Διανύουμε την περίοδο της πανδημίας όπου όλοι προσπαθούν να αξιοποιήσουν τους διαθέσιμους πόρους για τη διάσωση της ίδιας μας της ζωής, για την επιβίωση της κοινωνίας και τη συγκράτηση της οικονομίας. Ωστόσο στη χώρα μας δείχνουμε να υποτιμούμε τα εργαλεία που έχουμε για ένα συμμετοχικό και αειφόρο μέλλον, όπως αυτό των ενεργειακών κοινοτήτων στον τομέα της ενέργειας. Πρόκειται για ένα εργαλείο σχετικά καινούριο, αν αναλογιστεί κανείς ότι στο ελληνικό δίκαιο εισήχθη μόλις το 2018, αλλά ταυτόχρονα και αρκετά παλιό δεδομένου ότι στη Γερμανία αμέσως μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο η αναγκαία ηλεκτρική ενέργεια στις αγροτικές και απομακρυσμένες περιοχές της χώρας εξασφαλιζόταν μέσω των χιλιάδων συνεταιρισμών ενέργειας.
Η εξέλιξη των ενεργειακών κοινοτήτων σε όλη την Ευρώπη αποδεικνύει ότι αποτελούν πλέον ένα σημαντικό «παίκτη» στο ενεργειακό τοπίο. Στη Γερμανία στις αρχές του 2019 869 ενεργειακές κοινότητες αριθμούσαν 183.0000 μέλη, είχαν επενδύσεις €2,7δις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ), κατείχαν περίπου το 31,5% της συνολικά εγκατεστημένης ισχύος ΑΠΕ και πέρα από την παραγωγή, διανομή και προμήθεια ενέργειας επεκτείνονταν και στη λειτουργία και κατοχή δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας. Στη Δανία τα αιολικά αναπτύχθηκαν παράλληλα με τους ενεργειακούς συνεταιρισμούς αποδεικνύοντας ότι η κοινωνική συμμετοχή μπορεί να συμβαδίσει και να ενισχύσει την καινοτομία και τη στροφή στις ΑΠΕ. Η βελγική Ecopower, ένας ενεργειακός συνεταιρισμός ενεργός από τη δεκαετία του 1990, αριθμεί σήμερα 57.000 μέλη, έχει μερίδιο 1,5% στην αγορά, ενώ μέσω στοχευμένων δράσεων ενεργειακής αποδοτικότητας έχει συνεισφέρει στα μέλη της εξοικονόμηση ηλεκτρικής ενέργειας έως και 50% τα τελευταία 10 χρόνια. Στην Ολλανδία από το 2019 υφίσταται ξεχωριστή δημόσια χρηματοδότηση για τη στήριξη των ενεργειακών κοινοτήτων, τη στιγμή που η ολλανδική κλιματική πολιτική θέτει ως μη δεσμευτικό στόχο την κάλυψη τουλάχιστον του 50% των νέων αιολικών και φωτοβολταϊκών έργων από ενεργειακές κοινότητες.
Στην περίοδο λοιπόν που η Ευρώπη διαμορφώνει τη νέα αναπτυξιακή της στρατηγική, την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία και εντάσσει την κλιματική ουδετερότητα στο επίκεντρο των πολιτικών της, ακόμα και στη μετά-κορωναϊό εποχή, οι ενεργειακές κοινότητες έρχονται να συμπληρώσουν την εργαλειοθήκη για την ενεργειακή μετάβαση. Μια μετάβαση από τα ασύμφορα πλέον ορυκτά καύσιμα στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Μια μετάβαση που όλοι επισημαίνουν σε διάφορους τόνους ότι πρέπει να είναι δίκαιη και να μην αφήνει κανέναν πίσω. Καθοριστικής σημασίας για να συμβεί όμως αυτό είναι η συμμετοχή της κοινωνίας, η οποία στον ενεργειακό τομέα εξασφαλίζεται μέσω των ενεργειακών κοινοτήτων.
Για την Ελλάδα που διαχρονικά υπήρξε η τρίτη λιγνιτοπαραγωγός χώρα στην ΕΕ και έχει δεσμευτεί για μια εμπροσθοβαρή απολιγνιτοποίηση, ουσιαστικά ως το 2023, οι ενεργειακές κοινότητες μπορούν να είναι ο παράγοντας που θα συμβάλλει ώστε η μετάβαση να είναι πραγματικά δίκαιη και προς όφελος των πολιτών.
Το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο δίνει αρκετές δυνατότητες σε αυτή την κατεύθυνση. Το πακέτο της ΕΕ «Καθαρή Ενέργεια για όλους του Ευρωπαίους» ενισχύει την ανάπτυξη των ΑΠΕ παρέχοντας κίνητρα για τη χρήση τους σε επίπεδο τοπικών ενεργειακών κοινοτήτων και παροτρύνει τους ευρωπαίους πολίτες να γίνουν οι ίδιοι παραγωγοί της καθαρής ενέργειας που θα καταναλώνουν. Σε εθνικό επίπεδο, οι ενεργειακές κοινότητες περιλαμβάνονται με σαφήνεια στα προτεινόμενα μέτρα πολιτικής για την προώθηση των ΑΠΕ στον Εθνικό Σχεδιασμό για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), ενώ ο νόμος 4513/2018 αποτελεί ένα ευέλικτο και προωθητικό πλαίσιο για τη σύσταση και λειτουργία τους.
Μέχρι στιγμής όμως αυτά φαίνεται να μην έχουν αξιοποιηθεί επαρκώς. Το τοπίο των ενεργειακών κοινοτήτων στην Ελλάδα είναι θολό, με μικρό αριθμό δραστήριων ενεργειακών κοινοτήτων και ελάχιστα μέχρι στιγμής αποτελέσματα ως προς την παραγωγή ενέργειας.
Είναι λοιπόν η στιγμή που τοπικές κοινωνίες, τοπική αυτοδιοίκηση και πολιτεία πρέπει να ενεργοποιηθούν για την ανάπτυξη ενεργειακών κοινοτήτων. Από την πλευρά της η πολιτεία πρέπει να δώσει πραγματικά κίνητρα για την εφαρμογή της νομοθεσίας. Ήδη από τα δημόσια έσοδα από τους πλειστηριασμούς δικαιωμάτων εκπομπών αερίων θερμοκηπίου για το 2018 και 2019 έχουν δεσμευτεί πόροι της τάξης των €60εκ. για τη Δίκαιη Μετάβαση των λιγνιτικών περιοχών, όπου οι ενεργειακές κοινότητες προβλέπονται ρητά και είναι επιλέξιμες.
Ωστόσο, αν και το χρηματοδοτικό αυτό εργαλείο θεσπίστηκε τον Μάρτιο του 2019, εξακολουθεί να παραμένει αναξιοποίητο. Επιπλέον το πακέτο των €25εκατ. που είχε προδημοσιευτεί στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ανταγωνιστικότητα, Επιχειρηματικότητα και Καινοτομία (ΕΠΑνΕΚ)» του ΕΣΠΑ 2014 – 2020 και μέχρι στιγμής παραμένει κι αυτό αναξιοποίητο, μπορεί να αποτελέσει ακόμα έναν σημαντικό πόρο για την ανάπτυξη ενεργειακών κοινοτήτων στο πλαίσιο της Δίκαιης Μετάβασης στη Δυτική Μακεδονία και τη Μεγαλόπολη.
Καθοριστικός όμως είναι και ο ρόλος που μπορούν και πρέπει να παίξουν οι ενεργειακές κοινότητες στα τοπικά σχέδια μετάβασης των λιγνιτικών περιοχών, τα οποία αυτή τη στιγμή καταρτίζονται, προκειμένου η χώρα να αξιοποιήσει τους πόρους από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης, που κι αυτό, αυτή την περίοδο βρίσκεται υπό διαπραγμάτευση σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Άλλωστε πρόκειται για τις περιοχές αυτές που στην πρόσφατη Υπουργική Απόφαση για τον καθορισμό όρων προτεραιότητας για τη σύνδεση στο δίκτυο, η οποία εν γένει περιορίζει σημαντικά την προτεραιότητα που έδινε η νομοθεσία στις ενεργειακές κοινότητες, κατέχουν ξεχωριστή θέση ώστε να διατηρήσουν το προνόμιο αυτό στο πλαίσιο της Δίκαιης Μετάβασης.
Η Δίκαιη Μετάβαση των λιγνιτικών περιοχών δεν σημαίνει μόνο ενισχύσεις από τα ευρωπαϊκά ταμεία, ούτε μόνο δημιουργία γιγαντιαίων έργων ΑΠΕ. Σημαίνει πραγματική εθνική κινητοποίηση, κοινωνική συμμετοχή και εν τέλει αλλαγή του τρόπου παραγωγής και κατανάλωσης. Σε αυτό το πλαίσιο εργαλεία όπως οι ενεργειακές κοινότητες οφείλουν να αξιοποιηθούν. Η αντίστροφη μέτρηση μέχρι το 2023 έχει αρχίσει.
Η Ιωάννα Θεοδοσίου είναι Συνεργάτης Πολιτικής του The Green Tank
Πηγή: Energy Press