Συνεντεύξεις

Έντσο Τραβέρσο: Δεν υπάρχει μέλλον χωρίς την επεξεργασία του παρελθόντος

Ο Έντσο Τραβέρσο είναι ένας διακεκριμένος, αριστερός ιστορικός, πολυμεταφρασμένος και στην Ελλάδα, με σπουδαίο έργο σε μια σειρά κρίσιμων θεμάτων: τον ναζισμό και τον φασισμό, το εβραϊκό ζήτημα και το Ολοκαύτωμα, τα σύνορα και τη μετανάστευση κλπ. Πρόσφατα, έδωσε συνέντευξη στους Νίκολας Άλλεν και Μαρτίν Mοσκέρα που δημοσιεύτηκε στην ισπανική ηλεκτρονική έκδοση του περιοδικού Jacobin, στις 5 Οκτωβρίου 2021, με τίτλο «No hay futuro sin elaboración del pasado» [Δεν υπάρχει μέλλον χωρίς την επεξεργασία του παρελθόντος]. Λόγω του μεγάλου ενδιαφέροντος που παρουσιάζουν όσα είπε, αποφασίσαμε να δημοσιεύσουμε όλη τη συνέντευξη, μεταφρασμένη από τον Δημήτρη Γκιβίση ο οποίος και την ανακάλυψε, σε δύο συνέχειες.
Στο σημερινό πρώτο μέρος ο Τραβέρσο, ανατρέχοντας στο παρελθόν, υποστηρίζει ότι σήμερα γεννιέται στην Ευρώπη, αλλά και σε όλο τον κόσμο, μια νέα Αριστερά υπό μορφή κινήματος. Αυτό το κίνημα φαίνεται ότι ξεπερνά το δίλημμα που έθετε από τη δεκαετία του 1980 ο Χάμπερμας της επιλογής μεταξύ ενός μεταεθνικού, νεοφιλελεύθερου κοσμοπολιτισμού που στηρίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα, και ενός εθνοκεντρισμού που υπερασπίζεται τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα και φλερτάρει με το κλείσιμο των συνόρων στους μετανάστες. Ο Τραβέρσο αναφέρεται επίσης στο ζήτημα της εθνικής και της λαϊκής κυριαρχίας, καθώς και στο κατά την δική του ορολογία «μεταφασιστικό» φαινόμενο, το οποίο αποδίδει στην επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού και την αδυναμία της Αριστεράς να το αντιμετωπίσει.
Χ. Γο.
Πριν από μερικά χρόνια, ο Ετιέν Μπαλμπάρ έγραψε ότι η ευρωπαϊκή σοσιαλιστική παράδοση χωρίζεται σε δύο τάσεις. Μία κοσμοπολίτικη, προσανατολισμένη στην επέκταση της ιθαγένειας ή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων πέρα ​​από τα εθνικά σύνορα, που εκπροσωπείται διανοητικά από τον Χάμπερμας, και μια άλλη επικεντρωμένη στην υπεράσπιση των υπολειμμάτων του κράτους πρόνοιας που συνήθως υποδηλώνει την υπεράσπιση του έθνους, η οποία ενέχει τον κίνδυνο να οδηγήσει σε «κοκκινο-φαιούς» προσανατολισμούς (δηλαδή, είναι υπέρ της εθνικής προτίμησης, των περιορισμών στην είσοδο μεταναστών κλπ.). Οι δυσκολίες που αντιμετώπισε ο Κόρμπιν με το Brexit θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως επιβεβαίωση αυτής της υπόθεσης. Συμφωνείς με την άποψη του Μπαλιμπάρ;
Δεν συμφωνώ απόλυτα με αυτό που είπε ο Μπαλιμπάρ. Σίγουρα, αναδεικνύει ορισμένα στοιχεία που υπάρχουν ιδιαίτερα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, αλλά μου φαίνεται ότι είναι στοιχεία που αφορούν διαφορετικές από τη σημερινή ιστορικές και πολιτικές ακολουθίες. Η μετα-εθνική προσέγγιση του Χάμπερμας εμφανίστηκε τη δεκαετία του 1980, πριν από την επανένωση της Γερμανίας, με την ιδέα μιας μετα-εθνικής γερμανικής ταυτότητας, προκειμένου να ξεπεραστεί και να ενσωματωθεί η μνήμη του Ολοκαυτώματος. Αργότερα, στη δεκαετία του 1990, ο Χάμπερμας ανέπτυξε την ιδέα του για το μετα-εθνικό σε ένα πλαίσιο στο οποίο η ευρωπαϊκή Αριστερά αναζητούσε μια νέα ταυτότητα, ξεκινώντας από την υπόθεση ότι το κοινωνικό ζήτημα επιλύθηκε ή ότι αυτό ήταν κληρονομιά του 20ου αιώνα, και ότι τον 21ο αιώνα η αναγέννηση της Αριστεράς θα μπορούσε να γίνει μόνο μέσα από αιτήματα που επικεντρώνονται στα ανθρώπινα και μειονοτικά δικαιώματα, όπως ο γάμος των ομοφυλοφίλων. Η χαμπερμασιανή θεωρία, βασισμένη σε ένα επικοινωνιακό παράδειγμα, εναλλακτικό προς αυτό των κοινωνικών τάξεων, προσπάθησε να παρασύρει τμήματα της Αριστεράς σε αναζήτηση νέων μοντέλων, διευκολύνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο τη μετάβαση σε μια νέα φιλελεύθερη Αριστερά. Αυτό είναι ένα σκεπτικό χαρακτηριστικό της δεκαετίας του 1990. Θυμάμαι το ίδρυμα Ζαν Ζωρές, το think tank του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, το οποίο υποστήριζε τότε ότι το μέλλον της Αριστεράς ήταν η οικολογία, οι μεσαίες τάξεις και τα νέα τους αιτήματα, και ότι έπρεπε να ξεπεραστούν οι περιορισμοί του κράτους πρόνοιας. Στην Ιταλία το PDS (Δημοκρατικό Κόμμα της Αριστεράς) οργάνωσε ένα συνέδριο με τίτλο «Φροντίδα», το οποίο κανείς από τους συνέδρους του δεν κατάλαβε γιατί έγινε: μια απελπισμένη προσπάθεια να καλύψει ένα φρικτό κενό. Αλλά αυτή η συζήτηση, κατά τη γνώμη μου, έχει εξαντληθεί, ιδιαίτερα μετά την γνωστή νεοφιλελεύθερη στροφή της Αριστεράς τη δεκαετία του ’90, όταν η Γερμανία και η Αγγλία ήταν το εργαστήριο όπου δοκιμάστηκε για πρώτη φορά η εφαρμογή της. Ο Σρέντερ και ο Μπλερ ήταν η αρχή της νεοφιλελεύθερης μεταμόρφωσης της σοσιαλδημοκρατίας.
Μετά την κρίση του 2008-2009 επικράτησε, εντός και εκτός Ευρώπης, η πεποίθηση ότι η Αριστερά έπρεπε να επανασυνδέσει τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα δικαιώματα των μειονοτήτων, και τις πολιτιστικές και οικολογικές απαιτήσεις με την υπεράσπιση των κοινωνικών δικαιωμάτων που πλήττονταν σκληρά από τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό. Αυτό που συνέβη με την κρίση του COVID-19 και το επακόλουθο αντιρατσιστικό ξέσπασμα, πρώτα στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη συνέχεια σε παγκόσμια κλίμακα, δείχνει κατά την γνώμη μου αυτήν ακριβώς την αλλαγή πορείας. Το κίνημα αναδείχτηκε ως αντιρατσιστικό κίνημα, και αυτό συνέβη στο πλαίσιο της κρίσης του COVID-19, μιας κρίσης που πλήττει κυρίως τις εθνικές μειονότητες οι οποίες ανήκουν στα φτωχότερα και πιο ευάλωτα κοινωνικά στρώματα. Αυτά τα χαρακτηριστικά του νέου κινήματος εμφανίζονται και σε πολλές άλλες χώρες. Να δώσω ένα παράδειγμα από τη Λατινική Αμερική: στην Χιλή, το Mapuche Lives Matter [Η ζωή των Μαπούτσε έχει αξία] δεν αφορά τα αστικά, ευκατάστατα τμήματα των νέων μεσαίων τάξεων. Επίσης, στην Ιταλία το αντιρατσιστικό κίνημα οδηγείται από παράτυπους μετανάστες, κυρίως Αφρικανούς. Αυτά τα κινήματα θέτουν και το θέμα της ιθαγένειας και το οικονομικό πρόβλημα της υπεράσπισης των δικαιωμάτων, του βασικού μισθού κλπ. Στην Γαλλία, μετά τα Κίτρινα Γιλέκα και το κίνημα κατά της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης, έχει αναπτυχθεί ένα πολύ ισχυρό αντιρατσιστικό κίνημα, που δεν εκπορεύεται από τα εύπορα αστικά κέντρα αλλά από τις περιφέρειες και τις μειονότητες μεταναστευτικής καταγωγής. Μου φαίνεται λοιπόν, ότι η προαναφερθείσα άποψη του Μπαλιμπάρ περί δύο διαφορετικών τάσεων στην Αριστερά δεν ισχύει πλέον. Κάτι άλλαξε. Το σίγουρο είναι ότι αναζητείται μια νέα λύση, και μια νέα σύνδεση της υπεράσπισης των οικονομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων με τις οικολογικές απαιτήσεις, αλλά και τα δικαιώματα των μειονοτήτων. Και αυτή η αναζήτηση απορρίπτει εντελώς του παλιούς πολιτικούς μηχανισμούς. Στην Ευρώπη πρόκειται για κινήματα που δεν εκφράζονται από αυτούς, αλλά μάλλον αναζητούν, με μεγάλες δυσκολίες, μια νέα διέξοδο. Στις Ηνωμένες Πολιτείες το πλαίσιο είναι διαφορετικό, γιατί αν και αυτό το κίνημα εμφανίστηκε μετά την ήττα του Σάντερς στις προκριματικές εκλογές των Δημοκρατικών, συνέπεσε με την εκλογή αριστερών υποψηφίων σε άλλες προκριματικές εκλογές σε τοπικό επίπεδο. Σε κάθε περίπτωση, η άποψη του Μπαλιμπάρ πρέπει να επικαιροποιηθεί.
Επιπλέον, η πρόταση του Χάμπερμας είναι μια φιλελεύθερη πρόταση. Ο Χάμπερμας λέει: «Ως Γερμανοί, δεν έχουμε το δικαίωμα να διεκδικήσουμε τη συνέχεια με την εθνική ιστορία της Γερμανίας, πρέπει να ξανασκεφτούμε την ταυτότητά μας με κοσμοπολίτικους όρους, ενσωματώνοντας τη μνήμη του Ολοκαυτώματος. Το μέλλον της Γερμανίας βρίσκεται στη Δύση». Αυτή είναι η ιδέα του Verfassungspatriotismus, του συνταγματικού πατριωτισμού, που συνεπάγεται την πλήρη ενσωμάτωση της Γερμανίας στο ατλαντικό οικοδόμημα, δηλαδή το οικοδόμημα της φιλελεύθερης δημοκρατίας και της οικονομίας της αγοράς. Η Αριστερά πρέπει να πάρει ένα μάθημα από τον Χάμπερμας: οφείλουμε να επεξεργαστούμε το παρελθόν, δεν υπάρχει μέλλον χωρίς την επεξεργασία του παρελθόντος. Αλλά δεν νομίζω ότι η Αριστερά του 21ου αιώνα μπορεί να χτιστεί πάνω στα θεμέλια του χαμπερμασιανισμού.
Δεν υπήρξε μια περίοδος μετά την κρίση του 2008, όπου η αμερικανική και η ευρωπαϊκή Αριστερά (Σάντερς, Κόρμπιν και Μελανσόν, για παράδειγμα) ήταν μάλλον προκατειλημμένη υπέρ του «κοινωνικού ζητήματος», παραμελώντας θέματα όπως το εθνικό ζήτημα, τη φυλή, το φεμινισμό, την μετανάστευση, και τις μειονότητες;
Υπάρχει μια πολύ μεγάλη ασάφεια σε αυτό το θέμα, και πιστεύω ότι η Αριστερά πληρώνει ένα πολύ υψηλό τίμημα για την αδυναμία της να προσφέρει έναν εναλλακτικό λόγο απέναντι σε αυτόν της Δεξιάς και της Ακροδεξιάς στο ζήτημα της εθνικής κυριαρχίας. Όταν σήμερα μιλάμε για κυριαρχία, εννοούμε σχεδόν αυτόματα την εθνική κυριαρχία. Σαν να μην υπάρχει άλλος τρόπος να οριστεί η κυριαρχία. Εάν δεν είμαστε σε θέση να μειώσουμε αυτήν την ασάφεια και να διευκρινίσουμε τις απόψεις μας για το συγκεκριμένο ζήτημα, τότε δεν θα μπορέσουμε να απαντήσουμε στο λόγο της Ακροδεξιάς. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει δημοκρατία χωρίς κυριαρχία. Αυτή είναι μια βασική αρχή της πολιτικής θεωρίας και της πολιτικής εμπειρίας. Για να είναι αυθεντική μια δημοκρατία, πρέπει να υπάρχει αυτοχειραφέτηση. Και αυτοχειραφέτηση σημαίνει να έχουμε την ικανότητα να σχεδιάζουμε, να ελέγχουμε, να ασκούμε διαχείριση, πράγμα που συνεπάγεται επίσης την οριοθέτηση μιας σφαίρας στην οποία θα είμαστε σε θέση να παίρνουμε αποφάσεις, αναλαμβάνοντας το πεπρωμένο μας και σχεδιάζοντας το μέλλον μας. Εάν η κυριαρχία ορίζεται ως εθνική κυριαρχία, τότε νομιμοποιείται μια συζήτηση σύμφωνα με την οποία «πρέπει να επιστρέψουμε στο εθνικό νόμισμα», «πρέπει να κλείσουμε τα σύνορα», «πρέπει να διώξουμε τους μετανάστες», «πρέπει να οριοθετήσουμε την κυρίαρχη κοινότητα με εθνοτικούς, φυλετικούς, θρησκευτικούς, εθνικούς, πολιτιστικούς όρους». Με αυτόν τον τρόπο είμαστε αιχμάλωτοι μιας συζήτησης που είναι εντελώς αντίθετη από αυτό που είναι η ταυτότητα της Αριστεράς.
Αλλά, από την άλλη πλευρά, η απόρριψη της εθνικής κυριαρχίας με την υιοθέτηση μιας κοσμοπολίτικης στάσης, και η ακύρωση της ίδιας της έννοιας της κυριαρχίας είναι επίσης λάθος. Αν γινόταν, για παράδειγμα, ένα δημοψήφισμα που θα αποφάσιζε ότι το νερό είναι δημόσια περιουσία, αυτό θα σήμαινε και τη λήψη αποφάσεων σχετικά με τον τρόπο διανομής του, τον τρόπο καθαρισμού του, και το ποιος το διαχειρίζεται. Αυτή είναι μια κυριαρχία που πρέπει να οριοθετηθεί. Κυριαρχία δεν σημαίνει επιστροφή στις εθνικές ταυτότητες ενάντια στην Ευρώπη. Αντίθετα, μπορούμε να υποστηρίξουμε την ανάγκη να υπάρχει λαϊκή κυριαρχία στην Ευρώπη, μια κατάσταση εντελώς αντίθετη με εκείνη της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως λειτουργεί σήμερα. Το ζήτημα της δημοκρατικής λαϊκής κυριαρχίας μου φαίνεται ότι είναι ένα θεμελιώδες ζήτημα, το οποίο πρέπει να αντιταχθεί στο λόγο της εθνικής κυριαρχίας και των νέων εθνικισμών.
Σήμερα, στο χώρο της Αριστεράς υπάρχει ένας πολύ εξελιγμένος λόγος από θεωρητική-διανοητική άποψη, ο οποίος έχει μια αναρχική διάσταση: ο λόγος για την απορριπτική δύναμη. Σύμφωνα με αυτόν, χειραφέτηση σημαίνει ήττα και εξαφάνιση της εξουσίας. Η χειραφέτηση εκλαμβάνεται λοιπόν ως κίνημα ενάντια σε κάθε είδους κυριαρχία. Είμαι πολύ δύσπιστος απέναντι σ’ αυτήν την άποψη. Φυσικά, κάθε επαναστατικό κίνημα ή κίνημα αλλαγής έχει μια ριζοσπαστική δυναμική, αλλά αν δεν περιλαμβάνει επίσης μια νέα συστατική δύναμη, εξαντλείται και εξαφανίζεται. Αυτό φάνηκε από τη εξέλιξη, για παράδειγμα, των αραβικών επαναστάσεων. Στην Ευρώπη, η έννοια της κυριαρχίας που πρέπει να υιοθετήσουμε είναι υπερεθνική. Αυτό το ζήτημα δεν εμφανίζεται για πρώτη φορά, υπάρχει μια πολύ παλιά συζήτηση για τη διάκριση μεταξύ πατρίδας και έθνους. Υπάρχει μια παράδοση πολιτικού ρεπουμπλικανισμού, ή πολιτικού πατριωτισμού, που μπορεί να ανακτηθεί. Και από αυτή την άποψη, η πατρίδα δεν είναι καθόλου ασύμβατη με μια ανοιχτή και υπερεθνική κοσμοπολίτικη προσέγγιση. Στη γαλλική περίπτωση, είναι σαφές ότι ο Μελανσόν και η Ανυπότακτη Γαλλία είναι κληρονόμοι μιας παράδοσης εθνικού ρεπουμπλικανισμού που ταύτιζε πάντα την πατρίδα με το έθνος (τον κληρονόμο της Γαλλικής Επανάστασης και, ως εκ τούτου, τον φορέα μιας παγκόσμιας αποστολής). Στη ρίζα της, η πατρίδα είναι η γαλλική, και εκεί βρίσκεται η προέλευση όλων των καταστροφών της γαλλικής Αριστεράς σε σχέση με την αποικιοκρατία, το αντιρατσιστικό κίνημα, και το ζήτημα της μετανάστευσης.
Έχεις ορίσει τον «μεταφασισμό» ως μια έννοια μετασχηματισμού, η οποία περιγράφει ένα πολιτικό φαινόμενο που δεν έχει ακόμη αποκρυσταλλωθεί πλήρως. Αυτός ο ασταθής χαρακτήρας του μας επιτρέπει να προβάλουμε τόσο την πιθανότητα ότι η Ακροδεξιά θα εξελιχθεί προς πιο μετριοπαθείς θέσεις, που θα την μετατρέψουν σε μια απλώς σκληρότερη εκδοχή της παραδοσιακής Δεξιάς, όσο και τον κίνδυνο ότι μεγάλα γεγονότα ή μια νέα κρίση θα ενισχύσουν τη νεοφασιστική ριζοσπαστικοποίηση. Ο ισχυρός κρατικός παρεμβατισμός πυροδότησε μια ολόκληρη σειρά συζητήσεων σχετικά με την πιθανότητα ενός άλματος προς πιο αυταρχικά πολιτικά καθεστώτα, ωστόσο, ταυτόχρονα, βλέπουμε ότι τα ακροδεξιά φαινόμενα δεν αποδεικνύονται ικανά να αντιμετωπίζουν επιτυχώς την κρίση (Τραμπ, Μπολσονάρο, Λεπέν). Πως βλέπεις τη σχέση μεταξύ της Ακροδεξιάς και της νέας παγκόσμιας κρίσης;
Πιστεύω ότι η ερώτηση είναι ουσιαστική, αλλά η κρίση δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί ώστε να μπορούμε να δώσουμε μια απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα. Μέχρι στιγμής, θα έλεγα ότι η Ακροδεξιά δεν έχει ωφεληθεί από την κρίση. Η Ακροδεξιά στην εξουσία, για παράδειγμα στη Βραζιλία, αντιμετωπίζει μεγάλες δυσκολίες, ενώ το ίδιο συνέβη με τον Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες. Και η Ακροδεξιά στην αντιπολίτευση δεν εκμεταλλεύτηκε τις κρίσεις, ήταν πολύ περιθωριοποιημένη. Στην Ιταλία, στην οποία υπάρχει μια ισχυρή Ακροδεξιά που στην αρχή της κρίσης ήταν ηγεμονική, ο Σαλβίνι της Λέγκα του Βορά, εξαφανίστηκε μετά το ξέσπασμα της κρίσης. Όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η επιρροή του συνεχίζει να μειώνεται. Η κρίση ως παγκόσμιο φαινόμενο ριζώνει την συνειδητοποίηση ότι δεν είναι δυνατό να βγούμε από αυτήν μέσω εθνικών λύσεων, αλλά μόνο σε παγκόσμια κλίμακα. Πολλοί ψηφοφόροι του Σαλβίνι χειροκρότησαν τους κουβανούς, κινέζους και αλβανούς γιατρούς που ήρθαν στην Ιταλία για να βοηθήσουν στα νοσοκομεία. Ήταν μια λαϊκή αντίδραση, προοδευτική και υγιής. Ο ξενοφοβικός λόγος της Ακροδεξιάς δεν κατάφερε να επικρατήσει. Δεν λέω ότι αυτό είναι ένα παγιωμένο εύρημα. Μπορεί σε έξι μήνες, με την εμβάθυνση της κρίσης, η Ακροδεξιά να αναδυθεί πάλι με έναν πολύ έντονο ξενοφοβικό λόγο. Όμως, αυτό δεν συμβαίνει τώρα. Για παράδειγμα, στην Γαλλία τους τελευταίους μήνες η Λεπέν εμβάθυνε την ιδεολογική και πολιτιστική της αλλαγή εισάγοντας μια οικολογική συνιστώσα στο λόγο της. Όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το προφίλ των ακροδεξιών ψηφοφόρων είναι το πιο αντιοικολογικό που μπορεί να φανταστεί κανείς. Λοιπόν, αυτή η αλλαγή δείχνει κάτι. Αν αναλύσουμε τη μεγάλη διάρκεια εμφάνισης της νέας ριζοσπαστικής Δεξιάς, την οποία ονομάζω μεταφασιστική, πιστεύω ότι η ρίζα αυτού του φαινομένου είναι ο νεοφιλελευθερισμός και η αδυναμία της Αριστεράς να αντιμετωπίσει τις κοινωνικές ανισότητες που αυτός δημιουργεί. Συν το γεγονός ότι η Αριστερά συνόδευσε την εγκαθίδρυση του νεοφιλελευθερισμού, ενώ η Ακροδεξιά οικοδομήθηκε ως αντιπολιτευτική δύναμη. Ο καπιταλισμός μπορεί να συνυπάρχει με οποιοδήποτε πολιτικό καθεστώς, είτε με τη Λεπέν, είτε με τον Τραμπ, είτε με το Κινέζικο Κομμουνιστικό Κόμμα. Τα φορολογικά δώρα του Τραμπ στις μεγάλες τράπεζες και τις χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις ήταν τόσο μεγάλα που αυτές συνέχιζαν να τον στηρίζουν. Το μεγάλο κεφάλαιο, το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, οι νεοφιλελεύθερες ελίτ δεν ταυτίζονται με την Ακροδεξιά, αλλά την αποδέχονται ως μια απολύτως αποδεκτή λύση. Στην εποχή του Μεσοπολέμου υπήρχαν εθνικιστικές αστικές τάξεις και ένα αντιφασιστικό εργατικό κίνημα. Σήμερα υπάρχουν κοσμοπολίτικες νεοφιλελεύθερες ελίτ και λαϊκά στρώματα που παρασύρονται από τον εθνικιστικό λόγο. Η επιλογή των ελίτ δεν είναι η Ακροδεξιά. Με αυτή την έννοια, επιστρέφουμε στα χρόνια του Μεσοπολέμου όπου, εκτός της Ιταλίας, η επιλογή των κυρίαρχων ελίτ δεν ήταν o φασισμός. Μόνο μετά το 1930 οι βιομηχανικές και οικονομικές ελίτ υποστήριξαν τον φασισμό. Με άλλα λόγια, η κατάσταση εξελίσσεται και είναι πολύ νωρίς για να προβλέψουμε ποιο θα είναι το τελικό αποτέλεσμα της κρίσης.

Μετάφραση: Δημήτρης Γκιβίσης

Νίκολας Άλλεν, Μαρτίν Mοσκέρα

Πηγή: Η Εποχή