Ενα από τα σημαντικά αίτια που έχουν οδηγήσει στην πολύπλευρη κρίση των τελευταίων χρόνων, αλλά αποτελεί και ένα πάγιο χαρακτηριστικό της ελληνικής κοινωνίας, είναι ο σχιζοφρενικός διαχωρισμός δημόσιου – ιδιωτικού και τα διπλά στάνταρντ που χρησιμοποιούμε. Πολύ συχνά κρίνουμε όχι με βάση τη δημόσια παρουσία κάποιου, αλλά την προσωπική μας σχέση μαζί του.
Με άλλα λόγια, η αποτίμηση γίνεται με κριτήριο το προσωπικό μας όφελος (πολιτικό, οικονομικό, συναισθηματικό, οικογενειακό, ατομικό) και όχι τις αρχές και τις αξίες που επικαλούμαστε θεωρητικά σε «φιλολογικές» συζητήσεις για την κοινωνία και τα προβλήματά της. Η στάση αυτή έχει ένα και μοναδικό όνομα και αυτό δεν είναι άλλο από την υποκρισία.
Τα σκέφτομαι αυτά με αφορμή τον θάνατο γνωστού εκδότη – δημοσιογράφου (ελληνική πατέντα, όπως και η «διαπλοκή») και τον βομβαρδισμό αγιογραφιών που γέμισαν σελίδες, οθόνες, ερτζιανά και διαδίκτυο. Φυσικά, για πολλούς «ο νεκρός δεδικαίωται από της αμαρτίας», αλλά η αγιοποίηση είναι και σημάδι κοινωνικής παθογένειας, στον βαθμό που δείχνει ότι μια κοινωνία δεν θέλει ή αποφεύγει να μιλήσει για τις πληγές της, για τις «αμαρτίες» της και για όσα την κρατούν εγκλωβισμένη σ’ ένα επίπεδο συνείδησης που βάζει το εγώ πάνω από το εμείς και τις δημόσιες πάνω από τις ουσιαστικές ανθρώπινες σχέσεις και τα δικαιώματα των πολιτών.
Γιατί, εάν θέλουμε να μιλήσουμε για όλα αυτά, θα πρέπει να αναφερθούμε σε ένα συγκεκριμένο είδος δημοσιογραφίας (και όχι μόνο) που ανθεί και στη χώρα μας.
Ενα ορισμένο είδος δημοσιογραφίας (και κοινωνικής παρουσίας), λοιπόν, χαρακτηρίζεται από τη δουλικότητα απέναντι στα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα, εξωραΐζοντας τη δράση τους, διαφημίζοντας τον τρόπο ζωής τους και συγκαλύπτοντας τις ύποπτες, παράνομες ή αντικοινωνικές επιλογές τους. Συναλλάσσεται μαζί τους και διαχειρίζεται χρήμα που δύσκολα δικαιολογείται από τη δημοσιογραφική ενασχόληση. Αντίθετα, συχνά-πυκνά σπάει πλάκα, χλευάζει και προσβάλλει αδύναμους και ευάλωτους.
Ενα ορισμένο είδος δημοσιογραφίας λειτουργεί σαν «πιστόλι», στέλνει μηνύματα στην εξουσία, αλλά τελικά, τις περισσότερες φορές, συναγελάζεται με τους εκπροσώπους της, οι οποίοι μιλούν με τα καλύτερα λόγια γι’ αυτήν.
Ενα ορισμένο είδος δημοσιογραφίας απευθύνεται στα χαμηλότερα ένστικτα των ανθρώπων, υποδαυλίζοντας τον ρατσισμό, τον σεξισμό, τη σκανδαλοθηρία και την «κλειδαρότρυπα». Αντί να εξυψώνει, δημιουργεί έναν βάλτο μικρότητας, μέσα στον οποίο κυλιέται η ίδια, παρασύροντας μαζί της και τμήματα των αναγνωστών-πολιτών.
Ενα ορισμένο είδος δημοσιογραφίας έχει συντελέσει στα χρόνια της κρίσης στην εξάπλωση των φασιστικών ιδεών, στο ξέπλυμα της Χρυσής Αυγής και των ναζιστών πρωταγωνιστών της, αλλά και στη δημιουργία εμφυλιοπολεμικού κλίματος με κραυγές περί «προδότη Τσίπρα – καταληψία του Μαξίμου» και κυβέρνησης «που παρέλαβε μια χώρα-μέλος της Ε.Ε. και παραδίδει μια αποικιοκρατική ξενόδουλη χούντα».
Αυτό το είδος της δημοσιογραφίας έχει, δυστυχώς, αρκετούς «λειτουργούς» και στη χώρα μας και όσο κάνουμε ότι δεν το βλέπουμε ή γοητευόμαστε από την «κλειδαρότρυπα», θα βουλιάζουμε όλο και πιο βαθιά στον βούρκο του κοινωνικού φασισμού, ο οποίος προαναγγέλλει και τον πολιτικό.
Η υποκρισία, τόσο ατομικά όσο και κοινωνικά, τυφλώνει και προκαλεί προβλήματα που στο μέλλον θα απαιτήσουν τεράστια προσπάθεια για να αντιμετωπιστούν, εάν τελικά δεν προλάβει να μας καταστρέψει. Ο καθρέφτης είναι μπροστά μας, δεν χρειάζεται παρά να στρέψουμε το κεφάλι!
Τάσος Τσακίρογλου
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών