Η άσκηση ποινικής δίωξης από την Εισαγγελέα του Ναυτοδικείου Πειραιά και η παραπομπή σε κύρια ανάκριση για κακουργήματα 17 μελών του Λιμενικού Σώματος (ΛΣ), μεταξύ των οποίων και 4 ανώτεροι αξιωματικοί της ηγεσίας του, αποτελεί, δυο χρόνια μετά το ναυάγιο της Πύλου, μια πρώτη και σημαντική απάντηση της δικαιοσύνης για την απόδοση ευθυνών και τη δικαίωση των θυμάτων του ναυαγίου.
Το ναυάγιο στα ανοιχτά της Πύλου είναι το μεγαλύτερο γνωστό ναυάγιο που έχει γίνει στη Μεσόγειο, με 82 νεκρούς και 550 αγνοούμενους. Δεν ήταν «ατύχημα» ούτε τραγικό «δυστύχημα», είναι ένα έγκλημα και δεν μπορεί να μείνει ατιμώρητο. Είναι ένα χρονικό πολλών προαναγγελθέντων θανάτων που φέρει τη σφραγίδα των πολιτικών αποτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την υπογραφή των αρμόδιων ελληνικών αρχών. Ένα έγκλημα που διαπράχθηκε σε διάρκεια 15 ωρών, εξαιτίας πράξεων και παραλείψεων των ελληνικών λιμενικών αρχών, με κυρίαρχο χαρακτηριστικό τη μη ενεργοποίηση της οφειλόμενης επιχείρησης διάσωσης –εν γνώσει και του FRONTEX- και την κατάφωρη παραβίαση όλων των κανόνων διεθνούς και εθνικού δικαίου για τη διάσωση στη θάλασσα και την προστασία κάθε ανθρώπινης ζωής.
Θυμίζουμε ότι, τη νύχτα της 13ης προς14ης Ιούνη του 2023, το υπερφορτωμένο αλιευτικό σκάφος «Adriana» με 750 πρόσφυγες, ανατράπηκε 47 ναυτικά μίλια νοτιοδυτικά της Πύλου, στην Ελληνική Περιοχή Ευθύνης Έρευνας και Διάσωσης (SAR). Το σκάφος είχε αναχωρήσει από το Τομπρούκ της Λιβύης στις 9/6/2023 με προορισμό την Ιταλία. Η συγκεκριμένη «διαδρομή της Καλαβρίας» είναι επικίνδυνη και την ακολουθούν άνθρωποι που φεύγουν από τη νότια Τουρκία ή τη Λιβύη προς Ιταλία, προσπαθώντας να αποφύγουν την Ελλάδα, όπου καταγράφονται παραβιάσεις δικαιωμάτων του ανθρώπου και δη, επαναπροωθήσεις (pushbacks). Στις 13/6, υπήρξαν από νωρίς δημόσιες πληροφορίες ότι το σκάφος βρισκόταν σε κίνδυνο. Από την πρώτη κλήση για βοήθεια μέχρι τη στιγμή του ναυαγίου πέρασαν 15 ώρες και 31 λεπτά. Κατά τη διάρκεια όλων αυτών των ωρών κανένα διασωστικό πλοίο δεν κλήθηκε να παράσχει βοήθεια ούτε καν δόθηκαν σωσίβια στους επιβάτες.
Από την πρώτη στιγμή της ανακοίνωσης του ναυαγίου, πολλαπλά ήταν τα ερωτηματικά που προέκυψαν ως προς τις ενέργειες των ελληνικών αρχών αλλά και της Frontex –που όμως αποποιήθηκε των ευθυνών της, δείχνοντας την ευθύνη αποκλειστικά προς το ελληνικό ΛΣ. Τα γεγονότα ως προς την στάση του ΛΣ και τη διαχείριση του περιστατικού χαρακτηρίζονται από αντιφάσεις, ακραίες καθυστερήσεις, πλημμέλειες και παραλείψεις ως προς την ανάληψη των κατάλληλων ενεργειών διάσωσης αλλά και από ακατάλληλες ενέργειες: η μη κήρυξη επιχείρησης έρευνας και διάσωσης παρά μόνο μετά τη βύθιση του αλιευτικού και παρά το γεγονός ότι το σκάφος είχε εντοπιστεί ευρισκόμενο σε κίνδυνο για πάνω από 15 ώρες, η μη ενεργοποίηση και χρήση κατάλληλων μέσων -ούτε καν διανομή σωσιβίων- για τη διάσωση ακόμα και μετά τη βύθιση και βέβαια η μοιραία ρυμούλκηση του αλιευτικού από τα σκάφος του ΛΣ.
Στις 13/9/2023 κατατέθηκε μήνυση ενώπιον του Ναυτοδικείου Πειραιά από 40 επιζώντες του ναυαγίου –62 πλέον σήμερα– για σειρά παραβιάσεων των υποχρεώσεων των Ελληνικών Αρχών να διασφαλίσουν την προστασία της ζωής των επιβαινόντων στο σκάφος καθώς και για τη μοιραία ρυμούλκηση που οδήγησε στη βύθισή τους.
Μετά από πολύμηνη προκαταρκτική εξέταση, η άσκηση ποινικής δίωξης από την Εισαγγελία του Ναυτοδικείου Πειραιά και η παραπομπή σε ανάκριση 17 μελών του ΛΣ για κακουργήματα είναι αναμφίβολα μια εξέλιξη υψηλής σημασίας. Ασκείται, δε, για πρώτη φορά ποινική δίωξη για κακουργήματα κατά τεσσάρων ανώτερων αξιωματικών της ηγεσίας του ΛΣ. Είναι επίσης σημαντικό ότι, προηγουμένως, και ο Συνήγορος του Πολίτη (ΣτΠ), στο σχετικό πόρισμά του, είχε επίσης καταλήξει σε σαφείς ενδείξεις για τη στοιχειοθέτηση σοβαρών ποινικών αδικημάτων, σε βάρος 8 ανώτερων αξιωματικών του ΛΣ. Δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη, ωστόσο, σε άλλους 4 αξιωματικούς του ΛΣ, παρά την παρουσία και την επιτελική εμπλοκή τους κατά τη διαχείριση του περιστατικού, και με εισαγγελική διάταξη η υπόθεσή τους τέθηκε στο αρχείο. Κατά της διάταξης αυτής θα υποβληθεί προσφυγή για την άσκηση ποινικής δίωξης και κατά αυτών –οι ευθύνες των οποίων είχαν επισημανθεί και από το πόρισμα του ΣτΠ.
Η απόδοση δικαιοσύνης και η καταδίκη όλων των υπευθύνων για το ναυάγιο της Πύλου, του πλέον πολύνεκρου ναυαγίου στη Μεσόγειο, είναι βεβαίως το βασικό επίδικο της εν εξελίξει ποινικής διαδικασίας. Κεντρικό επίδικο, ωστόσο, είναι και η αποκατάσταση της αλήθειας και το τέλος της ατιμωρησίας. Γιατί το ναυάγιο της Πύλου δεν είναι ένα μεμονωμένο περιστατικό: πολύνεκρα ναυάγια καταγράφονται καθημερινά στη Μεσόγειο ως αποτέλεσμα θεσμοθετημένων πολιτικών και συστηματικών πρακτικών αποτροπής της ΕΕ που ακολουθούνται στα σύνορά της, κατά παράβαση βασικών κανόνων δικαίου ακόμα και της ύψιστης υποχρέωσης προστασίας της ανθρώπινης ζωής. Και κανένας, σε ένα κράτος δικαίου δεν μπορεί να είναι στο απυρόβλητο. Η λογοδοσία και καταδίκη όλων των υπευθύνων για το ναυάγιο της Πύλου –και της Frontex, κατά μελών της οποίας έχει υποβληθεί καταγγελία– είναι επιτακτική ανάγκη και για να πάψουν οι παράνομες και επικίνδυνες πρακτικές στα σύνορά μας και δη, τα θαλάσσια. Για να μπει ένα τέλος στη βαρβαρότητα. Είναι ζητούμενο για τη δημοκρατία.