«Τώρα κανονίζω Χριστούγεννα να τιμώ τους νεκρούς μου. […] Δε με τραβάει το γλεντοκόπι. […] Ανήκω στους απέχοντες, που τα Χριστούγεννα αδυνατίζουν»
Οταν το 2013 απένειμαν στον Erri De Luca το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας (είχε ήδη λάβει τέσσερα βραβεία και σύντομα θα λάβαινε δύο ακόμη), τα βιβλία του ταξίδευαν κιόλας σε 30 γλώσσες και ο ίδιος είχε χαρακτηριστεί από τον ιταλικό Τύπο ως «συγγραφέας της δεκαετίας» (11.12.2009). Το 2011 με το «Τα ψάρια δεν κλείνουν τα μάτια» είχε κάνει την πεντηκοστή εμφάνισή του στον χώρο των Γραμμάτων, επιστρέφοντας στα παιδικά χρόνια ως ενδοκειμενικό χρόνο εκτύλιξης των γεγονότων αλλά και ως αντικείμενο μελέτης, συνοδευόμενης από γνώριμες (αυτοβιογραφικές) σταθερές και, επίσης, από σαφείς αυτοαναφορές στην ίδια την πράξη της συγγραφής, εκτελούμενης σε ένα τετελεσμένο μέλλον· εξ ου και η τσουχτερή κοινωνική κριτική για ζητήματα όπως η εργασία των παιδιών και το εμφύλιο ή το ρατσιστικό μίσος (στους πρόσφυγες-στρατοκόπους γίνεται σημαίνουσα αναφορά στο επόμενο μεταφρασμένο βιβλίο).
«Στα δέκα είσαι μέσα σ’ ένα κουκούλι που περιέχει όλα τα μελλοντικά σου σχήματα. Κοιτάζεις έξω τάχα σαν ενήλικος, στριμωγμένος όμως σ’ ένα τσουρούτικο νούμερο παπούτσια. […] Πενήντα χρόνια αργότερα, πλευρίζω εκείνη την ηλικία [ό]που αρχειοθετούσα τις επόμενες μορφές μου. Εχοντας απομακρυνθεί απ’ αυτή, ανάλωσα το λίπος του αλλοτινού εαυτού μου, αποκλείοντας παραλλαγές. Μέσα σ’ εκείνο το συνεπτυγμένο κορμί υπήρχε η συγκίνηση και η οργή των επαναστατικών χρόνων, στα λατινικά υπήρχε η εξοικείωση με τις γλώσσες που ακολούθησαν, στον κρατήρα του ηφαιστείου υπήρχαν τα βουνά όπου έμελλε να γαντζωθώ για ν’ ανέβω. Στα αναπαυμένα συντρίμμια του πολέμου υπήρχε ο πόλεμος της Βοσνίας που έμελλε να διασχίσω και οι ιταλικές βόμβες πάνω από το Βελιγράδι, την τελευταία χρονιά του εικοστού αιώνα, που έμελλε να την υποδεχτώ κολλημένος στο παράθυρο ενός ξενοδοχείου με θέα τον Δούναβη και τον Σάβα».
Στο «Φύση γυμνή» (2016) το ενδιαφέρον εστιάζεται σε ένα, φυσικού μεγέθους, άγαλμα του Εσταυρωμένου και, συγκεκριμένα, στο (εννοούμενο στον τίτλο) ανδρικό μόριο (διογκωμένο, όπως διαπιστώνεται, εξαιτίας της αιμάτινης έντασης του επιθανάτιου σπασμού και περιτετμημένο), από το οποίο πρόκειται να αποκολληθεί το, εκ των υστέρων, προστεθέν μαρμάρινο «πανί». Η εν λόγω εκκλησιαστική απόφαση, χάριν της «τεράστιας καλλιτεχνικής αξίας» του γλυπτού, δημιουργημένου από ένα μέλος της αποδεκατισμένης γενιάς του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, που τόλμησε (αντιγράφοντας, μάλιστα, την ανατομία του δικού του σώματος) να αναπαραστήσει σε έναν Εσταυρωμένο Χριστό «τα νεαρά ξεπαστρεμένα σώματα», οδηγεί τον, αναλαβόντα την επισκευή, πρωτοπρόσωπο αφηγητή–ήρωα (άρτι μετοικίσαντα από το βουνό του, όπου ως ανάργυρος περαματάρης προσφύγων είχε ξεσηκώσει το, αμειβόμενο, σινάφι εναντίον του, στην παραθαλάσσια, και ομοίως πέρασμα προσφύγων, πόλη) στη μελέτη απρόσμενων λεπτομερειών της Σταύρωσης και, μέσω αυτών, στην ανεύρεση άγνωστων πτυχών του εαυτού του.
Ανάμεσα στο βουνό και στη θάλασσα έχει κυλήσει και η ταραχώδης ζωή του ίδιου του Ντε Λούκα (από τα ιδρυτικά μέλη της Λότα [Αγώνας] Κοντίνουα [Συνεχής], η οποία πρωτοεμφανίστηκε το 1969 στις κινητοποιήσεις της FIAT και κατάφερε να ενώσει το εργατικό με το φοιτητικό κίνημα, πέρασε αρκετά χρόνια «στις φυλακές μικρών και μεγάλων νησιών»), που επιλέγει να παρουσιάσει μια πολύ προσωπική, εξομολογητική αφήγηση στο «Το παιχνίδι της χήνας» (2018) και, αφορμώμενος από το παραμύθι του «Πινόκιο», να χρησιμοποιήσει έναν υποτιθέμενο διάλογο με τον ανύπαρκτο γιο του, ο οποίος εκτελεί χρέη πνεύματος αντιλογίας, προκειμένου ο «πατέρας» να εκθέσει τη φιλοσοφία που έχτισε για τον εαυτό του και η οποία διέπει τον βίο και την πολιτεία του, ενώ βέβαια η ίδια έχει διαποτίσει και όλα τα προηγούμενα βιβλία του και, ως εκ τούτου, έχει προετοιμάσει κατάλληλα το αναγνωστικό κοινό του· ωστόσο, αυτό το κοινό ενδέχεται να εκπλαγεί από το πόσα πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία έχει εισαγάγει ο συγγραφέας στις αφηγήσεις του (μέσω είτε της ομοιοπαθητικής είτε της ετεροπαθητικής μεθόδου). Κυρίως, όμως, το παρόν βιβλίο αδιόρατα παραδίδει τα κλειδιά του μυστικού, της ιδιαιτερότητας, της μοναδικότητας (κάθε μεγάλος συγγραφέας είναι μοναδικός) του DeLuca: «Θεωρώ τον εαυτό μου ενταγμένο στο λεξικό. Βλέπω τον εαυτό μου σαν ένα εργαλείο μεταμόρφωσης, από τη μια μεριά μπαίνει η ζωή που έζησα, από την άλλη βγαίνει αυτή που γράφω. §Οι λέξεις δεν είναι εργαλεία, έχουν μια ιστορία, μια δική τους βιογραφία, είναι ζωντανές, γι’ αυτό και θνητές». «Τυχαίνουν αχάριστα καθήκοντα στις λέξεις: ν’ αντικαθιστούν τα πάντα».
Στο τελευταία μεταφρασμένο στα ελληνικά «Το αδύνατο» (2019), ο De Luca διατηρεί τη διαλογική μορφή (εναλλάξ εδώ με την επιστολική, μέσω της οποίας ο κρατούμενος σε απομόνωση απευθύνεται στην αγαπημένη του), μόνο που τώρα οι διαλεγόμενοι είναι ανακριτής και κατηγορούμενος, ενώ η εξιστορούμενη υπόθεση αφορά συγκεκριμένο γεγονός: τη δολοφονία(;) ενός αντιεξουσιαστή πλην καταδότη από(;) τον, παλαιότερα, φυλακισθέντα εξαιτίας του, παλαιό συναγωνιστή και βετεράνο ορειβάτη, ο οποίος και ανακρίνεται. Δίνεται έτσι η ευκαιρία στον ανακρινόμενο: να θίξει ζητήματα όπως τα εργατικά «ατυχήματα/δυστυχήματα», οι άνευ στοιχείων μαζικές συλλήψεις της αστυνομίας («[…] όταν εμείς λέγαμε “κινητά”, εννοούσαμε τα κινούμενα κελιά, τις κλούβες της αστυνομίας, που μας έπιανε όλους μαζικά και μας έκλεινε εκεί μέσα μέχρι να γεμίσουν»), να υποστηρίξει για ακόμη μια φορά την ωραιότητα του ανώφελου της αναρρίχησης και, οπωσδήποτε, να δώσει περαιτέρω πειστήρια της ιδιαιτερότητάς του.
Διότι, αν στην τιτλική φράση του παρόντος άρθρου αποτυπώνεται το τι είναι για τον DeLuca (και όχι μόνον) ένα βιβλίο, στο απόσπασμα που ακολουθεί αποτυπώνεται μια από τις ιδιάζουσες συμπυκνώσεις/διερωτήσεις του: «Στις φωτογραφίες των αρχών του εικοστού αιώνα οι άνθρωποι δε χαμογελούν. Στέκουν κάπως κορδωμένοι, αν και ανήσυχοι που απαθανατίζονται. Πότε αρχίζουν τα χαμόγελα στις φωτογραφίες; Πότε βρίσκουν την ανεμελιά τους; Με τις αφίσες του σινεμά, για να μιμηθούν τους ηθοποιούς; Αστείες ερωτήσεις, τις κάνω σ’ εσένα, ίσως ξέρεις την απάντησή τους».
Σταυρούλα Γ. Τσούπρου