Συνεντεύξεις

Εμμανυέλ Μπαγιαμάκ-Ταμ: Βλέπω την απελευθέρωση να περνά από το σώμα

Η Γαλλίδα συγγραφέας που με το μυθιστόρημα «Αρκαδία» («Πόλις») τάραξε τα νερά στη χώρα της και αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει ακόμα και ακραίες κατηγορίες όπως το κατά πόσον ο κεντρικός της ήρωας είναι παιδόφιλος, απαντά σε όλα και σχολιάζει τη σύγχρονη γαλλική κοινωνία ως προς την τρανς-φοβία της «η οποία μπορεί να εκδηλώνεται με πολύ βίαιο τρόπο» και ως προς τη στάση της απέναντι στους μετάναστες: «Η πλειονότητα», λέει, «δεν θέλει το κακό τους, αλλά δεν τους θέλει και σπίτι της».
Το παρουσιαστικό της Φαρά διαψεύδει κάθε προσδοκία κανονικότητας. Στα δεκατρία της είναι μια μελαχρινή και σωματώδης πιτσιρίκα με προσωπάκι βατράχου. Στα είκοσί της, όμως, είναι ίντερσεξ. Εχει χάσει την ταυτότητα φύλου στην εφηβεία της και έχει βρει τον εαυτό της. «Είμαι ένα κορίτσι με ατσάλινους μυς, ένα αγόρι που δεν φοβάται την ευθραυστότητά του, μια χίμαιρα εφοδιασμένη με ωοθήκες και ατροφικούς όρχεις, μια απροσδιόριστη οντότητα, ένα ελεύθερο πνεύμα». Είναι θυμωμένη επειδή «συμβιβαζόμαστε με τον ρόλο του σκουπιδοτενεκέ» και διεκδικεί «μια ανακωχή στη μεγάλη ανθρωποφαγική μανία», «έναν αφοπλισμό της παγκόσμιας πολιτοφυλακής», και θαλάσσιους δρόμους ανοιχτούς για τους πρόσφυγες.
Η/ο Φαρά είναι το πρωταγωνιστικό πρόσωπο στο ανατρεπτικό μυθιστόρημα «Αρκαδία» της Γαλλίδας Εμανιέλ Μπαγιαμάκ-Ταμ (Εκδ. Πόλις, μτφρ. Χαρά Σκιαδέλλη), ένα βιβλίο που μας προκαλεί να σκεφτούμε σοβαρά σε τι είδους κοινωνία θέλουμε να ζούμε, τι υπερασπιζόμαστε, ποια ουτοπία έχει νόημα να κυνηγήσουμε. Κοντά της, χαρακτήρας εμβληματικός και κλειδί στην πλοκή, ο πολύ μεγαλύτερός της Αρκαντί, γητευτής και πνευματικός της δάσκαλος που «μπορούσε να μετατρέπει τις πιο μαύρες ώρες σε υπέροχο παραμύθι γεμάτο αστραφτερές υποσχέσεις». Γύρω τους, μια ελευθεριακή και ελευθέρια κοινότητα σε έναν βουκολικό παράδεισο χωρίς κάλυψη δικτύου. Εκεί, στο «Σπίτι της Ελευθερίας» (για «Liberty House» μιλούσε ο Βικτόρ Ουγκό στην εξορία του), έξω από την ακτίνα της «τεχνολογικής αποικιοκρατίας», όλα μοιάζουν ειδυλλιακά. Αλλά δεν θα μείνουν έτσι.
Πεζογράφος από το 1994, που παράλληλα διδάσκει σε Τεχνικό Λύκειο, η Εμανιέλ Μπαγιαμάκ-Ταμ είναι καταξιωμένη παρότι δεν ανήκει στο κυρίαρχο πεζογραφικό ρεύμα. Στα τολμηρά έργα της, όπως η «Αρκαδία» –με τις καίριες διακειμενικές λογοτεχνικές αναφορές που καθόλου δεν βαραίνουν την αφήγηση– χρησιμοποιεί το όνομα από το Καμερούν του πατέρα των δυο κοριτσιών της. Αλλά κρατά και το ψευδώνυμο Ρεμπέκα Λιγκιέρι για τα αστυνομικά της μυθιστορήματα.

Πριν διαβάσει κάποιος αυτή τη συγγραφέα με τη γαλήνια αναγεννησιακή ομορφιά και τις αέρινες κινήσεις, και πριν τη γνωρίσει, πολύ δύσκολα θα μπορούσε να προβλέψει πόσο τολμηρές είναι οι θέσεις της, πόσο ριψοκίνδυνα είναι τα βήματά της σε αυτό το βιβλίο, πόσο ψαγμένη η γλώσσα της και πόσο πολιτική είναι η κριτική ματιά της στην κοινωνία του καιρού μας. Μια ματιά διεισδυτική και εκφρασμένη ρητά για την υπόθεση κουίρ (queer) και τις έμφυλες διεκδικήσεις όσο και για τα κλειστά σύνορα, σε ένα τοπίο φοβικό απέναντι στο διαφορετικό, όπως είναι φοβική η σημερινή Ευρώπη, η Γαλλία και πάντως η Ελλάδα.

• Μια ελευθεριακή κοινότητα στον γαλλικό Νότο είναι το κέντρο της δράσης στο μυθιστόρημά σας. Ο Σαρλ Φουριέ (1772-1837), ο Γάλλος ουτοπικός σοσιαλιστής, φαντάστηκε ιδανικές και αυτάρκεις κοινότητες να λειτουργούν σε περίκλειστα οικοδομικά σύνολα, τα «φαλανστήρια». Χρησιμοποιείτε κι εσείς τον σχετικό όρο, ωστόσο μοιάζετε να επεξεργάζεστε μια εναλλακτική θεωρία.

Φυσικά και σκέφτηκα τα φαλανστήρια του Φουριέ, αλλά έκανα και μια ευρύτερη έρευνα γύρω από τέτοιου τύπου κοινότητες στην εποχή μας, διότι με ενδιέφερε η διαφωνία τους με την κοινωνία. Ας θυμηθούμε τον κύκλο του Γκουρτζίεφ, υπήρξε και η «Οντενβαλντ» στη Γερμανία, ενώ στην Πορτογαλία η «Ταμέρα» εξακολουθεί να λειτουργεί, όπως άλλες στις ΗΠΑ, στην Ινδία κ.α. Με απασχολούν οι απόπειρες μιας κοινότητας να ζήσει αλλιώς, οπότε, ναι, από αυτή τη σκοπιά υποστηρίζω και μια εναλλακτική πρόταση.

Τα φαλανστήρια λ.χ. δεν κατάφεραν να απορροφήσουν τις εντάσεις στο εσωτερικό τους. Ολες αυτές οι απόπειρες που ξεκίνησαν ωραία, απέτυχαν, όπως αποτυγχάνει και η κοινότητα του βιβλίου μου. Πάντα υπάρχουν παρεκτροπές, και πολύ περισσότερο όταν τα κοινόβια, οι σέχτες, οι αδελφότητες, επιχειρούν να βιώσουν και τη σεξουαλικότητα με διαφορετικό τρόπο, χωρίς κτητικότητα, χωρίς ζήλια. Οταν όμως βάζεις παιδιά στην ίδια θέση με τους ενήλικους που είναι αυτόνομοι και υπεύθυνοι για τους εαυτούς τους, δεν μπορείς να διασφαλίσεις ότι δεν θα υπάρξουν απόπειρες αποπλάνησης. Στο «Οντενβαλντ» λ.χ. σημειώθηκαν κρούσματα παιδικής κακοποίησης…

• Οι δύο πρωταγωνιστικοί χαρακτήρες στην «Αρκαδία» έχουν 35 χρόνια διαφορά, δένονται όμως ερωτικά, ψυχικά και πνευματικά σε μια γενικότερη ατμόσφαιρα ελευθεριότητας την οποία περιγράφετε με λεπτομέρειες στο βιβλίο σας. Δύσκολο θέμα για κάθε συγγραφέα τώρα που έχει φουντώσει το κίνημα #Me Too και ξεσπούν απανωτά σκάνδαλα παιδοφιλίας. Ακόμη δυσκολότερο εφόσον είστε και εκπαιδευτικός. Πώς το τολμήσατε;

Φρόντισα να ξεκαθαρίσω ότι ήταν η νεαρή Φαρά, η πρωταγωνίστριά μου, που πήρε την πρωτοβουλία να διεκδικήσει μια σεξουαλική σχέση με τον μέντορα της κοινότητας, τον Αρκαντί. Εκείνος με τη σειρά του της απάντησε να περιμένει μέχρι τη σεξουαλική ενηλικίωσή της. Δεν υπήρξε λοιπόν ούτε κακοποίηση ούτε άσκηση βίας ή αποπλάνηση. Οταν, έπειτα από τρία χρόνια προχώρησαν, ο Αρκαντί είχε τη συγκατάθεση της Φαρά. Από νομική σκοπιά, λοιπόν, δεν έχουμε στην «Αρκαδία» καμία απολογία της παιδοφιλίας.

Παρ’ όλα αυτά, ο αμφιφυλόφιλος Αρκαντί δεν παύει να παίζει κομβικό ρόλο στη διαπαιδαγώγηση της Φαρά, και έχει σημαντική επιρροή επάνω της, οπότε η σχέση τους μπορεί να θεωρηθεί προβληματική. Ετσι όπως έχει εξελιχθεί στα ΜΜΕ η σχετική συζήτηση, αναρωτιέται κανείς ακόμη και για τη «Λολίτα» του Ναμπόκοβ, εάν θα έβρισκε σήμερα εκδότη… Αρα παίζει μεγάλο ρόλο και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται μια έκδοση. Οταν το μυθιστόρημα κυκλοφόρησε στη Γαλλία το 2018, και ήταν υποψήφιο για σημαντικά βραβεία, δεν είχαν ξεσπάσει τα σκάνδαλα με τον Ολιβιέ Ντιαμέλ ή τον Γκαμπριέλ Ματζνέφ.

Η «Αρκαδία» σόκαρε ορισμένους αναγνώστες/στριες που μου έστειλαν επιστολές, αλλά δεν προκάλεσε καμία πολεμική, και, το σημαντικότερο, προτάθηκε από εκπαιδευτικούς για το βραβείο Folio των Μαθητών Λυκείου! Αυτό σημαίνει ότι καθηγητές το πρότειναν σε έφηβους. Η γαλλική κοινωνία είναι μάλλον πιο ανεκτική σε ό, τι αφορά τη λογοτεχνία… Οσο για τις δικές μου τάξεις, οι μαθητές μου δεν γνωρίζουν ότι γράφω. Στο Τεχνικό Λύκειο όπου διδάσκω, δεν τους ενδιαφέρουν τέτοια διαβάσματα.

• Ο Φουριέ μιλούσε και για μια «κουλτούρα της ευφορίας». Και οι ιδέες του παρέπεμπαν σε αυτό που αργότερα ονομάστηκε «γυναικεία απελευθέρωση», την οποία θεωρούσε βασική για την εύρυθμη λειτουργία μιας κοινωνίας. Εσείς υπερασπίζεστε μια απελευθερωμένη ταυτότητα φύλου μέσω της Φαρά που μεγαλώνοντας δεν αυτοπροσδιορίζεται ούτε ως άντρας ούτε ως γυναίκα. Με άλλα λόγια, συζητάτε τη συνθήκη «κουίρ» στην καθημερινότητα.

Στις περισσότερες σέχτες, η κουλτούρα της συνύπαρξης περνά από τον ερωτισμό, και αυτός είναι το κλειδί για την ομαλή λειτουργία της κοινότητας. Εγώ δεν έχω ζήσει ποτέ ούτε σε κοινόβιο ούτε υπήρξα μέλος καμίας σέχτας. Κρατάω όμως από αυτή τη συνθήκη, την ανάγκη να φτάσουμε σε μια μορφή προσωπικής απελευθέρωσης, να αποδεχόμαστε το σώμα μας και τις επιθυμίες του ώστε να αισθανόμαστε συμφιλιωμένοι με τον εαυτό μας, με τους άλλους, με ό,τι ζωντανό κάτω από τον ήλιο.

Φτάνοντας στα είκοσί της, η Φαρά λέει «το τρίτο φύλο είναι το μέλλον του ανθρώπου» και βουτάει στη δίνη της ζωής. Και εγώ «βλέπω» αυτή την απελευθέρωση που περνά από το σώμα, να γίνεται μεταδοτική. Σήμερα βιώνουμε κάτι τελείως διαφορετικό. Τα άτομα είναι νευρωτικά, δεν είναι συμφιλιωμένα με τον εαυτό τους, έχουν προβλήματα που τους τα δημιουργεί το ίδιο τους το σώμα, είναι επιρρεπή στη βία, επιθετικά, επικίνδυνα.

• Η διαχείριση της ταυτότητας φύλου από την Πολιτεία καθρεφτίζει πολλές από τις αγκυλώσεις των σύγχρονων κοινωνιών και όψεις της μισαλλοδοξίας τους. Πόσο κομβικό είναι αυτό το ζήτημα σήμερα;

Από την αρχή υπήρχαν στα βιβλία μου πρόσωπα με σεξουαλική ταυτότητα κυμαινόμενη (flottante), προβληματική. Ηδη το 1996, στο πρώτο μου μυθιστόρημα «Rai-de-coeur», υπάρχει ένα αγόρι που αισθάνεται κορίτσι. Το «La Princesse de.» του 2010 διαδραματίζεται σε ένα περιβάλλον με τραβεστί και τρανσέξουαλ. Εκεί πρωτοεμφανίζεται και ο Ντανιέλ, που κάνει στην «Αρκαδία» τα πάντα, για να μοιάζει με τον Τζορτζ Μάικλ. Η διαφορά είναι ότι το 1996 δεν μιλούσαμε στη Γαλλία για «ταυτότητα τρανσέξουαλ».

Σήμερα η υπόθεση της ταυτότητας φύλου έχει γίνει κεντρική, και ξέρετε γιατί; Επειδή έχει απελευθερωθεί ο λόγος, επειδή, απλούστατα, μιλάμε για όλα αυτά. Ως εκπαιδευτικός έχω στις τάξεις μου παιδιά τρανς (sic), τα οποία στην αρχή της χρονιάς μού ζητούν να τα αποκαλώ με το όνομα της επιλογής τους, που είναι σχετικό με την ταυτότητα φύλου τους. Απ’ την άλλη, στο ίδιο σχολείο, η πλειονότητα τσιρίζει μπροστά σε «τέτοια» άτομα, σαν να θέλει να δηλώσει ότι δεν τα ανέχεται.

Υπάρχει μια τρανς-φοβία στη Γαλλία, η οποία μπορεί να εκδηλώνεται με πολύ βίαιο τρόπο, και έχουμε πολλές αυτοκτονίες – πρόσφατα αυτοκτόνησε ένα κορίτσι που το παρενοχλούσαν. Τα άτομα τρανς είναι περιθωριακά, ωστόσο από αυτό το περιθώριο ασκούν μια πολύ καίρια κριτική στην πατριαρχία και στην ετεροκανονικότητα. Και παρατηρώ ότι στη νεολαία, είτε πρόκειται για μη δυαδικά άτομα (non binaires, genderqueer) είτε για αμφιφυλόφιλα (bisexuels) άτομα, γίνονται μικρές επαναστάσεις. Εξυπακούεται ότι αναφέρομαι σε λευκά άτομα από προνομιούχα περιβάλλοντα… Παραπέρα, τα πράγματα παραμένουν προβληματικά.

• Στην αφήγησή σας, χρησιμοποιείτε μια γλώσσα άλλοτε ωμή, ή και αργκό, άλλοτε λόγια, σαν να πραγματώνετε μια γλωσσική ουτοπία προκειμένου να μιλήσετε για διαφορετικές ταυτότητες και υποκειμενικότητες που συγκατοικούν αρμονικά…

Προσπαθώ πάντα να ακούγεται ρεαλιστική η γλώσσα των χαρακτήρων μου, και είμαι πολύ ευαίσθητη στη γλώσσα των νέων, ώστε να μην είναι μια αποτυχημένη απομίμηση του ιδιώματός τους, γιατί κάτι τέτοιο θα επηρέαζε ολόκληρη την αφήγηση. Από εκεί και πέρα, σε όλα μου τα βιβλία υπάρχει αυτή η μεικτή, η υβριδική γλώσσα που δένει τους διαλόγους με την αφήγηση. Και παραδέχομαι ότι αγαπώ την καλλιεργημένη, ακόμη και τη σοφιστικέ γλώσσα, την επιτηδευμένη, όσο και τις γλωσσικές ακροβασίες ή την ποιητική γλώσσα. Είναι κάτι σημαντικό για μένα αυτή η ανάμειξη, όσο είναι σημαντικό και το να μπορεί το αναγνωστικό κοινό να «δει» τα πράγματα, να τα μυρίσει, να τα γευτεί, με ενδιαφέρει μέχρι και το να ξέρει τι φαγητά έτρωγαν τα μέλη της κοινότητας. Είναι λοιπόν συνειδητά αισθητηριακή (sensorielle) η γραφή μου.

• Επιπλέον τοποθετείτε την κοινότητα της «Αρκαδίας» σε μια «λευκή ζώνη». Να μια ριζοσπαστική κριτική στις «αναπτυγμένες» κοινωνίες…

Εγραψα πράγματι αυτό το βιβλίο πιεσμένη από ένα συναίσθημα ότι επείγει να αλλάξουμε προτεραιότητες, κατεύθυνση, συμπεριφορές, ζωή, διότι το τέλος είναι εδώ. Με πίεζαν και οι οικολογικές ανησυχίες μου, ότι ο κόσμος μας βρίσκεται σε κίνδυνο με όσα κάνουμε στον πλανήτη. Γι’ αυτό στην «Αρκαδία» είχα ανάγκη να δώσω πολύ βάρος στη φύση, γι’ αυτό τοποθετώ την πλοκή σε έναν βουκολικό παράδεισο που απειλείται.

• Οι «Βοσκοί της Αρκαδίας» είναι ένας περίφημος πίνακας του Νικολά Πουσέν (1639), που προκάλεσε φιλοσοφικές συζητήσεις ως υπενθύμιση ότι κανένας παράδεισος δεν είναι αιώνιος. Απεικονίζονται σε ένα δάσος, στο μυθικό αρκαδικό δάσος του θεού Πάνα, τρεις άντρες και μια γυναίκα γύρω από έναν τάφο με χαραγμένη την επιγραφή «Et in Arcadia Ego», ρητό για την παρουσία του θανάτου, το οποίο είχε σχολιάσει ο Βιργίλιος. Αυτός είναι ο τίτλος του τελευταίου μέρους στο βιβλίο σας. Γιατί;

Γράφω πολύ συχνά αντλώντας την έμπνευσή μου από πίνακες ζωγραφικής. Αυτή τη φορά, ωστόσο, συνέβη κάτι διαφορετικό. Πέθανε ξαφνικά ο εκδότης μου, ο Πολ Οτσακόφσκι-Λοράνς, που ήταν μια εκπληκτική προσωπικότητα, η ψυχή του οίκου P.O.L., και τότε ο πίνακας εισέβαλε στο μυθιστόρημά μου. Είχα γράψει τα 2/3 του βιβλίου, και ετοιμαζόμουν για ένα τέλος αισιόδοξο, αλλά το μυθιστόρημα πήρε μια τροπή πένθιμη, προβληματισμένη, όπου τα ίχνη του Βιργίλιου είναι εμφανή, όπου η/ο Φαρά έχει μεν την ορμή για να παρέμβει στην πορεία των πραγμάτων, αλλά ο κόσμος τριγύρω σκοτεινιάζει.

• Αυτό το νεαρό πρόσωπο βλέπει τη σύγχρονη κοινωνία σαν «ένα γιγάντιο κέντρο φιλοξενίας για άτομα δυστυχισμένα και οικτρά εξαρτημένα απ’ ό,τι τα σκοτώνει»…

Βλέπει όμως και μια διαφορετική προοπτική. Ναι μεν θα αναλάβει την κληρονομιά του Αρκαντί, όμως σκέφτεται αλλιώς, και υπερασπίζεται μια κοινότητα ανοιχτή, όχι κλειστή. Στο τέλος του βιβλίου, υπάρχει μια αχτίδα ελπίδας.

Οι μετανάστες εμπλουτίζουν με πολλούς τρόπους τη γαλλική κοινωνία»

• Η Φαρά θα εγκαταλείψει στα 16 της το «Liberty House», όχι όμως για λόγους σχετικούς με την ταυτότητα φύλου της. Θα φύγει όταν αυτή η ιδιωτική Εδέμ θα κλείσει την πόρτα της σε έναν πρόσφυγα από τη Μαύρη Αφρική που θα ζητήσει άσυλο.

Στην κρίσιμη ηλικία των δεκαέξι της, ο αποκλεισμός του μετανάστη θα γίνει η λυδία λίθος που θα βάλει σε δοκιμασία το κοινόβιο. Η πρόθεσή μου ήταν να καταδείξω πως οι πράξεις αυτής της ειδυλλιακής κοινότητας δεν συμφωνούν με τα «πιστεύω» της, ότι υπάρχουν αντιφάσεις, ανακολουθίες, ασυνέπειες. Θέλησα ως συγγραφέας να υπαινιχθώ ότι αυτός ο μικρόκοσμος αντανακλά έναν μακρόκοσμο.

• Πώς είναι η κατάσταση στη Γαλλία, 16 χρόνια μετά την εξέγερση της δεύτερης γενιάς μεταναστών στα λαϊκά προάστια του Παρισιού;

Η πλειονότητα δεν θέλει το κακό των μεταναστών, αλλά και δεν τους θέλει σπίτι της. Θα έπρεπε να είναι πιο φιλόξενοι οι Γάλλοι, πιο γενναιόδωροι, να αναγνωρίζουν την προσφορά τους, να συμπεριφέρονται λιγότερο αυταρχικά. Υπάρχει παράλληλα μια μεγάλη μερίδα που ψηφίζει την Ακρα Δεξιά και έχει ρατσιστικές απόψεις, χωρίς να ξέρει καλά καλά τι άνθρωποι είναι οι μετανάστες.

Εγώ εργάζομαι στα προάστια, εκεί είναι το Τεχνικό Λύκειο (λέγονται BTS) όπου διδάσκω, αλλά και κατοικώ στα προάστια. Εδώ και δεκατρία χρόνια ζω στη Βιλζουίφ. Επίσης μεγάλωσα στη Μασσαλία, οπότε γνωρίζω τις διακρίσεις που αντιμετώπισε ο κόσμος που έφτασε εκεί μετά τον πόλεμο της Αλγερίας. Δεν δαιμονοποιώ λοιπόν τους μετανάστες αλλά ούτε και τους εξιδανικεύω. Θεωρώ πώς εμπλουτίζουν με πολλούς τρόπους τη γαλλική κοινωνία αλλά γνωρίζω και την αναδίπλωσή τους στην κοινότητά τους. Χρειάζεται ακόμη πολλή δουλειά σ’ αυτό το πεδίο, όμως ξέρω ότι η υπόθεση της μετανάστευσης πάει καλά.

• Πάντως οι ένοικοι του κοινοβίου ήταν «πρόβατα μπροστά στους λύκους» που μας περιβάλλουν, γράφετε, κι ας είχαν «εγωισμό και στεγνή καρδιά». Οι χαρακτήρες στην «Αρκαδία» είναι παράξενοι, δεν είναι πάντα συμπαθείς, αλλά θα ταρακουνήσουν το αναγνωστικό κοινό…

Στα βιβλία μου πάντα συνυπάρχουν προσωπικότητες πολύ διαφορετικές μεταξύ τους. Ωστόσο, εδώ, συναντάμε τρία πρόσωπα που έχουν εμφανιστεί και σε προηγούμενα μυθιστορήματά μου: ο Ντανιέλ, η Νελλύ, και ο Αρκαντύ, ο οποίος επιστρέφει με τα ίδια βασικά χαρακτηριστικά, κι ας έχει πεθάνει σε κάποιο άλλο βιβλίο. Πενηντάρης, ποτέ πολύ ωραίος, είναι πάντα πανερωτικός με μια έντονη προσωπικότητα.

Είναι ένας χαρακτήρας ιδιαίτερος που μου επιτρέπει να εξερευνώ πολλές πτυχές της σημερινής πραγματικότητας. Ξέρετε, δεν είμαι σίγουρη ότι μια συγγραφέας προλαβαίνει στη διάρκεια της ζωής της να χτίσει πολλούς σημαντικούς χαρακτήρες… Γι’ αυτό, θα βρείτε και την/τον Φαρά στο καινούργιο μου μυθιστόρημα.

Μικέλα Χαρτουλάρη