Με αφορμή την έκδοση «Ζώντας τη ζωή μου» της Έμμα Γκόλντμαν,
μτφ Ροζίνα Μπέρκνερ, μτφ από τα γερμανικά Κατερίνα Καούση, επιμ. Αθηνά Παντελιά,
(τόμος 1) εκδόσεις Βιβλιοπέλαγος, 2019
Οι λιγοστές ασπρόμαυρες φωτογραφίες της Έμμα Γκόλντμαν με το σοβαρό βλέμμα μέσα από τα γυαλιά και το χέρι στο πηγούνι, σε τυπική πόζα εποχής, ή αυτή που ως δημόσια ομιλήτρια απευθύνεται σε πλήθος, κυρίως ανδρών, προβάλλουν την αυστηρή στερεότυπη εικόνα ενός συμβόλου του αναρχισμού, μιας ακτιβίστριας, αφοσιωμένης στην εξέγερση. Κι όπως έχουν επισημάνει οι μελετήτριές της, επί πολλά χρόνια, ιστορικοί και βιογράφοι που καταπιάστηκαν με την Γκόλντμαν, εγκωμιάζοντας το πείσμα και την ακαταπόνητη δράση της, είχαν υποτιμήσει τη συμβολή της στην πολιτική σκέψη, παρουσιάζοντάς την μάλλον ως πιστή ακόλουθο των θεωριών του Μπακούνιν και του Κροπότκιν παρά ως αυτόφωτη διανοήτρια. Είναι κυρίως οι φεμινίστριες, από τη δεκαετία του ’70, που ανέδειξαν όχι μόνο την πολιτική της φιλοσοφία αλλά και τη σπουδαιότητα της καταγραφής της προσωπικής, γυναικείας, εμπειρίας. «Διαβάζαμε το Ζώντας τη ζωή μου σαν να είχε γραφτεί για μας», ανακαλεί η CandaceFalk, μία από τις βιογράφους της Γκόλντμαν. Πενήντα χρόνια μετά, την ίδια αίσθηση έχουμε και οι τωρινές αναγνώστριες.
Η Έμμα Γκόλντμαν έγραψε την αυτοβιογραφία της στο Σεν Τροπέ, στη Νότια Γαλλία, αφού η αναγκαστική απραξία στην οποία είχε υποβληθεί, όπως αναφέρει στην εισαγωγή, της είχε αφήσει άπλετο χρόνο για διάβασμα και μελέτη. O πρώτος τόμος της αυτοβιογραφίας της καλύπτει είκοσι σχεδόν χρόνια, από την άφιξή της στην Αμερική, το 1889, μέχρι το 1911.
Η Γκόλντμαν έφτασε στη Ν. Υόρκη στις 15 Αυγούστου 1889, έχοντας αφήσει πίσω της στο Ρότσεστερ, πόλη της πολιτείας της Ν. Υόρκης, ένα γάμο που δεν της πρόσφερε καμιά ικανοποίηση, αλλά και την αγαπημένη της αδελφή Έλενα, πάντα κεντρική συναισθηματική αναφορά γι’ αυτήν, με την οποία το Δεκέμβριο του 1885 είχαν μεταναστεύσει μαζί στις ΗΠΑ, από το Κόβνο της Λιθουανίας που τότε ήταν υπό τον έλεγχο της Ρωσίας. Οικογενειακά περιστατικά και η κακή σχέση με τον πατέρα της παρουσιάζονται μέσα από αναδρομές στο παρελθόν της.
Η εξέγερση του Χέιμαρκετ, στο Σικάγο, στις 4 Μαΐου του 1886,που είχε προκαλέσει διεθνή συγκίνηση, είχε λειτουργήσει αφυπνιστικά για την Γκόλντμαν όταν, στη διάρκεια της δίκης που ήταν σε εξέλιξη στο Σικάγο, είχε παρακολουθήσει την ομιλία της Γιοχάνα Γκρέι, σοσιαλίστριας συγγραφέα, κυρίως θεμάτων γυναικείας χειραφέτησης και παιδικής εργασίας. «Γύρισα σπίτι περπατώντας σαν σε όνειρο» γράφει. «Η αδελφή μου Έλενα είχε ήδη αποκοιμηθεί, αλλά εγώ ήθελα να μοιραστώ την εμπειρία μου μαζί της. Την ξύπνησα και της τα διηγήθηκα όλα, μεταφέροντάς της λέξη προς λέξη την ομιλία. Πρέπει να ήμουν πολύ παραστατική, γιατί η Έλενα παρατήρησε με έκπληξη: “Το επόμενο πράγμα που θα ακούσω για τη μικρή μου αδελφή είναι ότι και αυτή επίσης είναι μια επικίνδυνη αναρχική”». Αυτήν την πρώτη ημέρα στη Ν. Υόρκη γνώρισε δύο άντρες που επηρέασαν στη συνέχεια βαθιά τη ζωή της: Τον Γιόχαν Μοστ, γερμανοαμερικανό αναρχικό ρήτορα και εκδότη που εξέδιδε την εφημερίδα DieFreiheit, ο οποίος υπήρξε ο μέντοράς της στον αναρχισμό και στη διαμόρφωσή της ως δημόσιας ομιλήτριας, αν και στη συνέχεια συγκρούστηκαν, και τον Αλεξάντερ Μπέρκμαν, τον «Σάσα»: «ένα αγόρι, το πολύ δεκαοκτώ χρονών, με λαιμό και στήθος γίγαντα», που θα γίνει ο εραστής και ο σύντροφος ζωής.
Ένα καθοριστικό συμβάν
Το 1892 σημειώθηκαν απεργίες σε πολλές περιοχές της Αμερικής, ενώ στο χαλυβουργείο Κάρνεγκι, στο Χόμστεντ της Πενσυλβάνια, ξέσπασαν οι πιο βίαιες συγκρούσεις, καθώς ο Χένρι Κλέι Φρικ που εκτελούσε χρέη προσωρινού διευθυντή, μείωσε τα ημερομίσθια των εργατών, επιδίωξε να διαλύσει το σωματείο τους, κι όταν αυτοί αντιστάθηκαν, τους απέλυσε και προσέλαβε τους ιδιωτικούς αστυνομικούς της εταιρείας του Πίνκερτον οι οποίοι προστάτευαν τους απεργοσπάστες και πυροβολούσαν εν ψυχρώ τους εργάτες.
Η εργατική τάξη σε όλη τη χώρα είχε ξεσηκωθεί και οι εργάτες του χάλυβα επέμεναν στο δικαίωμά τους να οργανώνονται και να διαπραγματεύονται συλλογικά με τους εργοδότες, ενώ πολλοί απεργοί δολοφονήθηκαν. Η απεργία διήρκησε 4 μήνες και, όπως αναφέρει ο Χάουαρντ Ζιν, απέτυχε γιατί περιορίστηκε στο Χόμστεντ, ενώ οι αρνητικές συνέπειες ήταν ορατές για πολλά χρόνια μετά. Το συμβάν ήταν καθοριστικό για την Γκόλντμαν και τους αμερικανούς αναρχικούς, καθώς η απόπειρα δολοφονίας εναντίον του Φρικ από τον Σάσα, που με τόση αποφασιστικότητα και αίσθημα δικαιοσύνης είχαν προετοιμάσει –«μια μεγαλειώδης πράξη», όπως την είχε χαρακτηρίσει η Έμμα–, απέτυχε λόγω των φτωχικών μέσων που διέθεταν και της έλλειψης τεχνογνωσίας. Ο Φρικ απλώς τραυματίστηκε ενώ ο Σάσα συνελήφθη και καταδικάστηκε, υπερβολικά, σε 20 χρόνια φυλάκιση για να αφεθεί ελεύθερος στα 14. Κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων αμφισβήτησε τη χρησιμότητα της δολοφονίας, χωρίς όμως να αποσπαστεί ούτε στιγμή από τις πολιτικές του θέσεις, ενώ οι προσπάθειες της Γκόλντμαν και των συντρόφων της για να μειωθεί η ποινή ήταν συνεχής, όπως και η έγνοια για την υγεία του, και η φροντίδα προς αυτόν μετά την απελευθέρωσή του.
Η εμπειρία της ως νοσηλεύτριας και ως μαίας
Λίγο αργότερα, το 1893, στη διάρκεια της μεγαλύτερης μέχρι τότε οικονομικής κρίσης της χώρας, μια ομιλία της, από τις πολλές σε ολόκληρη την Αμερική, στη ΓιούνιονΣκουέαρ της Ν. Υόρκης, μετά από μαζική διαδήλωση, θα οδηγήσει και την Γκόλντμαν στη φυλακή. «Οι γείτονές σας όχι μόνο σας έκλεψαν το ψωμί αλλά σας ρουφάνε και το αίμα […] εκτός κι αν ξυπνήσετεκαι τολμήσετε να διεκδικήσετε το δίκιο σας. Διαδηλώστε λοιπόν μπροστά από τα παλάτια των πλουσίων: ζητήστε τους δουλειά. Εάν δεν σας δώσουν δουλειά, ζητήστε ψωμί. Εάν σας αρνηθούν και τα δύο, πάρτε το ψωμί μόνοι σας. Είναι το ιερό καθήκον σας!». Η ομιλία της θεωρήθηκε «υποκίνηση σε εξέγερση», συνελήφθη και μετά από μια παρωδία δίκης καταδικάστηκε σε μονοετή φυλάκιση στο σωφρονιστικό κατάστημα του Μπλάκγουελ Άιλαντ. Η Γκόλντμαν στην Αμερική, όπως και στη Ρωσία, είχε δουλέψει σε εργοστάσιο, με εξοντωτικά ωράρια και απάνθρωπους κανονισμούς. Είχε προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί την ικανότητά της στο ράψιμο, επιδιώκοντας αξιοπρεπέστερες εργασιακές συνθήκες, και χάρη σε αυτή τη δεξιότητα, στη φυλακή την τοποθέτησαν επικεφαλής του εργαστηρίου ραπτικής. Η άρνησή της να λειτουργήσει ως αυταρχική επιστάτρια για τις 24 απασχολούμενες εκεί γυναίκες δημιούργησε ανάμεσά τους συγκινητικές σχέσεις βαθιάς αλληλεγγύης. Μετά τη νοσηλεία της στο Φιλανθρωπικό Νοσοκομείο κοντά στη φυλακή που παρείχε περίθαλψη στις έγκλειστες, της προσφέρθηκε από τον γιατρό η δυνατότητα να αναλάβει καθήκοντα νοσηλεύτριας εκεί. Αυτό αποτέλεσε κομβική στιγμή για την Γκόλντμαν καθώς οι φεμινιστικές πολιτικές της, σε μεγάλο βαθμό, προέκυψαν από τις εμπειρίες της ως νοσηλεύτριας. Δουλεύοντας, μετά την αποφυλάκισή της, και ως μαία για τις πιο φτωχές οικογένειες ξένων, καθώς οι εύποροι απευθύνονταν πλέον στους γιατρούς, οι αμοιβές της ήταν μηδαμινές αλλά ήρθε σε επαφή με τις συνθήκες ζωής της εργατικής τάξης για τις οποίες μέχρι τότε έγραφε και μιλούσε μόνο θεωρητικά. «Περισσότερο με εντυπωσίαζε η άγρια και τυφλή μάχη που έδιναν οι φτωχές γυναίκες με τις συχνές εγκυμοσύνες. Οι περισσότερες ζούσαν με τον τρόμο της σύλληψης […] κι όταν διαπίστωναν την εγκυμοσύνη τους […] πάλευαν να απαλλαγούν πάση θυσία από το ανεπιθύμητο παιδί τους. Οι μέθοδοι που επινοούσαν ήταν ασύλληπτες: πηδούσαν από τραπέζια, κυλιόντουσαν στο πάτωμα […] κατάπιναν αηδιαστικά σκευάσματα και χρησιμοποιούσαν αιχμηρά αντικείμενα […]. Πολλά παιδιά πέθαιναν, τα υπόλοιπα ήταν ασθενικά και υποσιτισμένα.»
Η γυναικεία σεξουαλική χειραφέτηση
Η Γκόλντμαν αρνιόταν να κάνει εκτρώσεις γιατί φοβόταν τις τρομακτικές συνέπειες της έκτρωσης και όχι γιατί είχε ηθικούς ενδοιασμούς ως προς την ιερότητα της ζωής. «Τώρα που είχα διαπιστώσει ότι οι γυναίκες και τα παιδιά κουβαλάνε το μεγαλύτερο βάρος του ανελέητου οικονομικού συστήματος, έβλεπα ότι το να τους ζητάς να περιμένουν την κοινωνική επανάσταση που θα επανόρθωνε την αδικία ήταν σκέτη κοροϊδία». Η ίδια είχε αρνηθεί να χειρουργηθεί για ένα γυναικολογικό πρόβλημα που την εμπόδιζε να τεκνοποιήσει γιατί αναγνώριζε ότι στη ζωή της δεν υπήρχε χώρος για παιδί. Ο έλεγχος των γεννήσεων θα αποτελέσει κεντρικό πολιτικό της στόχο, από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, δημιουργώντας ένα δυναμικό κίνημα στο οποίο συμμετείχαν πολλοί γιατροί αλλά και συγγραφείς όπως ο Τζ. Μπέρναρντ Σο και ο Χ. Τζ. Γουελς, ενώ το 1916 θα συλληφθεί μετά από διάλεξή της γιατί η διάδοση των μεθόδων αντισύλληψης ήταν παράνομη.
Σημαντικοί συγγραφείς, μεταξύ άλλων οι Βολταιρίν ντε Κλαιρ, Λουίζ Μπράιαν, Λέον Τολστόι, Πίτερ Κροπότκιν, Μάργκαρετ Σάγκεν, και η ίδια η Γκόλντμαν, αλλά και οι Αλεξάντερ Μπέρκμαν, Μπεν Ρέιτμαν, συμμετείχαν στo μηνιαίο περιοδικό της MotherEarth, που κυκλοφόρησε από το 1906 μέχρι το 1917, και βοήθησε σημαντικά στη διαμόρφωση της ριζοσπαστικής αριστεράς της Αμερικής, με θεματολογία που αφορούσε την αναρχία, τη λογοτεχνία, τις τέχνες και βέβαια το γυναικείο ζήτημα. Η Γκόλντμαν πίστευε βαθιά ότι την ανεξαρτησία των γυναικών δεν θα την εξασφάλιζαν η οικονομική βελτίωση και οι παροχές εκ των άνω, αλλά θα προέκυπτε από εσωτερικές διεργασίες, από την αναγνώριση ότι η κυριαρχία αφορά όλες τις όψεις της ζωής: το σώμα, τις υλικές ανάγκες, τον τρόπο σκέψης. Ότι η κυριαρχία παραποιεί τη συμπεριφορά και την προσωπικότητα, ότι εμποδίζει τη γυναίκα να εκτιμήσει τις εμπειρίες της και να εκφράζει τις δικές της επιθυμίες. Γι’ αυτό διαφωνούσε με τις Σουφραζέτες, οι οποίες ανήκαν στη μεσαία τάξη, θεωρώντας ότι επένδυαν σε μια γραφειοκρατική διαδικασία που ως τέτοια ήταν διεφθαρμένη εκ προοιμίου, αλλά και γιατί η ίδια αισθανόταν ότι ανήκε στην εργατική τάξη. Λόγω των δικών της πενιχρών μέσων είχε ζήσει σε πανδοχείο στο οποίο κατοικούσαν πόρνες. Οι φιλίες κι οι εμπειρίες της εκεί ενέπνευσαν μερικά από τα πιο κριτικά και διεισδυτικά της κείμενα, ανάμεσα στα οποία και αυτά όπου εξομοίωνε την πορνεία με το συμβόλαιο του γάμου. Η αναγκαιότητα της γυναικείας σεξουαλικής χειραφέτησης, εφόσον μια γυναίκα είναι ίση πνευματικά με έναν άνδρα, ήταν θέμα διαφωνίας ανάμεσα στους αναρχικούς. Στο Λονδίνο, το 1895, όπου βρισκόταν για μια σειρά ομιλιών σε Αγγλία και Σκοτία, φιλοξενούμενη στο σπίτι του Πίτερ Κροπότκιν, η Γκόλντμαν αποστόμωσε το Ρώσο θεωρητικό, ο οποίος ισχυριζόταν ότι η ισότητα των δύο φύλων δεν έχει σχέση με το σεξ: «Τέλος πάντων, αγαπητέ σύντροφε, όταν φτάσω στα χρόνια σου, το ζήτημα του σεξ μπορεί να μου είναι αδιάφορο. Τώρα όμως με αφορά και επιπλέον είναι σημαντικός παράγοντας για χιλιάδες, ακόμη και εκατομμύρια, νέους». «Για φαντάσου, δεν το είχα σκεφτεί αυτό», της απάντησε αυτός, «μπορεί τελικά να έχεις δίκιο». Κατά την παραμονή της στη Βιέννη, στη συνέχεια, απ’ όπου πήρε τα διπλώματα της νοσηλευτικής και της μαιευτικής, είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει διάλεξη του Φρόιντ: «Η απλότητα, η σοβαρότητα και η ιδιοφυΐα του σε έκαναν να νιώθεις ότι κάποιος σε έπαιρνε από το χέρι και σε οδηγούσε έξω από ένα σκοτεινό υπόγειο στο άπλετο φως της μέρας. Για πρώτη φορά στη ζωή μου αντιλήφθηκα την πλήρη σημασία της σεξουαλικής καταπίεσης και της επίδρασής της στη σκέψη και τη δραστηριότητα του ανθρώπου».
Τις ερωτικές της σχέσεις, τις μακρόχρονες και τις βραχύχρονες, φαίνεται ότι της έζησε στο φως της μέρας, χωρίς ενοχές. Μεγάλο μέρος της αυτοβιογραφίας της αφορά την περιγραφή της καθημερινότητας και τα συναισθήματά της για τους συντρόφους της ζωής της: πρώτα απ’ όλα, τον Σάσα τον οποίο θα αναλάβει να «επαναφέρει» στη ζωή μετά την αποφυλάκισή του. Τον επαναστάτη Έντουαρντ Μπρέιντι, που η Έμμα εκτιμούσε πολύ γιατί είχε επιβιώσει χρόνια στη φυλακή, την είχε επίσης μυήσει στους Άγγλους και Γάλλους κλασικούς λογοτέχνες, και με τον οποίο μοιράστηκε μια θυελλώδη σχέση. Τον δρ Μπεν Ράιτμαν, που δεν ήταν γιατρός, ούτε αναρχικός και παρότι αντιμετωπίστηκε ως ξένος από τους συντρόφους της, «πονούσα που διαπίστωνα τόσο σεχταρισμό στις γραμμές μας» έγραψε η Έμμα, χάρη στις ικανότητές του ως μάνατζερ η δουλειά της έγινε γνωστή σε πολυπληθή ακροατήρια, χιλιάδες βιβλία πουλήθηκαν ή διατέθηκαν δωρεάν σε πολλές πολιτείες και πόλεις, κυρίως υπήρξε η πιο παθιασμένη σχέση της, επί δέκα χρόνια, όπως, σύμφωνα με τις βιογράφους τους, μαρτυρά η αλληλογραφία τους
***
Το Ζώντας τη ζωή μου είναι καταρχάς ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα. Η ιστορία μιας γυναίκας που ζώντας τη ζωή της αναγνώριζε και αξιολογούσε κάθε εμπειρία της, μαθαίνοντας από αυτήν. Ακολουθούμε την Γκόλντμαν σε μια άγνωστη σε μας Αμερική–λίγο και Ευρώπη–, των τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού, της έκρηξης του εργατικού κινήματος, της ανάπτυξης των ιδεών, της αλληλεγγύης και της γενναιοδωρίας των πολλών αναρχικών και ριζοσπαστικών πυρήνων, των αστών και των εργατών, των καλλιεργημένων και χειραφετημένων γυναικών. Αν η κληρονομιά της θεωρείται πολύτιμη, αφού με τη ζωή της και τις ιδέες της έδωσε μια φεμινιστική διάσταση στον αναρχισμό και μια διάσταση ελευθεριακότητας στο φεμινισμό, στην αυτοβιογραφία της αποκαλύπτεται και η απόλαυση που της προκαλούσε η σχέση της με την τέχνη και τη φιλοσοφική σκέψη της εποχής της, ενώ η άρνησή της να αποδεχτεί το διχασμό ανάμεσα στο συναίσθημα και τη λογική, την προσωπική ζωή και την πολιτική στράτευση, είναι που την φέρνει κοντά μας και περιμένουμε ανυπόμονα τη συνέχεια της αυτοβιογραφίας της.
Σοφία Ξυγκάκη
Πηγή: Η Εποχή