Κάθε φορά που ο Τσίπρας καλείται να παρευρεθεί και να μιλήσει σε συνάξεις ευρωπαίων σοσιαλιστών ή αναλαμβάνονται εκ μέρους και του ΣΥΡΙΖΑ πρωτοβουλίες όπως οι τακτικές συναντήσεις του ευρωπαϊκού προοδευτικού φόρουμ, αυτό που συνήθως μένει ως θέμα στην εγχώρια δημόσια συζήτηση —ο θεός να την κάνει— είναι το πόσο ενοχλείται από τις πρωτοβουλίες αυτού του είδους η κ. Γεννηματά και οι κληρονόμοι του άλλοτε ΠΑΣΟΚ. Πρόκειται για την εκδήλωση της γνωστής επαρχιώτικης αντίληψης για την ευρωπαϊκή διάσταση της πολιτικής, η οποία δικαιολογείται να διακρίνει την πρακτική οποιουδήποτε άλλου εκτός από την πρακτική της καθ’ ημάς αριστεράς. Για δύο λόγους: πρώτον, γιατί αυτή η αριστερά είχε πάντοτε στραμμένη τη σκέψη και τη δράση της στη διεκδίκηση της ενωμένης Ευρώπης των λαών και, δεύτερον, γιατί από τις αφετηριακές καταβολές της αντιλαμβάνεται την αναζήτηση συμμάχων στους όμορους πολιτικούς και κοινωνικούς χώρους ως όρο της ύπαρξής της και όχι ως πάρεργο.
Έχουμε ρόλο στην Ευρώπη;
Οφείλουν, λοιπόν, κυβέρνηση και ΣΥΡΙΖΑ να ενδιαφερθούν σοβαρά για τις αντιδράσεις της ηγεσίας του ΚΙΝΑΛ, γιατί, αν δεν είναι θετικές, πρέπει να τις κρίνουν, να τις επικρίνουν και να κάνουν κάθε προσπάθεια για να τις αλλάξουν. Πέρα, όμως, από το μικρόκοσμό μας, που έχει καθοριστική σημασία, γιατί μέσα σ’ αυτόν πρέπει όλοι πρωταρχικά να υπάρξουμε, ώστε να μπορέσουμε να δράσουμε οπουδήποτε αλλού, υπάρχει και το ευρωπαϊκό σύμπαν. Τις εξελίξεις σ’ αυτό το σύμπαν, στη συγκεκριμένη συγκυρία, φαίνεται ότι μπορούν κυβέρνηση και ΣΥΡΙΖΑ να τις επηρεάσουν σε σημαντικό βαθμό, εάν δράσουν συντονισμένα και μεθοδικά. Στο βαθμό που θα το πετύχουν, τα αποτελέσματα στις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις δεν θα είναι έμμεσα και μακροπρόθεσμα, αλλά άμεσα αισθητά. Αλλωστε, δεν πρέπει να ξεχαστεί ποτέ ο στόχος της μεταβολής των συσχετισμών στην Ευρώπη, όσο κι αν φαντάζει δύσκολη η επίτευξή του.
Τι συμβαίνει, λοιπόν, σ’ αυτό το σύμπαν; Αποτυπώνεται, όχι μόνο στα λόγια, αλλά και στις στάσεις, μια ανησυχία για το μέλλον του. Δεν ανησυχούν όλοι στον ίδιο βαθμό ούτε με τον ίδιο τρόπο. Ολοι, όμως, βλέπουν τα αποτελέσματα της πολιτικής που κυριάρχησε επί μία εικοσαετία τουλάχιστον. Και ανησυχούν, κάθε χώρα και κάθε πολιτική δύναμη για τους δικούς της λόγους. Κοινός τόπος, πάντως, φαίνεται πως είναι η αίσθηση της απειλής για μεν τις συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις από την άνοδο των εκ δεξιών εθνικιστικών τάσεων και δυνάμεων, για δε τις δυνάμεις τής σοσιαλδημοκρατίας από τον κίνδυνο πασοκοποίησης που είναι πια ορατός. Δεν τους έπιασε ξαφνικός έρωτας τους γερμανούς σοσιαλδημοκράτες για τον Τσίπρα, τη ραγδαία μείωση της εκλογικής επιρροής τους βλέπουν και αναζητούν τρόπους για την ανακοπή της. Δεν συμφωνούν, προφανώς, όλοι ότι στη βάση των προβλημάτων βρίσκεται ο ζουρλομανδύας τού διαβόητου συμφώνου σταθερότητας, που μεταφράστηκε σε σκληρή αντιλαϊκή και υφεσιακή λιτότητα, η οποία πλήττει πια ποικιλότροπα τόσο τις οικονομίες και τις κοινωνίες όσο και τις πολιτικιές δυνάμεις που την επέλεξαν. Ξεπηδούν, ωστόσο, από παντού στάσεις και τάσεις αμφισβήτησης τουλάχιστον της αποτελεσματικότητας, αλλά και της ορθότητας αυτής της πολιτικής. Και δεν είναι πάντοτε και παντού εφικτό να αντιμετωπιστούν με την τιμωρητική πολιτική, που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα.
Με ποια προοπτική θα τον αναλάβουμε;
Όπως και να ‘χει, φαίνεται ότι κάποιες δυνάμεις στην Ευρώπη, εκτός από τις ιδεολογικά και ταξικά ταγμένες στο νεοφιλελεύθερο δόγμα, έχουν αρχίσει από καιρό να αναζητούν διέξοδο. Ανάμεσά τους υπάρχουν γειτονικοί με τον ΣΥΡΙΖΑ σχηματισμοί, όπως οι Πράσινοι και αριστεροί σοσιαλδημοκράτες. Υπάρχει, δηλαδή, έδαφος για να επιχειρηθεί η αναζήτηση μιας σύγκλισης δυνάμεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το εύρος και το βάθος της οποίας δεν είναι σαφές ακόμα ποιο μπορεί να είναι. Φαίνεται, πάντως, ότι σ’ αυτή τη διαδικασία μπορούν κυβέρνηση και ΣΥΡΙΖΑ να παίξουν σημαντικό ρόλο τόσο στην προώθησή της στην πράξη όσο και στον επιθυμητό πολιτικό προσανατολισμό της. Αρκεί να το επιδιώξουν στα σοβαρά και συστηματικά. Και, κυρίως, χωρίς να ξεχνούν ότι αυτό που τους έκανε να ξεχωρίσουν και να προκαλέσουν το ενδιαφέρον, δεν είναι, όπως λέει η κ. Γεννηματά, αλλά και ορισμένοι εξ αριστερών, ότι κάνουν ό,τι τους λέει η τρόικα. Αντίθετα, είναι το γεγονός ότι πάλεψαν εναντίον αυτής της πολιτικής. Και, ακόμα κι όταν αναγκάστηκαν να συμβιβαστούν με τους εμπνευστές της, διεκδίκησαν μέσα στο ασφυκτικό μνημονιακό πλαίσιο ένα στοιχειώδη χώρο για την εφαρμογή ενός «παράλληλου προγράμματος», το οποίο λοιδόρησαν μόνον όσοι δεν ένιωθαν την ανάγκη του στο πετσί τους. Αυτό είναι το ιδιαίτερο πρόσημό τους, που τους ξεχωρίζει και τους κάνει ενδιαφέροντες και σημαντικούς. Μ’ αυτό ως οδηγό οφείλουν να κινηθούν.
Η εξωστρέφεια ωφελεί και στο εσωτερικό
Η έκβαση της μάχης σ’ αυτό το πεδίο δεν θα κρίνει μόνο την εξέλιξη των πραγμάτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Θα επηρεάσει οπωσδήποτε και τις εσωτερικές μας εξελίξεις. Θα διευκολύνει την κυβερνητική πλειοψηφία να διεκδικήσει ξανά με επιτυχία τον πρωταγωνιστικό ρόλο, θα επηρεάσει τη στάση και άλλων δυνάμεων, ενώ θα διαμορφώσει και πιο ευνοϊκό γι’ αυτήν έδαφος μέσα στην ΕΕ.
Παράλληλα, μ’ αυτή την προσπάθεια χρειάζεται να δοθεί ιδιαίτερο βάρος στο συντονισμό του ευρωπαϊκού Νότου, που μάλλον έχει παραμεληθεί το τελευταίο διάστημα. Στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα θα βρει σήμερα ακόμα πιο ευνοϊκό έδαφος για την προβολή τής στρατηγικής επιλογής της και για τη στήριξή της, από τη στιγμή που στην Πορτογαλία και την Ισπανία πια υπάρχουν κυβερνήσεις που στηρίζονται σε συγκεκριμένες μορφές συνεργασίας σοσιαλιστών και αριστεράς.
Πέρα από το καθαρά πολιτικό πεδίο υπάρχει και το πεδίο των κοινωνικών διεκδικήσεων. Εδώ, ίσως, είναι μεγαλύτερες οι δυσχέρειες και λόγω μιας δύναμης της αδράνειας που δεν διευκολύνει όχι μόνο τη συνεργασία μέσα σε κάθε χώρα όμορων συνδικαλιστικών οργανώσεων, ή τον αποτελεσματικό συντονισμό των εθνικών σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά και λόγω αντικειμενικών αδυναμιών της ελληνικής πλευράς, εξαιτίας του συγκεκριμένου συσχετισμού δύναμης στο συνδικαλιστικό κίνημα. Κι αυτές, όμως, οι δυσχέρειες χρειάζεται να ξεπεραστούν.
Δύσκολα καθήκοντα. Μπορούν να γίνουν πράξη; Δεν είναι εύκολο, αλλά όσο δεν επιχειρείται η ανάληψή τους, τα πράγματα μπορεί να γίνουν ακόμα δυσκολότερα.
Χαράλαμπος Γεωργούλας
Πηγή: Η Αυγή