Gayatri Chakravorty Spivak, “Μπορούν οι υποτελείς να ομιλούν;”,μτφρ. Χλόη Κoλύρη, Παναγιώτης Τριτσιμπίδας, εκδ. Επέκεινα, Τρίκαλα 2018
Η Γκαγιάτρι Τσακραβόρτι Σπίβακ, Ινδή μελετήτρια της συγκριτικής λογοτεχνίας και πολιτική φιλόσοφος, η πρώτη έγχρωμη γυναίκα καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Κολούμπια, είναι μια από τις επιδραστικότερες θεωρητικούς στο χώρο της φεμινιστικής θεωρίας και των μετααποικιακών σπουδών, αν και στην ίδια δεν αρέσει τόσο αυτός ο τελευταίος όρος.
Η Σπίβακ, που το 1967 ανακάλυψε το βιβλίο ενός άγνωστου τότε στις ΗΠΑ συγγραφέα (το «Περί γραμματολογίας» του Ζακ Ντεριντά) και το μετέφρασε στα αγγλικά συνοδεύοντάς το με μια εκτενή εισαγωγή, είναι μία από αυτούς που εισάγουν την αποδόμηση στις αγγλοσαξονικές φεμινιστικές σπουδές. Το δοκίμιο «Μπορούν οι υποτελείς να ομιλούν;», που εκδόθηκε το 1988, την έκανε παγκοσμίως γνωστή και θεωρείται ακόμη σήμερα ορόσημο στο πεδίο της σύγχρονης φεμινιστικής και μετααποικιακής θεωρίας. Πρόκειται για ένα δύσκολο θεωρητικό και ταυτοχρόνως πολεμικό κείμενο, κάτι που δεν είναι σπάνιο στη γραφή της Σπίβακ, το οποίο θέτει ένα σημαντικό ερώτημα όσον αφορά τη δυνατότητα των υποτελών, των υποδεέστερων για οποιονδήποτε λόγο (τάξη, φυλή, φύλο, σεξουαλικό προσανατολισμό κτλ.) να μιλήσουν για λογαριασμό τους, αλλά και την επιμονή της δυτικής διανόησης να κατασκευάζει τον άλλον με βάση οικουμενικοποιημένες δυτικές έννοιες και παραδοχές.
Το κείμενο ξεκινά με μια επίθεση στον Μισέλ Φουκώ και τον Ζιλ Ντελέζ, μια συζήτηση των οποίων σχολιάζει η συγγραφέας για να καταδείξει τον τρόπο με τον οποίο ο δυτικός διανοούμενος αντιλαμβάνεται τον άλλον και μιλά γι’ αυτόν. Αυτό που αντιπαραθέτει η Σπίβακ στη λατρεία του «μαοϊσμού» και της «κινεζικότητας» από τη γαλλική θεωρία της δεκαετίας του ’70, είναι μια διερώτηση για το κατά πόσον το «τριτοκοσμικό υποκείμενο» μπορεί να μελετηθεί χωρίς να εμπλακεί σ’ αυτό το αποικιοκρατικό σύστημα. Κατά τη γνώμη της, κάθε έρευνα είναι κατά κάποιον τρόπο αποικιοκρατική, στο βαθμό που προσδιορίζει τον άλλον, το υποκείμενο που βρίσκεται «εκεί», ως αντικείμενο μελέτης και ως κάτι που η επιστημονική γνώση πρέπει να αποσπάσει και να το φέρει «εδώ», δηλαδή στη Δύση. Η Σπίβακ εξετάζει την εγκυρότητα της δυτικής αναπαράστασης του Άλλου και διαπιστώνει πως σχεδόν πάντα υποτάσσεται στο ηγεμονικό λεξιλόγιο και στα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα της καπιταλιστικής Δύσης.
Επίθεση στο δυτικό διανοούμενο
Στο πρώτο μέρος του δοκιμίου της η Σπίβακ ασκεί κριτική, πέρα από τους προαναφερθέντες Φουκώ και Ντελέζ, επίσης στη μαρξιστική και τη γκραμσιανή θεώρηση του Τρίτου Κόσμου, επιχειρώντας ωστόσο να συνθέσει το επιχείρημά της και πάνω σε μαρξιστικά θεμέλια. Έτσι, ο λόγος για το ατομικό, το υποκείμενο ή την επιθυμία, στο δοκίμιο της Σπίβακ διασταυρώνεται εμφατικά με την ταξικότητα και τη διαστρωμάτωση των αποικιοκρατούμενων κοινωνιών, διακρίνοντας όχι μόνο μεταξύ ντόπιων και ξένων, αλλά και εντός των ντόπιων πληθυσμών μεταξύ διαφόρων στρωμάτων τοπικών ή εθνικών ελίτ και της μεγάλης μάζας των υποτελών τάξεων.
Αν σε κάτι ασκεί κριτική η Σπίβακ είναι στις προσπάθειες των δυτικών διανοούμενων να μιλήσουν εν ονόματι του άλλου, να «παρουσιάσουν τη δική του φωνή». Η ίδια βλέπει πίσω απ’ αυτό την εμμονή της Δύσης να συντηρεί τον εαυτό της ως υποκείμενο, και αντιλαμβάνεται το λόγο των δυτικών διανοούμενων για τον Άλλον ως ένα λόγο διαφανή που μιλά κυρίως ή και αποκλειστικά για τον εαυτό του. Άρα η απάντηση της Σπίβακ είναι ότι ο τριτοκοσμικός υποτελής Άλλος δεν μπορεί να μιλήσει, ακόμη κι όταν καταφέρει να υπερβεί τα επιφανειακά δεσμά της υποτέλειάς του, ακριβώς επειδή ο λόγος που κατασκευάζει η Δύση γι’ αυτόν, ακόμη και στις πιο προοδευτικές και ριζοσπαστικές εκδοχές της, εξακολουθεί να προέρχεται από τη λογοθετική και φαλλογοκεντρική ηγεμονία της.
Από την άλλη πλευρά, εξετάζει τη θεωρητική συμβολή των προερχόμενων από τον Τρίτο Κόσμο επιστημόνων και στοχαστών που συγκροτούν το πεδίο των «Σπουδών των υποτελών», Ινδών κατά κύριο λόγο, στην εθνοκεντρική οπτική των οποίων ασκεί επίσης κριτική. Αλλά και η αποδομητική θεωρία του Ντεριντά, που γίνεται το βασικό εργαλείο της για να υπερβεί την εθνοκεντρική κατασκευή του υποκειμένου, αξιοποιείται κυρίως πολιτικά ως φορέας αβεβαιότητας, ή νοηματικού κενού, ως επίκληση ή κάλεσμα προς τον «ολοκληρωτικά Άλλο», εμπλουτίζοντας έτσι αμοιβαία και τη θεωρία της αποδόμησης και τις μετααποικιακές και φεμινιστικές προσεγγίσεις.
Το έθιμο της sati
Στο δεύτερο μέρος του, το βιβλίο της Σπίβακ επικεντρώνει στη συγκρότηση και την κατασκευή του θηλυκού υποκειμένου και δη του υποτελούς θηλυκού υποκειμένου. Η Σπίβακ κατασκευάζει εδώ μια εμβληματική φράση για το σύγχρονο φεμινισμό του τρίτου κύματος: «Λευκοί άνδρες σώζουν σκούρες γυναίκες από σκούρους άνδρες». Αυτή η φράση λειτουργεί ως συμπύκνωση και πρότυπο για το νεοαποικιοκρατικό/νεοϊμπεριαλιστικό λόγο. Για να την εξηγήσει, η Ινδή στοχάστρια αναλύει το έθιμο της sati, του καψίματος της χήρας στη νεκρική πυρά του συζύγου της. Απέναντι στο λόγο της αποικιοκρατίας, που επιλέγει την απαγόρευση και την ποινικοποίηση, το επιχείρημα των φανατικών ινδουιστών που επικαλούνται την επιθυμία των γυναικών να πεθάνουν. Η Σπίβακ στέκεται σε δύο στοιχεία. Αφενός στη μετατροπή ενός εθίμου, μιας δεισιδαιμονίας, σε έγκλημα, αφετέρου στον τρόπο με τον οποίο συγκροτείται στη γλώσσα, ακόμη και μέσω της μετάφρασης-κατονομασίας το ίδιο το έθιμο, νομιμοποιώντας τον ιμπεριαλισμό ως εγχείρημα εκπολιτισμού. Ο όρος sati, που κυριολεκτικά σημαίνει η «σύζυγος» παραποιείται μεταφραζόμενος ως «η πιστή» ή «η καλή σύζυγος», και ουσιαστικά ορίζει το θηλυκό υποκείμενο και το θηλυκό σώμα, επιβεβαιώνοντας τον τρόπο με τον οποίο η ινδουιστική πίστη βλέπει στην τελετουργική αυτοκτονία της χήρας την απελευθέρωσή της από το γυναικείο σώμα όσον αφορά τις μελλοντικές μετενσαρκώσεις της.
Η ανάλυση της Σπίβακ εδώ αποτελεί πρότυπο για το φεμινιστικό λόγο όταν έρχεται αντιμέτωπος με ζητήματα όπου η Δύση προσπαθεί να παίξει τον ιμπεριαλιστικό της ρόλο εμπλέκοντας το ζήτημα της προστασίας των γυναικών από τους «κακούς» ομοεθνείς τους, ζητήματα δηλαδή όπως την καταπίεση των γυναικών, την ποινικοποίηση της μαντίλας κτλ., και αξιοποιείται από τις φεμινίστριες εκείνες που ασκούν κριτική σε ένα δυτικό φεμινισμό της αστικής τάξης, που φαίνεται να αφορά μόνο προνομιούχους άντρες και προνομιούχες γυναίκες.
Μεταφραστική αβεβαιότητα
Η μετάφραση θεωρητικών κειμένων στα ελληνικά ενέχει πάντα σημαντικά προβλήματα, κυρίως τη διαρκή ανάγκη να αποφασίσει ο/η μεταφραστής/τρια για την απόδοση όρων που δεν έχουν καταφέρει ακόμη να παγιωθούν στα ελληνικά. Ήδη ο τίτλος του δοκιμίου της Σπίβακ θέτει το πρόβλημα του όρου subaltern, του «υποτελούς» της ελληνικής μετάφρασης, ο οποίος έλκει την καταγωγή του από τον Γκράμσι, στη μετάφραση του οποίου έχει επικρατήσει στα ελληνικά όρος «υποδεέστερες τάξεις» έναντι των «υποτελών». Σε πολλαπλές παραθέσεις του δε σε άλλα κείμενα, μεταφρασμένα ή πρωτότυπα, ο όρος έχει μεταφραστεί με πολλούς τρόπους στα ελληνικά: κατώτερος, υποτελής, υποδεέστερος, υπάλληλος κ.ά. Η μετάφραση της Χλόης Κολύρη και του Παναγιώτη Τριτσιμπίδα επιλέγει το «υποτελής», που είναι μια μάλλον επιτυχής μεταφραστική λύση, δεν καταγράφει όμως τη μεταφραστική του ιστορία, που θα μπορούσε να είναι χρήσιμη στην αναγνώστη. Αναποφάσιστοι δείχνουν οι μεταφραστές όσον αφορά άλλες αποδόσεις, κι έτσι συναντάμε διαφορετικές εκδοχές του ίδιου όρου, π.χ. την «κατανομή» και τον ορθότερο «καταμερισμό» της εργασίας. Αλλού δείχνουν να παραβλέπουν τις μέχρι σήμερα μεταφραστικές αποδόσεις ενός δύσκολου όρου όπως το «agency» (συνήθως «εμπρόθετη δράση» ή σπανιότερα «αυτενέργεια» στα ελληνικά) που χάνεται κάπως νοηματικά μεταφραζόμενο ως «δυνατότητα δράσης» ή και ως «δυνατότητα παρέμβασης». Ενδιαφέρον έχει και η δεύτερη μεταφραστική επιλογή του τίτλου του βιβλίου. Η επιλογή της υποτακτικής ενεστώτα και μάλιστα του λόγιου τύπου της («ομιλούν») δίνει ένα κάπως καθαρευουσιάνικο στίγμα που διαψεύδεται στο υποκεφάλαιο όπου η Σπίβακ αναλύει ακριβώς το ερώτημα του τίτλου, κι εκεί η επιλογή των μεταφραστών είναι ο τρέχων τύπος του ρήματος και η υποτακτική αορίστου («Μπορούν οι υποτελείς να μιλήσουν;»), κατά τη γνώμη μου πολύ πιο εύστοχη. Διότι οι υποτελείς μπορούν να ομιλούν (θεωρώντας εδώ την ομιλία ως μια εγγενή ανθρώπινη ιδιότητα), δυσκολεύονται ωστόσο να μιλήσουν (ο στιγμιαίος χρόνος δίνει τη σημασία μιας ρήξης και μιας ιδρυτικής στιγμής ανάληψης του λόγου από το υποκείμενο) εξ ου και αναλαμβάνουν άλλοι να μιλούν (εξακολουθητικά) για αυτούς.
Οι εκδόσεις Επέκεινα αποτελούν ένα παράδειγμα εκδοτικού οίκου της επαρχίας, που μέσα σε λίγα χρόνια έχει καταφέρει να εμπλουτίσει τη βιβλιογραφία μας με σημαντικά κείμενα θεωρίας, αναλαμβάνοντας το ρίσκο δύσκολων και τολμηρών επιλογών.
Έφη Γιαννοπούλου
Πηγή: Η Εποχή