Βίκτορ Σερζ «Μεσάνυχτα στον αιώνα», μτφ: Τιτίκα Δημητρούλια, εκδόσεις Θύραθεν, 2020
Σοβιετική Ένωση, δεκαετία του 1930. Δύσκολα χρόνια για τη χώρα, για το κόμμα, για τους μπολσεβίκους. Ο Στάλιν έχει πια κυριαρχήσει σχεδόν απόλυτα, η λατρεία του Αρχηγού έχει καταργήσει κάθε ίχνος δημοκρατίας στο κόμμα που πλέον ελέγχεται από τη γραφειοκρατία, μαζικές εκκαθαρίσεις, Δίκες της Μόσχας, καταστολή της «δεξιάς» και της «αριστερής» αντιπολίτευσης. Άνθρωποι στιγματίζονται αιφνιδιαστικά ως αντικομματικοί ή προδότες και οδηγούνται σε φυλακές, εξορίες και στρατόπεδα, κόσμος γύρω εξαφανίζεται, συλλαμβάνεται, εκτοπίζεται, εκτελείται. Αβεβαιότητα, απαγορεύσεις γνωστές και άγνωστες, φόβος και ανασφάλεια, «γίνονται συλλήψεις κάθε νύχτα, αχ, δεν έχουν τελειωμό».
Ο καθηγητής ιστορίας Μιχαήλ Ιβάνοβιτς Κοστρόφ μπαίνει ξαφνικά στο στόχαστρο των αρχών και ακολουθεί τη «συνήθη» οδό: σύλληψη, φυλάκιση, ανάκριση («σύντροφε ανακριτή» – έτσι απευθύνεται ο Κοστρόφ στον ανακριτή του, και πόσο εφιαλτικά ηχεί ξαφνικά στο μυαλό το επαναλαμβανόμενο «σύντροφε ανακριτά» του Άρη Αλεξάνδρου, όσο κι αν το Κιβώτιο έχει εντελώς διαφορετικό κλίμα και προσέγγιση σε σχέση με τα βιβλία του Σερζ), υπογραφή της δήλωσης μετανοίας (όπου «έβαλε μέσα όλες τις σωστές λέξεις») και τελικά, όχι η απελευθέρωση, αλλά η εξορία. Ο Κοστρόφ εκτοπίζεται σ’ ένα χωριό όπου θα συναντήσει μια ομάδα πολιτικών εξορίστων που, παρ’ όλα αυτά, παρά την ήττα και την εξορία, παρά την οργή τους («η επανάσταση δείχνει ένα ψεύτικο πρόσωπο που δεν είναι πια το πρόσωπό της. Αυτοαναιρείται, αυτοακυρώνεται, μας σφάζει, μας σκοτώνει. Όλα όσα αγαπούσαμε έχουν γίνει πια μια σιχαμερή επίφαση», λέει οργισμένος κάποιος), δεν παύουν να συζητούν πολιτικά, να προσπαθούν να καταλάβουν και να αντισταθούν: μήπως η λύση είναι ένα νέο, «υγιές» κόμμα ή πρέπει να παλέψουν για να διορθωθεί η κατάσταση στο υπαρκτό αλλά «άρρωστο» κόμμα; άραγε «η γραφειοκρατία είναι τάξη;», και άλλα πολλά.
Εκεί, στον τόπο της εξορίας, ο κόσμος των εκτοπισμένων είναι ένας κόσμος με φόβο, με τελετουργίες του ψεύδους και υποκρισία (αυθόρμητη ή επιβεβλημένη και ενίοτε σωτήρια), με διαρκή απειλή και ανασφάλεια. Ένας κόσμος όπου τροτσκιστές, θρησκευόμενοι, «δεξιοί» και «ακροαριστεροί», παλιοί μπολσεβίκοι, εβραίοι, σιωνιστές, σοσιαλδημοκράτες, «μη χαρακτηρισμένοι», ζουν ανάμεσα σε φύλακες και χαφιέδες (ή με τη μόνιμη απειλή τους: «κάτι δεν μου πάει καλά. Είμαστε πέντε – και δεν υπάρχει χαφιές ανάμεσά μας! Καλά, το πιστεύεις εσύ αυτό το πράγμα;»), σε ένα σύμπαν όπου ανά πάσα στιγμή η κατάστασή τους μπορεί να επιδεινωθεί, ενώ οι ανακρίσεις παίρνουν τη μορφή του ψυχολογικού πολέμου: «δεν καταλόγιζαν τίποτα στον Μιχαήλ Ιβάνοβιτς. Μόνο που να: έπρεπε να ψάξει ο ίδιος καλά μες στη συνείδησή του». Συνάμα, ό,τι και να πουν οι κρατούμενοι, βρίσκονται μπροστά σε αδιέξοδο: «πράγματι, η εκδοχή σας στέκει, αλλά όλων των σαμποτέρ οι εκδοχές στέκουν». Απέναντι σ’ αυτόν τον κόσμο, όμως, πολλοί και πολλές από τους εξόριστους έχουν να αντιτάξουν το δικό τους πείσμα, την πίστη τους στην επανάσταση και στον διαφορετικό δρόμο που θα μπορούσε ή που μπορεί να πάρει, την αντίσταση και τις διαμαρτυρίες τους (απεργίες πείνας κ.ά.).
Ήταν μια εποχή που οι φυλακές «έχουν γίνει φυτώριο της αντεπανάστασης», ενώ «στα στρατόπεδα συγκέντρωσής μας γίνονται θαύματα σε επίπεδο αναμόρφωσης», όπως θα πει ο γραφειοκράτης διευθυντής…
Αταλάντευτη πίστη στην επανάσταση
Το βιβλίο εκδόθηκε για πρώτη φορά στο Παρίσι, το 1939. Είναι μεν έργο μυθοπλασίας αλλά βασίζεται στις προσωπικές εμπειρίες του Σερζ από τις συλλήψεις, τις ανακρίσεις και την εξορία του τη δεκαετία του 1930, την πιο σκοτεινή περίοδο της σταλινικής εποχής. Ο Σερζ τελικά θα απελευθερωθεί το 1936, μετά από μια διεθνή καμπάνια αλληλεγγύης και πίεσης προς τον Στάλιν, και θα απελαθεί από τη Σοβιετική Ένωση.
Παρά τον ολοκληρωτικό δρόμο που είχε πάρει πια η σταλινική αντεπανάσταση, της οποίας υπήρξε και ο ίδιος θύμα, ο Σερζ έμεινε πάντα ένας αμετακίνητος επαναστάτης, ένας κομμουνιστής με αδιαπραγμάτευτη πίστη στις αξίες και στα ιδανικά του σοσιαλισμού, ακόμα και σε σκοτεινές στιγμές ήττας. Μιλώντας μέσα από τα σπλάχνα της επανάστασης, ο Σερζ έστρεψε τα πυρά του στον λογοτεχνικό (όπως και τον πολιτικό) κομφορμισμό, πολέμησε την υποταγή της λογοτεχνίας (όπως και της πολιτικής δράσης) σε κρατικούς κανόνες εξουσίας και προπαγάνδας.
Σε αυτόν τον πολυμέτωπο και χωρίς πολλές βεβαιότητες αγώνα, η συνείδηση του επαναστάτη παίζει κρίσιμο ρόλο για τον Σερζ: «ο σοσιαλισμός δεν είναι μόνο για να αμυνθείς ενάντια στους εχθρούς σου, ενάντια στον παλιό κόσμο στον οποίο αντιπαρατίθεται, είναι επίσης για να εξαλείψεις μέσα σου τα δικά σου σπέρματα αντίδρασης», γράφει στις Αναμνήσεις ενός επαναστάτη (μτφ. Ρεβέκκα Πέσσαχ, εκδ. Scripta, 2008).
Όταν εκδόθηκαν τα Μεσάνυχτα στον αιώνα, ο Σερζ είχε έρθει ήδη σε ρήξη με τον Τρότσκι – στις Αναμνήσεις… ο Σερζ έχει εκτενείς αναφορές στα γεγονότα του 1936 και του 1937 που οδήγησαν σε αυτή την πολιτική απομάκρυνση. Ο συγγραφέας ζούσε πλέον στη Γαλλία, απ’ όπου έφυγε όταν εισέβαλαν τα στρατεύματα των ναζί, για να καταλήξει στο Μεξικό, όπου πέθανε το 1947, σε ηλικία 57 ετών.
Η φωνή των φιμωμένων
Στα Χρόνια δίχως έλεος (μτφ. Ιωάννα Αβραμίδου, εκδ. Θύραθεν, 2017), ο Σερζ μιλάει για τις «κομμένες φλέβες που ακόμα μάτωναν, τις φλέβες της μνήμης», αλλά και για την υπέρβαση του ατομικισμού, γι’ αυτούς «που έδρασαν [και] θα μείνουν άγνωστοι», για «εκείνους που ξέχασαν μέχρι και τ’ όνομά τους και δεν θα τους γράψει κανένα βιβλίο ιστορίας».
Αυτό το «συλλογικό υποκείμενο», ο «συλλογικός ήρωας», παίζει κρίσιμο ρόλο στο έργο του Σερζ. «Για τον Σερζ, “αυτός που γράφει, στην ουσία είναι κάποιος που μιλάει για λογαριασμό όλων εκείνων που δεν έχουν φωνή”, των κυνηγημένων, των καταπιεσμένων, των φιμωμένων, των πεσόντων», διαβάζουμε στην εισαγωγή του Ρίτσαρντ Γκρίμαν, ενώ η μεταφράστρια του βιβλίου Τιτίκα Δημητρούλια (που έχει γράψει και τις εξαιρετικά πλούσιες και απαραίτητες σημειώσεις) υπενθυμίζει στο επίμετρό της τον «προλεταριακό ανθρωπισμό» του Σερζ, αλλά και την «πίστη του στην τελική νίκη της επανάστασης», παρά τις απολυταρχικές παρεκτροπές και τις εκφυλιστικές στρεβλώσεις της (τις οποίες αφενός προσπαθεί, πρώτα απ’ όλα, να καταλάβει και να εξηγήσει και αφετέρου στηλιτεύει ανελέητα).
Στο ίδιο επίμετρο, η μεταφράστρια αναλύει συνοπτικά και κάποια από τα στοιχεία της σπουδαίας λογοτεχνίας που έχει γράψει ο Σερζ. Γιατί ο Βίκτορ Σερζ, κληρονόμος του ριζοσπαστικού πνεύματος που κυριάρχησε στην τέχνη τα πρώτα χρόνια μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, έχει γράψει καλή λογοτεχνία, που δεν είχε ποτέ καμία σχέση με την προπαγάνδα και την ασφυξία του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Το να είναι ένα έργο πρωτίστως καλή λογοτεχνία ήταν, κατά τον Σερζ, καθοριστικό στοιχείο και για το περιεχόμενο και το όποιο μήνυμα μπορεί αυτό το έργο να δίνει στους αναγνώστες – αν δεν είναι καλή λογοτεχνία δεν μπορεί να είναι και καλή προλεταριακή λογοτεχνία, πίστευε.
Σκοτεινή μελαγχολία ή φωτεινές ρωγμές ελπίδας, ή ίσως και τα δύο, ό,τι κι αν αφήνουν πίσω τους στον αναγνώστη και την αναγνώστρια τα Μεσάνυχτα στον αιώνα, είναι πάντα ένα κρίσιμο βιβλίο, ένας πικρός ύμνος στην επανάσταση και στην ελευθερία.
Κώστας Αθανασίου
Πηγή: Η Εποχή