϊκισμού», λοιπόν, (προφανώς, μ’ αυτή τη στρεβλή έννοια) δεν μπορεί παρά να είναι (ή να επιδιωχθεί να είναι) ένα μη κανονικό φαινόμενο, που το πολιτικό σύστημα οφείλει να άρει επαναφέροντας τα πράγματα σε μια «κανονικότητα» ήπια και μεγαλόψυχη, που θα ‘λεγε και ο κ. Πρετεντέρης.
Έρχεται, όμως, η κακούργα η πραγματικότητα, εν προκειμένω η ιταλική πραγματικότητα, και ταρακουνάει τη συνοχή αυτής της ανοησίας περί κανονικότητας και περί απροσδιόριστων λαϊκισμών που τη χαλούν, ώσπου να επιστρέψει πάλι σε όλη της τη δόξα.
Τα πράγματα είναι πολύ πιο σύνθετα
Η πασοκοποίηση χτύπησε και τη σοσιαλδημοκρατία (Δημοκρατικό Κόμμα) της Ιταλίας. Η δεξιά διεκδικεί την κυβέρνηση. Αλλά ποια δεξιά; Η μπερλουσκονική δεξιά δεν είναι μόνη πια, είναι αγκαλιασμένη με τη ρατσιστική Λέγκα του Βορρά. Και, βέβαια, ένα εξελιγμένο πλέον Κίνημα των 5 Αστέρων, που δεν είναι πια το «κόμμα του Μπέπε Γκρίλο», αναδεικνύεται πρώτο κόμμα και δηλώνει ότι είναι έτοιμο να αναλάβει κυβερνητικές ευθύνες προκαλώντας το Δημοκρατικό Κόμμα να συνεργαστεί μαζί του, για να συγκυβερνήσουν.
Επιχειρήθηκε κι εδώ, στις ερμηνείες του εκλογικού αποτελέσματος στην Ιταλία να εφαρμοστεί το γενικευτικό και απλουστευτικό σχήμα της λαϊκιστικής επέλασης. Όμως, είναι λαϊκιστική (και όχι ακροδεξιά;) η Λέγκα και δεν είναι λαϊκιστής ο Μπερλουσκόνι; Κι αν είναι λαϊκιστικό και το Κίνημα των 5 Αστέρων, πώς να συνεργαστεί για να κυβερνήσει μαζί του το Δημοκρατικό Κόμμα; Κι αν δεν συνεργαστεί μ’ αυτό, με ποιον να συνεργαστεί; Με τον Μπερλουσκόνι ή με τη Λέγκα;
Τόσο φτενό κι αδύναμο το ερμηνευτικό σχήμα του λαϊκισμού. Αν δεν βάλεις πολιτικά πρόσημα στη χαρτογράφηση μιας πολιτικής σκηνής, η επίκληση της «επιστροφής στην κανονικότητα» θα οδηγεί πάντα, αργά ή γρήγορα, στα γνωστά αποτελέσματα που έχουν τέτοιες «κανονικότητες», δηλαδή σε κρίσεις –και τότε πολλοί θα εύχονται να είναι το αποτέλεσμα μάλλον ένας ΣΥΡΙΖΑ και όχι μια Λέγκα αλά ελληνικά. Κι αυτό γιατί, όπως ομολογεί τελικά ο Μιχ. Μητσός στα «Νέα», «η στροφή μεγάλου μέρους των ευρωπαίων πολιτών προς λαϊκιστές και ευρωσκεπτικιστές έχει αίτια και απαιτεί λύσεις. Το να λες ότι παραπλανήθηκαν, ότι κάνουν λάθος, αποτελεί μια μορφή αλαζονείας». Και υπεκφυγής με προφανή σκοπιμότητα, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε.
Χαράλαμπος Γεωργούλας