«Επιχείρηση Κόνδορας». Σκοπός, ο αφανισμός των κομμουνιστικών ιδεών και η πάταξη των αντιπολιτευτικών κινημάτων σε Αργεντινή, Χιλή, Ουρουγουάη, Παραγουάη, Βολιβία, Βραζιλία. Τα δικτατορικά καθεστώτα της δεκαετίας του ’70, με τη γενναιόδωρη τεχνική και στρατιωτική συνδρομή των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ, έβαλαν τα δυνατά τους. Το σχέδιο περιλάμβανε την δολοφονία ‒πιο συχνά την «εξαφάνιση»‒ πολιτικών αντιπάλων και αντιφρονούντων. Ο αριθμός των θυμάτων παραμένει εν πολλοίς ασαφής. Κάποιες εκτιμήσεις κάνουν λόγο για 60.000 θανάτους αριστερών επαναστατών, ηγετών συνδικάτων και αγροτικών συνεταιρισμών, φοιτητών, εκπαιδευτικών και διανοούμενων.
Αλλά όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν. Μετά από χρόνια ελέγχου της πολιτικής ζωής από το στρατό και τη δεξιά ολιγαρχία, η Λατινική Αμερική φάνηκε να αφήνει πίσω της το μαύρο παρελθόν. Αριστερές κυβερνήσεις άρχισαν σταδιακά να κερδίζουν δύναμη και να εδραιώνουν τα προγράμματά τους. Επειδή, ωστόσο, τίποτα δεν τελειώνει, κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να μείνει αναπάντητο από τους θιασώτες του νεοφιλελευθερισμού. Η απόπειρα πραξικοπήματος εναντίον της μπολιβαριανής επανάστασης του Τσάβες το 2002 ήταν η τελευταία φορά που επιχειρήθηκε η αποπομπή ενός αριστερού προέδρου στη Λατινική Αμερική με τη χρήση βίας. Με σύμμαχο την άμεση κινητοποίηση του λαού της Βενεζουέλας, ο Τσάβες παρέμεινε στη θέση του, προς μεγάλη απογοήτευση του Τζωρτζ Μπους και σε πείσμα του δόγματος Φουκουγιάμα.
Ωστόσο, όπως καλά γνωρίζει κάθε ολιγάρχης που σέβεται τον εαυτό του, το κόστος είναι πάντα ζήτημα υπολογίσιμο. Κάπως έτσι αποφασίστηκε πως τα πραξικοπήματα στρατιωτικού τύπου κόστιζαν πλέον περισσότερο από όσο οι εμπνευστές τους ήταν διατεθειμένοι να πληρώσουν. Από την άλλη, δεν θα ήταν συνετό να αφεθούν οι αριστερές ιδέες να ευδοκιμήσουν στις χώρες που κληρονόμησαν από τους παππούδες τους. Έπρεπε να βρεθεί ένας άλλος τρόπος αντιμετώπισης των ενοχλητικών που μιλούσαν για ανεξαρτησία, ισότητα, δικαιοσύνη, κοινωνικό κράτος. Η δουλειά έπρεπε να είναι καθαρή ‒ αποστολή ιδιαίτερα δύσκολη δεδομένου του βρώμικου παρελθόντος των προθύμων συντελεστών. Η πρόσφατη περίπτωση της Βραζιλίας είναι ενδεικτική της νέας μεθόδου και ο Νόαμ Τσόμσκι δεν θα μπορούσε να το θέσει πιο άμεσα: «Η μία πολιτικός που δεν έκλεψε προς προσωπικό πλουτισμό, δέχεται πρόταση μομφής από μια συμμορία ληστών, οι οποίοι [αντιθέτως] το έπραξαν». Ο λόγος για την πολύκροτη υπόθεση της αποπομπής της Ντίλμα Ρούσσεφ από τη θέση της Προέδρου της Βραζιλίας. Η απουσία στοιχείων ενάντια στη Ρούσσεφ δεν πτόησε τους κατηγόρους της εντός του Κογκρέσου, οι οποίοι για κάποιο περίεργο λόγο «δεν είδαν» τα τρομερά σκάνδαλα που εμπλέκουν τον αντικαταστάτη της Μισέλ Τέμερ. Μία από τις πρώτες κινήσεις, άλλωστε, του εκτελούντα χρέη Προέδρου ήταν να απομακρύνει γρήγορα τον επικεφαλής της δημόσιας τηλεόρασης και να τον αντικαταστήσει με έναν πιο φιλικό προς την κυβέρνησή του δημοσιογράφο. Η κατά τα άλλα «σύννομη» και αναίμακτη διαδικασία μομφής αντικατοπτρίζει τις προθέσεις των στρατιωτικών πραξικοπημάτων του παρελθόντος: αποτροπή οποιουδήποτε αριστερού πολιτικού προγράμματος.
Είναι όμως η Βραζιλία η μοναδική περίπτωση ενός κοινοβουλευτικού πραξικοπήματος; Κάθε άλλο. Η πρόσφατη ιστορία προϊδεάζει για ένα μοτίβο κοινοβουλευτικών πραξικοπημάτων σε χώρες που παλιότερα είχαν υποστεί τις συνέπειες της «Επιχείρησης Κόνδορας». Έτσι, ο Πρόεδρος της Ονδούρας Μανουέλ Ζελάγια απομακρύνθηκε με συνοπτικές διαδικασίες από τη θέση του το 2009, μετά την απόπειρά του να αλλάξει το Σύνταγμα της χώρας. Το Κογκρέσο και το Ανώτατο Δικαστήριο, μέλη του οποίου είχαν ισχυρούς δεσμούς με το προηγούμενο στρατιωτικό καθεστώς, διέταξαν τη σύλληψή του και τη βίαιη εξορία του στην Κόστα Ρίκα.
Τρία χρόνια αργότερα, σειρά είχε ο πρόεδρος της Παραγουάης Φερνάντο Λούγκο. Το συνταγματικό πραξικόπημα δεν οδήγησε απλώς στην αποπομπή του εκλεγμένου Προέδρου της, αλλά και στην αποπομπή της χώρας από τη «Μερκοσούρ» (εμπορική συμφωνία σημαντικών χωρών της Λατινικής Αμερικής, με απώτερο στόχο την οικονομική και πολιτική ενοποίησή τους) και στην απαρχή της προσέγγισής της με τη νεοφιλελεύθερης κοπής «Συμμαχία του Ειρηνικού».
Όλα δείχνουν πως το ίδιο σκηνικό επιχειρείται να επαναληφθεί τώρα στη Βενεζουέλα. Εν μέσω μιας οικονομικής κρίσης, ανόδου του πληθωρισμού και σπάνεως κάποιων προϊόντων η αντιπολίτευση κινείται ιδιαίτερα επιθετικά εναντίον του προέδρου Μαδούρο. Η κρίση στην τιμή του πετρελαίου έριξε τα οικονομικά της χώρας έξω, με την αναγκαία υποσημείωση πως οι ΗΠΑ παραμένουν ο μεγαλύτερος αγοραστής του πετρελαίου της Βενεζουέλας. Τα αποτελέσματα φανήκαν γρήγορα: Ελλείψεις σε τρόφιμα και φάρμακα, αναταραχή στους δρόμους. Όλα αυτά στη χώρα που την περασμένη δεκαετία κατάφερε να εφαρμόσει μια υποδειγματική κοινωνική πολιτική και να μειώσει τη φτώχεια και την ανισότητα, κρατώντας παράλληλα ψηλά τους δείκτες ανάπτυξης.
Επί της κατάστασης έσπευσαν να τοποθετηθούν εγκαίρως αξιωματούχοι των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ, οι οποίοι διαδίδουν σε κάθε τόνο πως επίκειται πραξικόπημα εναντίον του Μαδούρο και εκφράζουν «την ανησυχία» της υπερδύναμης για ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Με αυτά τα δεδομένα, οι ΗΠΑ προχώρησαν ένα ακόμη βήμα, χαρακτηρίζοντας τη Βενεζουέλα «απειλή για την εθνική ασφάλεια», αφήνοντας ταυτόχρονα αιχμές για παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων και διαφθορά αξιωματούχων. Τα δημοσιεύματα των μέινστριμ αμερικανικών δικτύων κρατούν το ίσο: «η κακοδιοίκηση του Μαδούρο έφερε τη χώρα στο χείλος του γκρεμού». Οι εγχώριοι επιχειρηματίες απειλούν με κλείσιμο των εργοστασίων που ελέγχουν και οι ξένοι επενδυτές κάνουν, από την πλευρά τους, ό,τι μπορούν. Ενδεικτική η ανακοίνωση του βενεζουελάνικου παραρτήματος της Κόκα-Κόλα, κατά την οποία ο παγκόσμιος κολοσσός αποφάσισε την παύση της παραγωγής του διάσημου αναψυκτικού, ελλείψει αποθεμάτων ζάχαρης. Τέλος, η αντιπολίτευση του Καπρίλες, στο εσωτερικό της οποίας συνυπάρχουν η ρατσιστική ακροδεξιά και απογοητευμένοι τσαβιστές, διακηρύττει προς το στράτευμα, «ή με το Μαδούρο ή με το Σύνταγμα».
Ωστόσο, οι ευθύνες για τη σημερινή κατάσταση δεν βαρύνουν αποκλειστικά την «κακιά» αντιπολίτευση και τους συμμάχους της στο εξωτερικό. Η αλήθεια είναι πως για χρόνια ο τσαβικός πολιτικός λόγος στηρίχθηκε έντονα –αν όχι αποκλειστικά– σε ένα αφηγηματικό δίπολο: στην αντίσταση στο νεοφιλελευθερισμό και στο διεφθαρμένο και αναποτελεσματικό παλιό πολιτικό καθεστώς. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Μαδούρο επιχειρεί να εμφανιστεί σχεδόν ως η πολιτική «μετεμψύχωση» του Τσάβες, υιοθετώντας μια πληθωρική ρητορική, η οποία ούτε του ταιριάζει, ούτε ανταποκρίνεται στις ιδιαίτερες προκλήσεις της εποχής. Στο πεδίο της οικονομίας, βασικό πολιτικό στόχο αποτέλεσε η οικονομική απεξάρτηση της χώρας από το πετρέλαιο, πράγμα που δεν συνέβη ποτέ. Αντίθετα, οι υπόλοιποι τομείς της οικονομίας, η βιομηχανία, η γεωργία και οι υπηρεσίες αφέθηκαν στη μοίρα τους. Οι Τσάβες και Μαδούρο βάσισαν ολόκληρο το κοινωνικό τους πρόγραμμα στα κέρδη από το πετρέλαιο, χωρίς να λαμβάνουν μέτρα για μια οικονομική κρίση που ήρθε αργά αλλά σίγουρα. Οι συνεπακόλουθες ελλείψεις σε βασικά αγαθά, σε συνδυασμό με ένα ανεξέλεγκτο πελατειακό κράτος-τρόπαιο μιας νέας αστικής τάξης, της λεγόμενης «μπολιμπουργεσίας», πρόσφεραν στη συντηρητική αντιπολίτευση τα όπλα που χρειαζόταν για να επιχειρήσει ένα ακόμη κοινοβουλευτικό πραξικόπημα στη Λατινική Αμερική.
Υπό αυτές τις συνθήκες, ο Μαδούρο κατήγγειλε πως η εκστρατεία εναντίον του παράγει βία και χάος το οποίο πιθανότατα θα δικαιολογούσε μια παρέμβαση της κυβέρνησης των ΗΠΑ, με τη βοήθεια της δεξιάς αντιπολίτευσης, και διέταξε το στρατό να ελέγξει στρατηγικά σημεία σε όλη την επικράτεια. Στον ίδιο τόνο, δύο μήνες νωρίτερα, ο πρόεδρος του Εκουαδόρ Ραφαέλ Κορρέα, προειδοποιούσε: «Η δεξιά θέλει να πάρει την εκδίκησή της καθώς έχουν περάσει περισσότερα από δέκα χρόνια από την τελευταία φορά που είχαν τη δυνατότητα να σηκώσουν το τηλέφωνο και απλά να πουν σε έναν Πρόεδρο τι να κάνει». Ακολούθησε ο Βολιβιανός πρόεδρος Έβο Μοράλες, που εξέφρασε τη στήριξή του στο Βενεζουελανό ομόλογό του, μεταφέροντας ταυτόχρονα αυτή του Ραούλ Κάστρο. Την ίδια στιγμή, στη γειτονική Βραζιλία, λίγα εικοσιτετράωρα από την ανάληψη της Προεδρίας, ο Τέμερ αντιμετωπίζει έντονες κοινωνικές αντιστάσεις, ενώ υπουργός της κυβέρνησής του αναγκάστηκε ήδη σε παραίτηση μετά την αποκάλυψη τηλεφωνικής του συνομιλίας, κατά την οποία ακούγεται καθαρά να συνωμοτεί με σκοπό την αποπομπή της Ντίλμα Ρούσσεφ, ως το μοναδικό μέσο αποτροπής της εναντίον του έρευνας για διαφθορά.
Σε κάθε περίπτωση, τρεις δεκαετίες μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, δύο μπλοκ συγκρούονται στη Λατινική Αμερική. Σε αντίθεση με τις εποχές του «κόνδορα», τα θύματα δεν «εξαφανίζονται», απλά αποπέμπονται από τις θέσεις τους, με το μέτωπο του πολέμου να περιορίζεται μέχρι στιγμής στην κεντρική πολιτική σκηνή. Ωστόσο, η διακυβέρνηση μιας χώρας και η δύναμη που αυτή συνεπάγεται δεν είναι το μοναδικό διακύβευμα ενός κοινοβουλευτικού πραξικοπήματος. Οι αριστερές κυβερνήσεις άφησαν στη Λατινική Αμερική μια παρακαταθήκη ανεξαρτησίας, ενότητας και δικαιοσύνης, που τόσο είχε στερηθεί κατά τις ολιγαρχικές και στρατιωτικές περιόδους διακυβέρνησης. Τα πρώτα σημάδια των νέων δεξιών κυβερνήσεων δείχνουν να αποκαθιστούν μια πολιτική υποτέλειας προς τις ΗΠΑ, με πρόσφατο παράδειγμα αυτό του Αργεντινού προέδρου Μαουρίσιο Μάκρι, ο οποίος συμφώνησε στην εγκατάσταση στρατιωτικής βάσης των ΗΠΑ στο νότιο άκρο της χώρας. Με άλλα λόγια, η συμπόρευση σοσιαλιστικών-αριστερών κυβερνήσεων της Νοτίου Αμερικής παίζει εκ των πραγμάτων έναν ουσιαστικό ρόλο σε παγκόσμιο επίπεδο, σε μια εποχή που ο διεθνής νεοφιλελευθερισμός καλείται να αντιδράσει σε προκλήσεις που, εν πολλοίς, ο ίδιος δημιούργησε. Και πράγματι αντιδρά. Σε κάθε περίπτωση, ένα κοινοβουλευτικό πραξικόπημα στον 21ο αιώνα είναι μια δύσκολη και κοστοβόρα διαδικασία που απαιτεί άριστη προετοιμασία. Είναι όμως ασύγκριτα πιο ανώδυνη από ένα παραδοσιακό στρατιωτικό πραξικόπημα. Τα τανκς των Πινοτσέτ και Βιντέλα, βέβαια, μοιράζονται κοινούς στόχους με τους σύγχρονους κοινοβουλευτικούς πραξικοπηματίες. Ωστόσο, έρευνες έδειξαν πως τα εκλεγμένα κοινοβουλευτικά σώματα είναι πολύ πιο αποτελεσματικά.
Ο Γιώργος Τσιρίδης είναι υποψήφιος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Αθηνών