Macro

Ενα πρότυπο με παρελθόν

Με αφορμή την πολύνεκρη εξέγερση στο Καζακστάν

Η εξέγερση των τελευταίων ημερών στο Καζακστάν, μετά τις ξαφνικές κατακόρυφες αυξήσεις στις τιμές των καυσίμων, και η αιματηρή καταστολή της ξανάφεραν στην επικαιρότητα την ακραία ταξική πόλωση και γκροτέσκο πολιτική πραγματικότητα που διαδέχτηκε πριν από ένα τρίτο του αιώνα τα καθεστώτα του πάλαι ποτέ «υπαρκτού σοσιαλισμού». Στο Καζακστάν, μια χώρα με απίστευτες πλουτοπαραγωγικές πηγές και λιγότερο από 20 εκατομμύρια κατοίκους, ο μέσος μισθός είναι 500 ευρώ αλλά ο κατώτερος μόλις 46· το πλουσιότερο 1% εισπράττει επίσημα το 30% του ετήσιου εθνικού εισοδήματος ενώ το φτωχότερο 50% μονάχα ένα 5,5%, οι δε ντόπιοι ολιγάρχες έχουν διασφαλίσει τα νώτα τους με επενδύσεις 530,4 εκατομμυρίων στερλινών σε ακίνητα στις αριστοκρατικότερες συνοικίες του Λονδίνου.
Η ακραία αυτή πόλωση εξηγεί τόσο το πρωτοχρονιάτικο ξέσπασμα της λαϊκής οργής, όσο και την πανικόβλητη αναδίπλωση της κυβέρνησης Τοκάγεφ. Η τελευταία απέσυρε τα επίμαχα μέτρα και προσπαθεί ν’ ανακτήσει κάποιο λαϊκό έρεισμα υποσχόμενη μείωση του κοινωνικού χάσματος, πάταξη της διαφθοράς και άλλα συναφή, φορτώνοντας την ευθύνη για την υπάρχουσα κατάσταση στον άνθρωπο που κυβέρνησε τη χώρα τις προηγούμενες τέσσερις δεκαετίες, προτού παραδώσει τυπικά τη σκυτάλη στον σημερινό πρόεδρο και διάδοχό του.
Πρωθυπουργός της ομόσπονδης ΣΣΔ Καζακστάν (1984-1989), Α’ γραμματέας του τοπικού Κ.Κ. (1989-1991), πρόεδρος της χώρας ως σοβιετικής Δημοκρατίας αρχικά (1990-1991) και ανεξάρτητου κράτους κατόπιν (1991-2019), πρόεδρος ταυτόχρονα του τοπικού Κοινοβουλίου (1995-2021) και Συμβουλίου Ασφαλείας (1991-2021), ο Νουρσουλτάν Ναζαρμπάγεφ διασφάλισε μια πρωτοφανή «συνέχεια του κράτους» σε καιρούς αδιαμφισβήτητα κοσμογονικούς, αξιοποιώντας κι εμπεδώνοντας μια συλλογική κουλτούρα προσαρμοστικής επιβίωσης που δεν δυσκολεύτηκε ιδιαίτερα ν’ αντικαταστήσει τον ψευδώνυμο σοβιετικό «μαρξισμό» των προηγούμενων δεκαετιών με τον αμιγή εθνικισμό της μετασοβιετικής περιόδου. Αποκορύφωμα της καριέρας του αποτέλεσε η επίσημη αυτοαναγόρευσή του το 2010 σε «εθνάρχη» (ελμπασί), με θεσμικά κατοχυρωμένη ασυλία από οποιαδήποτε ποινική δίωξη· απομένει, βέβαια, να δούμε πόσο αυτό το προστατευτικό κέλυφος θα επιβιώσει από τον τωρινό κλυδωνισμό.
Αναζητώντας ως συνήθως τις λιγότερο φωτισμένες πτυχές του παρελθόντος, η στήλη θα σταθεί σήμερα σε δύο εμβληματικά στιγμιότυπα αυτής της διαδρομής -εξαιρετικά άνισα μεν, εξίσου διαφωτιστικά όμως για τη μακροημέρευση του καθεστώτος που σήμερα βρίσκεται στο μάτι της καταιγίδας. Το πρώτο, αφορά την εξύμνηση του Ναζαρμπάγεφ και του καθεστώτος του από μιαν εμβληματική φυσιογνωμία του ελληνικού νεοφιλελευθερισμού. Το δεύτερο, μια ξεχασμένη στιγμή της πρόσφατης ιστορίας του Καζακστάν (και της ΕΣΣΔ), καθοριστική όμως για τις μετέπειτα εξελίξεις: τη βραχύβια εξέγερση του 1986, γνωστή σήμερα εκεί ως «ο Δεκέμβρης» (Jeltoksan) και τιμώμενη ως η πρώτη εθνικιστική κινητοποίηση που έθεσε σε κίνηση την αποσύνθεση της Σοβιετικής Ενωσης ανοίγοντας τον δρόμο για την ανεξαρτησία της χώρας.
Ενας παρεξηγημένος φιλελεύθερος
Ας ξεκινήσουμε από τα πιο απλά: το άρθρο «Με στόχο την κορυφή» που δημοσιεύτηκε στις 20/5/2006 στην αθηναϊκή «Ημερησία», αντιπαραβάλλοντας το αναπτυξιακό θαύμα του Καζακστάν με τη μίζερη και παλιομοδίτικη προσκόλληση της Ευρώπης σε «ξεπερασμένα και ανεδαφικά» μοντέλα. Το πιο ενδιαφέρον σημείο του βρίσκεται στην ταυτότητα του συντάκτη του: το υπέγραφε ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος, πάλαι ποτέ υπουργός των κυβερνήσεων Καραμανλή, Ράλλη και Μητσοτάκη, δήμαρχος Πειραιά (της Ν.Δ.) το 1987-1989 κι ανεξάρτητος βουλευτής επικρατείας του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ αργότερα (2004-2006)· πάνω απ’ όλα δε, πνευματικός πατέρας του εγχώριου νεοφιλελευθερισμού. Οσο για το περιεχόμενό του, επιβεβαιώνει με το παραπάνω, για ακόμη μια φορά, πόση σχέση έχει ο νεοφιλελευθερισμός με τις δημοκρατικές ελευθερίες.
«Η Ευρώπη καταρρέει στη μεγάλη της πλειοψηφία, με μοντέλα ανάπτυξης γερασμένα, ξεπερασμένα και ανεδαφικά. Ο υπόλοιπος κόσμος αναζητά καινούργιους δρόμους», διακηρύσσει εκεί ο κ. Ανδριανόπουλος· μεταξύ αυτών δε των αναζητήσεων, «η περίπτωση του Καζακστάν παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. […] Αυτό που ξεχωρίζει το Καζακστάν από άλλες αναπτυσσόμενες -και πετρελαιοπαραγωγούς ακόμη- χώρες είναι η αποφασιστικότητα της κυβέρνησής του να ακολουθήσει τον δρόμο που οδηγεί στην κορυφή. Την 1η Μαρτίου 2006 ο πρόεδρος της χώρας Νουρσουλτάν Ναζαρμπάγεφ αποσαφήνισε πως στρατηγικός στόχος είναι η χώρα να φθάσει στις 50 περισσότερο ανταγωνιστικές οικονομίες της Γης. Επιδίωξη, δηλαδή, δεν είναι απλώς η ανάπτυξη και η γενικότερη ευημερία. Στόχος είναι η κορυφή!
»Το Καζακστάν δεν αρνείται την ύπαρξη φυσικών μονοπωλίων. Κυρίως, στον τομέα των φυσικών πόρων και πρώτων υλών. Στόχος της κυβέρνησης της χώρας είναι όμως όχι η ενίσχυσή τους, αλλά ο πλήρης και ανοιχτός επιχειρηματικός τους έλεγχος και η μελλοντική κατάργησή τους. […] Αν το Καζακστάν κατορθώνει σήμερα να αναπτύσσεται με ρυθμούς που ξεπερνούν το 8% (όταν η Ευρώπη αγωνίζεται για ένα ταπεινό 1,4%), η εμπέδωση των κανόνων του ανταγωνισμού με την παραπέρα απελευθέρωση της αγοράς θα το οδηγήσει γρήγορα κοντά στους γίγαντες της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας. […] Η χώρα βέβαια έχει ακόμη αρκετά να προσπαθήσει στον τομέα της εμπέδωσης των σύγχρονων δημοκρατικών θεσμών. Αν όμως λάβει κάποιος υπ’ όψιν πως μέχρι πριν από λίγα μόλις χρόνια αποτελούσε μέρος ενός απόλυτου συστήματος προσταγής -της Σοβιετικής Ενωσης δηλαδή- τα βήματα που έχει κάνει είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακά. Σύντομα, θα μιλάμε όλοι πιθανότατα για το Καζακστάν».
Η χώρα είχε, όντως, ακόμη πολλά να μάθει από δημοκρατία: αν το 1999 ο Ναζαρμπάγεφ επανεξελέγη πρόεδρός της μ’ ένα μίζερο 80,97% και το 2005 βελτίωσε απλώς το ποσοστό του σε 91,15%, τα επόμενα χρόνια θα χτυπούσε ακόμη πιο ακαταμάχητα ρεκόρ: 95,55% το 2011 και 97,75% το 2016.
Αδυνατώντας να συγκριθεί μ’ έναν τόσο δημοφιλή εθνάρχη, ο χειροτονημένος διάδοχός του (και νυν πρόεδρος), Κασίμ Τοκάγεφ, ξεκίνησε τον περασμένο Γενάρη την καριέρα του μ’ ένα μετριοπαθέστερο 70,96%. Πόσες δόσεις δημοκρατίας απαιτούνται για τέτοια κατορθώματα, μόνο ένας αυθεντικός φιλελεύθερος το γνωρίζει: η «ανάπτυξη» να ’ναι καλά και, πάνω απ’ όλα, ο «ανοιχτός επιχειρηματικός έλεγχος» των πετρελαϊκών και λοιπών κοιτασμάτων. Οπως μας πληροφορεί άλλωστε το επίσημο βιογραφικό του, ο κ. Ανδριανόπουλος ήδη από τη δεκαετία του 1990 φρόντισε να συνδυάσει την πολιτική κι ακαδημαϊκή σταδιοδρομία του (ως επισκέπτης καθηγητής του Κέμπριτζ και εταίρος του Woodrow Wilson Center ειδικευμένος «στην Υπερκαυκασία, την πρώην Σοβιετική Ρωσία και την Κεντρική Ασία»), με την επαγγελματική του απασχόληση ως «συμβούλου επενδύσεων στις παραπάνω περιοχές»…
Ο Δεκέμβρης του Αλμάτι
Η δεύτερη αναδρομή θα μας πάει ακόμη πιο πίσω: στο 1986, ένα χρόνο μετά την ανάρρηση του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ στην ηγεσία της Σοβιετικής Ενωσης και τη δρομολόγηση του μεταρρυθμιστικού προγράμματος της «ανασυγκρότησης» (περεστρόικα), που έμελλε να εξελιχθεί σε επιθανάτια αγωνία του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού».
Το Καζακστάν ήταν τότε μία από τις 15 ομόσπονδες Σοβιετικές Σοσιαλιστικές Δημοκρατίες, δεύτερη σε μέγεθος μετά τη Ρωσία. Η «κυρίαρχη» εθνότητα συνιστούσε δε τη σχετική μόνο πλειοψηφία του πληθυσμού της (39,7% κατά την απογραφή του 1989), ελάχιστα πολυπληθέστερη από την αμέσως επόμενη πληθυσμιακή ομάδα των Ρώσων (37,8%). Η αριθμητική ισχύς των τελευταίων οφειλόταν κυρίως στη μεταπολεμική εκβιομηχάνιση και τα προγράμματα εκχέρσωσης κι εποικισμού της ακατοίκητης στέπας, που προσέλκυσαν μάζες εργατών από άλλες περιοχές της ΕΣΣΔ.
Στις 16 Δεκεμβρίου 1986 ανακοινώθηκε η αντικατάσταση του τοπικού κομματικού και κρατικού ηγέτη. Σύμφωνα με το επίσημο ανακοινωθέν, «η οργανωτική Ολομέλεια της Κ.Ε. του Κ.Κ. Καζακστάν απάλλαξε τον Ντινμουχάμεντ Κουνάγεφ από τα καθήκοντα του Α’ γραμματέα της Κ.Ε., λόγω της συνταξιοδότησης μετά από αίτημά του. Νέος Α’ γραμματέας εκλέχτηκε ο Γκενάντι Κόλμπιν, που αναδείχτηκε από βιομηχανικός εργάτης σε διάφορα υψηλά κομματικά καθήκοντα» («Ριζοσπάστης», 17/12/1986). Ο διεθνής Τύπος χαιρέτισε τη μεταβολή, σαν ακόμα μία νίκη των μεταρρυθμιστών πάνω στην παλιά φρουρά.
Στενός συνεργάτης του Λεονίντ Μπρέζνιεφ, του μακροβιότερου μεταπολεμικού γενικού γραμματέα του ΚΚΣΕ (1964-1982), ο Κουνάγεφ είχε χρηματίσει πρωθυπουργός του Καζακστάν τη δεκαετία του 1950, ηγέτης του τοπικού Κ.Κ. από το 1960 και μέλος του Π.Γ. του ΚΚΣΕ από το 1971. Ο αντικαταστάτης του ήταν παντελώς άσχετος με το Καζακστάν και μέλος της λεγόμενης «σιβηριανής μαφίας», ενός κύκλου φιλόδοξων κι ανερχόμενων περιφερειακών στελεχών με γνωστότερο τον μετέπειτα Ρώσο πρόεδρο Μπαρίς Γέλτσιν (The Guardian, 17/12/1986). Η επιλογή του έγινε ευρύτατα αντιληπτή σαν εντολή γι’ ανατροπή των υφιστάμενων τοπικών ισορροπιών· από τους ίδιους δε τους Καζάκους, σαν επίδειξη αποικιοκρατικής νοοτροπίας και περιφρόνησης. Ο Γκορμπατσόφ θα ισχυριστεί αργότερα πως ο διορισμός «ενός Ρώσου» τού υποδείχτηκε από τον ίδιο τον Κουνάγεφ, προκειμένου ν’ αποτραπεί η διαδοχή του από τον πρωθυπουργό Ναζαρμπάγεφ, στον οποίο απέδιδε -μάλλον σωστά- την υπονόμευσή του (Michail Gorbachev, «Memoirs», Ν. Υόρκη 1996, σελ. 330). Ακόμη κι αν αυτό αληθεύει, η τελεσιγραφική γνωστοποίηση της ανατροπής στην αρμόδια τοπική Κ.Ε. και η απόσπαση της έγκρισής της μέσα σε 18 όλα κι όλα λεπτά, μόνο ισότιμες σχέσεις κέντρου – περιφέρειας δεν μαρτυρούσαν.
Δυο μέρες μετά, το επίσημο σοβιετικό πρακτορείο TASS μετέδωσε την παρακάτω είδηση: «Μια ομάδα φοιτητών, ξεσηκωμένη από εθνικιστικά στοιχεία, βγήκαν χθες το βράδυ και σήμερα στους δρόμους του Αλμάτι εκφράζοντας τη δυσαρέσκειά τους για τις αποφάσεις της πρόσφατης Ολομέλειας. Χούλιγκαν, κοινωνικά παράσιτα και άλλα αντικοινωνικά άτομα επωφελήθηκαν από την κατάσταση και διέπραξαν παράνομες πράξεις εναντίον των αντιπροσώπων του νόμου και της τάξης. Εβαλαν φωτιά σ’ ένα κατάστημα τροφίμων, σε ιδιωτικά αυτοκίνητα και προσέβαλαν κατοίκους της πόλης». Μαζικές συγκεντρώσεις σε εργοστάσια, σχολεία και κομματικές οργανώσεις, συνέχιζε το τηλεγράφημα, καταδίκασαν «τις εντελώς απαράδεκτες αυτές ενέργειες» και ζήτησαν «την πλήρη αποκατάσταση της τάξης στην πόλη» (Associated Press, 18/12/1986). Ηταν η πρώτη φορά που τα σοβιετικά ΜΜΕ αναφέρονταν σε παρόμοια επεισόδια εθνικ(ιστι)κού χαρακτήρα στην ΕΣΣΔ· φαινόμενο που τα επόμενα χρόνια θα έπαιρνε τη μορφή χιονοστιβάδας.
Ακολούθησε αναλυτικότερη περιγραφή των συμβάντων, στο ίδιο πάντα κλίμα, από τον επιφανή Καζάκο λογοτέχνη Ανουάρ Αλιμζάνοφ στη «Λιτερατούρναγια Γκαζιέτα»: «Χρησιμοποιώντας την υποκίνηση, την εξαπάτηση και τις απειλές», υποστήριξε, «μερικοί κατόρθωσαν να βγάλουν στους δρόμους άπειρους, πολιτικά αγράμματους νέους. Εμφανίστηκαν εθνικιστικά συνθήματα βγαλμένα από τα σκοτεινά βάθη της Ιστορίας, που είχαν απορριφθεί από την ίδια τη ζωή. Στους νέους αυτούς προσκολλήθηκαν αλήτες, αλκοολικοί και άλλα αντικοινωνικά στοιχεία. Εξοπλισμένοι με σιδερένιους λοστούς, παλούκια και πέτρες έδερναν τους περαστικούς πολίτες και τους έβριζαν. Εσπασαν τζάμια ιδρυμάτων, οικοτροφείων, καταστημάτων – ένα από τα οποία λεηλάτησαν. Εβαλαν φωτιά σε μερικά ιδιωτικά αυτοκίνητα».
Για τον καθεστωτικό διανοούμενο, που εμφανιζόταν πλήρως ταυτισμένος με την επιλογή της Μόσχας, για όλα έφταιγε η ανοχή της προηγούμενης ηγεσίας στην «ανομία»: «Τα τελευταία χρόνια […] στη Δημοκρατία δεν γινόταν επίμονος αγώνας κατά της αλητείας, του αλκοολισμού, της ναρκομανίας, ιδιαίτερα ανάμεσα στους ανηλίκους. Ολα αυτά, λοιπόν, τα εκμεταλλεύτηκαν οι οργανωτές των επεισοδίων» («Ριζοσπάστης», 6/1/1987).
Στην πραγματικότητα, οι διαδηλωτές ήταν κανονικοί πολίτες κάθε ηλικίας και φύλου, όπως πιστοποιούν οι φωτογραφίες και τα τηλεοπτικά πλάνα που ήρθαν στο φως πολύ αργότερα. Τα ίδια τεκμήρια διασώζουν και τη συνθηματολογία των πανό της κινητοποίησης: να γίνει σεβαστό το δικαίωμα αυτοκυβέρνησης των εθνοτήτων, όπως προέβλεπε το επίσημο σοβιετικό Σύνταγμα, με επίκληση σχετικών τσιτάτων του Λένιν. Από μεταγενέστερες αφηγήσεις και την επιτόπια έρευνα που πραγματοποίησε το 1990 η διεθνής οργάνωση Helsinki Watch, προκύπτει επίσης ότι σιδερολοστούς κρατούσαν (και χρησιμοποίησαν) κυρίως οι Ρώσοι εργάτες που οι Αρχές κατέβασαν από τα εργοστάσια σαν «εθελοντές αστυνομικούς» (ελληνιστί: «αγανακτισμένους πολίτες») στο πλευρό των σωμάτων ασφαλείας – μέτρο που, με τη σειρά του, τόνωσε ακόμα περισσότερο τον εθνικό χαρακτήρα της αντιπαράθεσης. Ακόμα πιο επικίνδυνη μέθοδος καταστολής θεωρήθηκε πάντως από τους διαδηλωτές το κατάβρεγμά τους από πυροσβεστικές αντλίες, σε θερμοκρασία μείον 20 βαθμών Κελσίου.
Ο αρχικός πυρήνας της κινητοποίησης συγκροτήθηκε από φοιτητές, με την ενθάρρυνση κάποιων πολιτών μεγαλύτερης ηλικίας· παραμένει άγνωστο αν αυτοί οι τελευταίοι ενεργούσαν για λογαριασμό του παραγκωνισμένου Κουνάγεφ, του Ναζαρμπάγεφ (που βίωσε την παράκαμψή του από τη Μόσχα σαν προσβλητικό υποβιβασμό) ή έδρασαν αυτόβουλα. Τη συνακόλουθη προσέλευση χιλιάδων ντόπιων υποκίνησε πάντως η στάση ουκ ολίγων Ρώσων γειτόνων ή συναδέλφων τους, που γλέντησαν τον διορισμό του Κόλμπιν με σχεδόν ποδοσφαιρικούς και αρκούντως ρατσιστικούς όρους, σαν επιβεβαίωση της δικής τους κυριαρχίας πάνω στους «καθυστερημένους» ιθαγενείς.
Ακολούθησε η βίαιη εκκένωση της πλατείας, παρά την αντίσταση μιας μερίδας διαδηλωτών με πέτρες, ξύλα και μολότοφ. Ο αριθμός των θυμάτων παραμένει ακόμα και σήμερα άγνωστος. Αρχικά οι Αρχές απέφυγαν κάθε νύξη· τον Γενάρη ανακοίνωσαν έναν νεκρό «εθελοντή αστυνομικό»· τον Φλεβάρη ο πρωθυπουργός Ναζαρμπάγεφ ανέφερε σε ομάδα ανταποκριτών από τη Μόσχα δύο σκοτωμένους· στο σχετικό μαρτυρολόγιο προστέθηκαν κατόπιν δύο 17χρονες σπουδάστριες, που αυτοκτόνησαν μετά την ανάκρισή τους στην αστυνομία, κι ένας φοιτητής που καταδικάστηκε σε θάνατο κι αυτοκτόνησε στη φυλακή. Πάμπολλες μαρτυρίες περιγράφουν ωστόσο αρκετούς σκοτωμένους, αξιωματικός δε της KGB φέρεται να έχει ομολογήσει την ύπαρξη 168 νεκρών (155 διαδηλωτών και 13 οργάνων της τάξης).
Το μόνο σίγουρο είναι πως η μετασοβιετική συνέχεια του κράτους έκανε τα πάντα για ν’ αποθαρρύνει κάθε έρευνα, την ίδια ακριβώς στιγμή που αναγόρευε τον «Δεκέμβρη» σε ιδρυτικό μύθο του ανεξάρτητου Καζακστάν – διεκδικώντας, μάλιστα, μέσω αυτού τα ιστορικά πρωτεία για τη δρομολόγηση της διάλυσης της ΕΣΣΔ.
Εν έτει 1991, ο Ναζαρμπάγεφ θα επιλέξει έτσι την επέτειο της 16ης Δεκεμβρίου για να ανακηρύξει την ανεξαρτησία της χώρας. Το 2006, πάλι, κατά την αποκάλυψη μνημείου της εξέγερσης, θα αποτίσει φόρο τιμής «στη νεολαία μας που διαμαρτυρήθηκε αποφασιστικά για τις καταχρήσεις και την υποκρισία του ολοκληρωτικού καθεστώτος» (που ο ίδιος είχε διευθύνει για δεκαετίες). Γι’ αυτήν την τελευταία διατύπωση, ο κ. Ανδριανόπουλος δεν θα είχε πάντως, υποθέτουμε, την παραμικρή αντίρρηση…

Τάσος Κωστόπουλος