Τέσσερις μήνες αφότου η κυβέρνηση της Ουγγαρίας εισήγαγε τον λεγόμενο νόμο για την Προστασία της Τοπικής Ταυτότητας, περισσότεροι από εκατό δήμοι έχουν θεσπίσει κανονισμούς που περιορίζουν το ποιος μπορεί να εγκατασταθεί εντός των ορίων τους. Ενώ η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι πρόκειται για ένα εργαλείο για τη διατήρηση της «τοπικής ταυτότητας», ο νόμος γρήγορα μεταβλήθηκε σε μέσο επιλεκτικού αποκλεισμού, που στοχεύει κυρίως στις κοινότητες των Ρομά, τους αλλοδαπούς και τους πολίτες με χαμηλό εισόδημα.
Η διατύπωσή του νόμου είναι ασαφής: οι δήμοι μπορούν να αποτρέψουν την «ανεπιθύμητη αύξηση του πληθυσμού» και μπορούν να αποφασίσουν ποιος «ταιριάζει» στην κοινότητά τους. Αυτό το πλαίσιο νομιμοποιεί πρακτικές που προηγουμένως ήταν άτυπες, όπως η συλλογική αγορά σπιτιών από χωριά ώστε να αποτρέψουν τις οικογένειες Ρομά να μετακομίσουν σε αυτά. Το Κέντρο Τύπου των Ρομά έχει χαρτογραφήσει περίπου 120 δήμους που πλέον ελέγχουν τους αιτούντες εγκατάσταση ή τους δυσκολεύουν με πρόσθετα εμπόδια.
Ο αντίκτυπος αυτής της πρακτικής μπορεί να διογκωθεί επικίνδυνα. Η βορειοανατολική περιοχή της χώρας (όπου είναι συγκεντρωμένες πολλές από αυτές τις πόλεις) φιλοξενεί μερικούς από τους μεγαλύτερους πληθυσμούς Ρομά της Ουγγαρίας. Οι επιβαλλόμενοι κανόνες επηρεάζουν όποιον επιθυμεί να μετακομίσει, να καταχωρίσει μόνιμη διεύθυνση, να έχει πρόσβαση σε τοπική υγειονομική περίθαλψη ή να εγγράψει τα παιδιά του στο σχολείο. Από την άλλη πλευρά, οι κάτοικοι που δεν μπορούν να αποκτήσουν καταχωρημένη διεύθυνση αντιμετωπίζουν σοβαρά μειονεκτήματα σε όλα τα επίπεδα, από τις αιτήσεις εργασίας έως τις τραπεζικές συναλλαγές τους.
Αν και οι τοπικοί κανόνες ποικίλλουν σημαντικά, το μοτίβο είναι σαφές. Ορισμένες πόλεις απαιτούν τουλάχιστον απολυτήριο λυκείου από τους ενδιαφερόμενους προκειμένου να εγκατασταθούν. Άλλες απαιτούν ένα έτος συνεχούς απασχόλησης, καθαρό ποινικό μητρώο ή απόδειξη ελάχιστου εισοδήματος. Η Πίλις, πόλη στην κομητεία Πέστη, αποκλείει όποιον δεν μιλάει ουγγρικά.
Αρκετά χωριά επιβάλλουν «εισφορές οικισμού», που κυμαίνονται από 50 ευρώ έως και περισσότερα από 3.500 ευρώ, ένα προφανές ανάχωμα απέναντι στις φτωχότερες οικογένειες, ενώ άλλο χωριό επιτρέπει στο κοινοτικό συμβούλιο να αρνηθεί την άδεια παραμονής μετά από «προσωπική συνέντευξη», αν ο αιτών κριθεί ακατάλληλος για «κοινοτική συνύπαρξη».
Το Ευρωπαϊκό Κέντρο Δικαιωμάτων των Ρομά υποστηρίζει ότι ο νόμος παρέχει ένα πλαίσιο που ευνοεί τον φυλετικό διαχωρισμό, αντιβαίνει στους κανόνες της ΕΕ κατά των διακρίσεων και απηχεί ιστορικές προσπάθειες δημιουργίας «ζωνών χωρίς Ρομά», αποκαλώντας το σύστημα «κρυφού απαρτχάιντ». Ένας συνασπισμός οργανώσεων Ρομά έχει υποβάλει καταγγελίες τόσο στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσο και στις εγχώριες αρχές, ζητώντας διαδικασίες επί παραβάσει της ευρωπαϊκής νομοθεσίας.
Φυσικά, η κυβέρνηση αρνείται οποιαδήποτε πρόθεση διάκρισης. Ο υπουργός Δημόσιας Διοίκησης και Δικαιοσύνης, Τίμπορ Νάβρατσιτς, επιμένει ότι οι κανόνες απλώς αντιμετωπίζουν τις εμφανιζόμενες τάσεις υπερπληθυσμού που πιέζουν τις κοινότητες. Ωστόσο, ακόμη και ο ίδιος παραδέχεται ότι τα περισσότερα περιοριστικά διατάγματα δεν έχουν προκύψει σε περιοχές υψηλής ζήτησης, αλλά σε προβληματικούς αγροτικούς οικισμούς, δηλαδή σε μέρη προς τα οποία λίγοι άνθρωποι –εκτός από φτωχότερες οικογένειες Ρομά– μετακινούνται.
Το κλείσιμο της Αρχής Ίσης Μεταχείρισης από την ουγγρική κυβέρνηση, το 2021, αποδυναμώνει περαιτέρω τις νομικές εγγυήσεις, αφήνοντας στα θύματα λιγότερες δυνατότητες να καταγγείλουν και να αντισταθούν στις διακρίσεις.
Αν και ο νέος αυτός νόμος μοιάζει πρωτοφανής, δεν αποτελεί μοναδικό φαινόμενο στην Ευρώπη. Αρκετές αυτοδιοικητικές αρχές έχουν θεσπίσει μέτρα για την προστασία των τοπικών κοινοτήτων από νεοαφιχθέντες κατοίκους και αγοραστές ακινήτων.
Στην αυτόνομη επαρχία του νότιου Τιρόλο της Ιταλίας, για παράδειγμα, πολλά ακίνητα που χρησιμοποιούνται ως κατοικίες μπορούν να αγοραστούν μόνο από όποιους έχουν ζήσει ή εργαστεί εκεί για πέντε τουλάχιστον χρόνια, σύστημα που έχει σχεδιαστεί για να διασφαλίζει τη στέγαση για τους ντόπιους. Στη Γαλλία, ο οργανισμός SAFER έχει τη δυνατότητα να παρέμβει και να αγοράσει γεωργική γη, ώστε να την κρατήσει στα χέρια των τοπικών αγροτών. Η Δανία απολαμβάνει εξαίρεσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση, γεγονός που της επιτρέπει να απαγορεύει σε ξένους αγοραστές να αποκτούν παραθαλάσσιες εξοχικές κατοικίες, προστατεύοντας τα τοπικά πρότυπα ιδιοκτησίας.
Τα παραδείγματα καταδεικνύουν ότι τα ευρωπαϊκά κράτη χρησιμοποιούν μερικές φορές νομικά εργαλεία, προκειμένου να περιορίσουν την κινητικότητα, υπερασπιζόμενα τα τοπικά συμφέροντα. Αλλά πουθενά δεν φτάνουν σε τέτοιες ακρότητες –ή δεν παρέχεται τόση διακριτική ευχέρεια στους δήμους– όπως με τον νόμο περί ταυτότητας της Ουγγαρίας.
Πολιτικά, ο νόμος συνάδει με τη μακροχρόνια στρατηγική του κυβερνώντος κόμματος Fidesz. Την ανάθεση, δηλαδή, μέτρων τιμωρητικών ή αποκλεισμού σε τοπικούς φορείς, ώστε να μπορεί η κυβέρνηση να διατηρεί παράλληλα μία ρητορική απόσταση από τον απροκάλυπτο ρατσισμό. Αναπλαισιώνοντας προσχηματικά το ζήτημα ως «προστασία της τοπικής ταυτότητας», αξιοποιεί τις υπάρχουσες ανησυχίες σε οικονομικά παρακμάζουσες περιοχές, προσφέροντας στους δήμους ένα εργαλείο διαχείρισης τους, προς την κατεύθυνση που η πολιτική Όρμπαν επιθυμεί.