Είναι πια παγκοίνως γνωστό ότι η συμφωνία Αθήνας-Σκοπίων, η συμφωνία των Πρεσπών, οφείλεται κατά μεγάλο μέρος στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Όχι τόσο από τη μεριά της Ελλάδας, όσο από τη μεριά της Βόρειας Μακεδονίας. Κατά μεγάλο μέρος, αλλά όχι απολύτως: όσο και αν, για εσωτερικούς λόγους, η κυβέρνηση Ζάεφ προτάσσει την προοπτική της ένταξης, η ίδια είναι συνεχιστής της συμφιλιωτικής – ρεαλιστικής πολιτικής Γκλιγκόροφ. Από αυτή την άποψη, η σύγκριση της Νέας Δημοκρατίας και της τωρινής πολιτικής της με τη βορειομακεδονική αντιπολίτευση είναι σωστή. Και ο Γκλιγκόροφ είχε στον καιρό του να αντιμετωπίσει τους έξαλλους εθνικιστές της χώρας του, οι οποίοι, μαζί με τον Αντώνη Σαμαρά, αλλά και τον Ανδρέα Παπανδρέου, στην από ’δώ μεριά των συνόρων, φέρουν την ευθύνη που απέτυχε η προσέγγιση του πατρός Μητσοτάκη με τον Γκλιγκόροφ και η λύση του προβλήματος 25 χρόνια νωρίτερα. Βέβαια, ο Ανδρέας Παπανδρέου, αφού πέτυχε το σκοπό του και επανήλθε στη πρωθυπουργία, πολιτεύθηκε ρεαλιστικότερα και οδήγησε στην «ενδιάμεση συμφωνία» που ουσιαστικά προανήγγειλε τη συμφωνία των Πρεσπών.
Το ΝΑΤΟ, λοιπόν, και η προσδοκία της βορειομακεδονικής κυβέρνησης για ένταξη στην ατλαντική συμμαχία έπαιξαν σημαντικό ρόλο. Κι αυτό, όσο να ’ναι, προκαλεί στην Αριστερά μια αμηχανία. Διότι το ΝΑΤΟ, έλεγε και λέει η Αριστερά, είναι το στρατιωτικό χέρι του ιμπεριαλισμού, υπεύθυνο για πολέμους και σήμερα είναι ο στρατιωτικός βραχίονας ενός ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου εναντίον ενός άλλου. Μάλιστα, η έγνοια του ΝΑΤΟ για τη συμφωνία των Πρεσπών είναι μέρος της επιχείρησης περικύκλωσης της Ρωσίας, στην οποία εντάσσεται το πραξικόπημα (μιας διεφθαρμένης κλίκας εναντίον μιας άλλης εξίσου διεφθαρμένης) στην Ουκρανία κ.ά.π.
Όλα αυτά τα σχέδια καθόλου δεν συμφέρουν την Ελλάδα και τις λαϊκές της τάξεις ούτε ήταν ποτέ (και με προηγούμενες κυβερνήσεις) μέρος της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Η Ελλάδα εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ ώστε το μεταπολεμικό καθεστώς να αντιμετωπίσει τον «κομμουνιστικό κίνδυνο», απολύτως υπαρκτό αν και όχι, όπως έλεγε η προπαγάνδα, από τα βόρεια σύνορα παρά από την αντίθεση μεγάλου μέρους του ελληνικού λαού σε αυτό το καθεστώς. Σήμερα, εκείνος που προστατεύει τα συμφέροντα του ελληνικού καπιταλισμού δεν είναι το ΝΑΤΟ, αλλά η Ευρωπαϊκή Ένωση και το διεθνές σύστημα καπιταλιστικής εξουσίας με όπλα οικονομικά.
Υπαρκτός κίνδυνος για την Αριστερά
Αντίθετα, η Ελλάδα, στο μέτρο που συμμετέχει, κυρίως υποβοηθητικά, στη νατοϊκή πολιτική το κάνει χωρίς κανέναν όφελος – ούτε καν για τους έλληνες καπιταλιστές. Γιατί το κάνει, λοιπόν, και μάλιστα με κυβέρνηση υπό την ηγεσία της Αριστεράς; Το κάνει, επειδή διαφορετικά θα ήταν εκτεθειμένη σε αφόρητη πίεση στην εξωτερική της πολιτική, αλλά και σε οικονομική πίεση. Γι’ αυτό, άλλωστε, η Αριστερά στην Ελλάδα μιλούσε για διάλυση του ΝΑΤΟ και όχι για μονομερή αποχώρηση: η μονομερής αποχώρηση με τις σημερινές συνθήκες δεν είναι ρεαλιστικός σκοπός.
Σε αυτή την κατάσταση είναι υποχρεωμένη να ενσωματώνει την πολιτική του ΝΑΤΟ στην εξωτερική και στην αμυντική της πολιτική και, φυσικά, υπάρχει ο κίνδυνος για την Αριστερά να ενσωματώσει το ΝΑΤΟ στη φυσιογνωμία της, να γίνει νατοϊκό κόμμα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι στρατιωτικές δαπάνες. Η Ελλάδα εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που ανέλαβαν άλλες κυβερνήσεις, συγκεκριμένα να δαπανά 2% του ΑΕΠ της για στρατιωτικές δαπάνες. Το κάνει αυτό, βέβαια, επειδή βρίσκεται αντιμέτωπη με έναν γείτονα που δεν κρύβει τις επεκτατικές του προθέσεις – θα το έκανε δηλαδή έτσι κι αλλιώς. Διακηρυγμένος σκοπός της Αριστεράς στην Ελλάδα είναι η μείωση των στρατιωτικών δαπανών – κατά 50%, έλεγε ο ΣΥΡΙΖΑ πριν από 10 χρόνια, σε συνεννόηση με την Τουρκία. Ούτε αυτό είναι σήμερα εφικτό, με δεδομένη την τουρκική πολιτική στους εξοπλισμούς και την επιθετικότητα που εκδηλώνει ο ανατολικός γείτονας, όπως την βλέπουμε στη Συρία και το Ιράκ στρατιωτικά και στο Αιγαίο, προπάντων λεκτικά.
Όμως ότι ένας πολιτικός σκοπός, υπό συγκεκριμένες συνθήκες, δεν είναι εφικτός, δεν σημαίνει ότι τον εγκαταλείπεις. Κοντολογίς, διατυπώσεις του είδους: η Ελλάδα έχει «ισχυρή αποτρεπτική ικανότητα» (σε αυτή τη συνάφεια και σε αυτόν τον κύκλο δεν σημαίνει παρά ότι ενισχύει τη νατοϊκή «αποτρεπτική ικανότητα») και «τηρεί τις συμβατικές της υποχρεώσεις σε αμυντικές δαπάνες παρά τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπισε», που ακούστηκε από ελληνικά κυβερνητικά χείλη μετά την τελευταία σύνοδο του ΝΑΤΟ, απηχούν τυπικά την αλήθεια, αλλά συσκοτίζουν την πραγματικότητα. Την συσκοτίζουν, γιατί οι λόγοι που η Ελλάδα δαπανά όσα δαπανά για στρατιωτικούς σκοπούς δεν είναι η σχετική απόφαση του ΝΑΤΟ, αλλά η τουρκική επιθετικότητα. Άλλα κράτη – μέλη του ΝΑΤΟ δεν δαπανούν τόσα και καλώς δεν το κάνουν. Εκτός και αν η κυβέρνησή μας θεωρεί, όπως οι ΗΠΑ, ότι και τα υπόλοιπα μέλη του ΝΑΤΟ πρέπει να αυξήσουν τις στρατιωτικές τους δαπάνες, χωρίς πραγματικό λόγο, δηλαδή να αυξήσουν την ανασφάλεια στον κόσμο ή, κιόλας, ότι τα φληναφήματα για ρωσικό ή ιρανικό κίνδυνο έχουν έστω και ψήγματα αλήθειας.
Η ρωσική πλευρά
Λέγεται ότι η Ρωσία προώθησε την ιδέα μιας ζώνης ουδέτερων κρατών στα δυτικά Βαλκάνια. Και βέβαια η Ρωσία θα προτιμούσε τα δυτικά Βαλκάνια στη δική της ζώνη επιρροής. Αλλά και η ουδετερότητα καλή είναι για αρχή, αφού περιορίζει το ΝΑΤΟ. Είναι και μια εξήγηση για τις ρωσικές δραστηριότητες με σκοπό να υπονομευτεί η συμφωνία των Πρεσπών που κατάγγειλε το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών. Φαίνεται σαν οι ενέργειες φιλορωσικών, ας το πούμε έτσι, παραγόντων στην Ελλάδα να ξέφυγαν από τα εσκαμμένα, ίσως ξεπερνώντας κιόλας το πλαίσιο που θα ήθελε η ρωσική πλευρά, η οποία ωστόσο έχει ρητά εκδηλώσει τη διαφωνία της με τη συμφωνία των Πρεσπών. Αυτά από τη μεριά της Ρωσίας. Τα ουδέτερα Βαλκάνια δεν είναι, όμως, και παρά τις ρωσικές επιδιώξεις και φιλοδοξίες, ακόμα και παρά την έλλειψη ρεαλιστικής δυνατότητας σήμερα, μια καλή ιδέα; Δηλαδή μια ιδέα που αξίζει να καλλιεργείται;
Θέλω να πω ότι, με δεδομένα όσα αναφέρονται πιο πάνω για την περιορισμένη δυνατότητα να ασκηθεί μια ελληνική πολιτική μείωσης των εξοπλισμών, η φιλειρηνική πολιτική της Αριστεράς πρέπει όχι απλώς να διασωθεί, αλλά και να αναπτυχθεί περισσότερο. Φιλειρηνική πολιτική είναι μάλλον ασύμβατη με εκδηλώσεις νομιμοφροσύνης στο ΝΑΤΟ, όσο προσεκτική κι αν πρέπει να είναι η ελληνική εξωτερική πολιτική. Διαφορετικά καλλιεργείται και στο λαό – στο λαό του ΣΥΡΙΖΑ πρώτα από όλα – ότι όσα έλεγε για νέες συνθήκες συνεργασίας στην Ευρώπη, για ένα σύμφωνο που θα αντικαθιστά το ΝΑΤΟ και για τη σημασία της μείωσης των εξοπλισμών στην ήπειρό μας και της διάθεσης των πόρων που θα εξοικονομηθούν έτσι για άλλους, ειρηνικούς, σκοπούς είναι πια παλιές και ξεπερασμένες ιδέες.
Θόδωρος Παρασκευόπουλος