Το έργο του Enzo Traverso για το επαναστατικό φαινόμενο από τη Γαλλική Επανάσταση ως την πτώση του κομμουνιστικού μπλοκ έχει τις αρετές των αντίστοιχων έργων του Hobsbawm. Είναι ένα μεγαλειώδες πανόραμα των νεoτερικών επαναστάσεων, κυρίως των κοινωνικών, πλούσιο σε οξυδερκείς παρατηρήσεις, τις οποίες προσφέρει η συγκριτική διάσταση της μελέτης. Πρόκειται για ένα απολαυστικό ανάγνωσμα, οργανωμένο θεματικά και όχι χρονολογικά, που επιτρέπει στη σκέψη να εστιάζει στο εκάστοτε θέμα και ταυτόχρονα να ταξιδεύει στον χώρο και στον χρόνο όπου βρίσκονται τα τεκμήρια. Διανθισμένο τόσο με κινηματογραφικές και λογοτεχνικές αναφορές όσο και με φωτογραφίες, αποτελεί αναμφίβολα μια πολύ καλή αναγνωστική επιλογή για τις αναστοχαστικές διακοπές που έχουμε ανάγκη αυτή την περίοδο.
Θα αναφέρω ενδεικτικά μερικά από τα στοιχεία του συγκεκριμένου έργου που, κατά τη γνώμη μου, μπορούν να αποτελέσουν αφετηρίες αναστοχασμού.
Στην Εισαγωγή αξιοπρόσεκτες είναι η αντιφατική μαρξική ερμηνεία των επαναστάσεων, πότε ως προϊόν ντετερμινισμού και πότε ως αποτέλεσμα βολονταρισμού, η ένταση μεταξύ εξέγερσης και επανάστασης που ταυτόχρονα αλληλοενισχύονται και αλληλοπεριορίζονται, καθώς και η αντινομική σχέση της βίας με την απελευθέρωση. Καλούμαστε να αναγνωρίσουμε την αντιφατικότητα των αναλύσεών μας και την αντινομικότητα των πολιτικών μας εγχειρημάτων.
Στο πρώτο κεφάλαιο, οι επαναστάσεις εξετάζονται ως «ατμομηχανές της ιστορίας». Εκεί αναλύεται η σχέση του επαναστατικού φαινομένου με τις τεχνολογικές δυνατότητες της εποχής τους, και συγκεκριμένα με την επέκταση των σιδηροδρόμων. Μας δίνει, θεωρώ, το έναυσμα να σκεφτούμε τη συσχέτιση της ψηφιακής εποχής με την «επανάσταση του 21ου αιώνα».
Στο δεύτερο κεφάλαιο, εξετάζεται η σχέση της επανάστασης με τα σώματα, τα φυσικά και τα συμβολικά. Ποιο είναι το κυρίαρχο σώμα; Ο λαός ή οι αντιπρόσωποί του; Τι αξία έχει η επανάσταση αν δεν απελευθερώνει τα σώματα των γυναικών ή των υποτελών τάξεων; Ποια είναι η μοίρα των σωμάτων μιας πετυχημένης επανάστασης; Ο ηδονισμός της Κολοντάι ή ο ασκητικός παραγωγισμός του Γκράμσι; Σε εμάς εναπόκειται να αποφασίσουμε.
Στο τρίτο κεφάλαιο, ο Enzo Traverso αναφέρεται στη σημασία που έχουν οι έννοιες, τα σύμβολα και οι τόποι μνήμης, θυμίζοντάς μας τη μάχη που κάθε φορά δίνεται για τη διαμόρφωση της εικόνας της επανάστασης, καθώς και του φαντασιακού των ανθρώπων. Η Βαστίλη, το οδόφραγμα, η έφοδος στα χειμερινά ανάκτορα στοίχειωσαν τη φαντασία γενεών επαναστατών, ενώ πίνακες ζωγραφικής και ταινίες προσπάθησαν να μεταφέρουν το επαναστατικό μήνυμα στο ευρύ κοινό. Η μάχη, λοιπόν, έχει ξεκινήσει πριν τη σύγκρουση και συνεχίζεται και μετά από αυτήν.
Στο τέταρτο, και πιο συγκλονιστικό κεφάλαιο, ο συγγραφέας καταπιάνεται με τους διανοουμένους, τους μποέμ, τους ντεκλασέ, τους παρίες. Αφού παρελάσουν διαφορετικοί τύποι διανοουμένων, στο τέλος διαμορφώνεται ένας ιδεότυπος με τα εξής χαρακτηριστικά: ιδεολογική στράτευση, ουτοπισμός, ηθική στράτευση, μποέμικη περιθωριακότητα, κινητικότητα, κοσμοπολιτισμός. Στην εποχή που ζούμε, όμως, η πληθώρα των απόψεων ίσως δεν μας επιτρέπει να ξεχωρίσουμε τους διανοουμένους από τους απλώς δημοσιολογούντες. Ας κρατήσουμε, πάντως, την εξής παρατήρηση του Enzo Traverso για τους διανοουμένους παρίες: «Παρατηρούσαν τον κόσμο από τα περιθώρια, ξεφεύγοντας έτσι από τις πολιτισμικές, πολιτικές, νοητικές, ακόμα και ψυχολογικές προκαταλήψεις των χωρών στις οποίες ζούσαν». Όπως έκαναν και οι Εβραίοι άθεοι διανοούμενοι επαναστάτες, που ήταν δυο φορές ξένοι και αναζητούσαν μια νέα πατρίδα, γη για να πατήσουν. Η ανεξαρτησία του πνεύματος είναι και στις μέρες μας η μεγαλύτερη αρετή του διανοουμένου. Εννοώ και του στρατευμένου.
Στο πέμπτο κεφάλαιο, ο αναγνώστης και η αναγνώστρια έρχεται μπροστά σε ένα μείζον πρόβλημα της χειραφετητικής πολιτικής: την ένταση μεταξύ ελευθερίας και απελευθέρωσης. Μεγάλοι διανοητές, όπως η Χάνα Άρεντ και ο Μισέλ Φουκώ, πήραν αποστάσεις από τα εγχειρήματα και την έννοια της απελευθέρωσης, θέλοντας να προστατέψουν την ιδέα της ελευθερίας. Με τη σειρά μας, πρέπει να αναστοχαστούμε τόσο πάνω στις εμπειρίες όπου η ανάγκη απελευθέρωσης κατάπιε τελικά την ελευθερία όσο και πάνω στις περιπτώσεις όπου η προσήλωση στην ελευθερία οδήγησε σε αποτυχία μεγάλα εγχειρήματα απελευθέρωσης. Ακόμα και αν ηχεί στα αυτιά μας η φράση της Ρόζας Λούξεμπουργκ, σύμφωνα με την οποία η προλεταριακή δημοκρατία «συνίσταται στον τρόπο εφαρμογής της δημοκρατίας, όχι στην κατάργησή της» και η ελευθερία «είναι πάντα ελευθερία για εκείνον που σκέφτεται διαφορετικά», η εφαρμογή αυτών των αρχών εναπόκειται στο δημιουργικό μας πνεύμα. Όπως άλλωστε και ο τρόπος με τον οποίο θα εφαρμόσουμε τη μαρξική ιδέα περί απελευθέρωσης του χρόνου μας μέσω της ανάπτυξης της παραγωγικότητας.
Στο έκτο και τελευταίο κεφάλαιο, έχουμε την ευκαιρία να σκεφτούμε την κομμουνιστική ουτοπία στις ιστορικές της διαστάσεις, ως επανάσταση, ως καθεστώς, ως αντιαποικιοκρατία, ως μορφή σοσιαλδημοκρατίας. Και στη συνέχεια να προβληματιστούμε πάνω στην ακροτελεύτια παρατήρηση του Enzo Traverso: «Οι εμπειρίες των κινημάτων της “εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης”, της Αραβικής Άνοιξης, του Occupy Wall Street, των Ισπανών Indignados, του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, των Nuit debout και των gilet jaunes στη Γαλλία, των φεμινιστικών και των ΛΟΑΤΚΙ κινημάτων, του Black Lives Matter, είναι βήματα προς την οικοδόμηση ενός νέου επαναστατικού φαντασιακού, ασυνεχούς, δημιουργικού, θρεμμένου από μνήμη, αλλά ταυτόχρονα αποκομμένου από την ιστορία του 20ού αιώνα και δίχως μια κληρονομιά που να μπορεί να χρησιμοποιηθεί».
Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης και ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.