Το ότι δεν μπορεί κάποιος να είναι ταυτόχρονα παίκτης και διαιτητής σε έναν αγώνα είναι μάλλον προφανής κανόνας της λογικής και της ηθικής. Και ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις, εκτός φυσικά από την ελληνική πολιτική ζωή, όπου οι «κανόνες του παιχνιδιού», δηλαδή βασικά ο εκλογικός νόμος, άλλαζε για πολλά χρόνια διαρκώς και κατά το δοκούν από την εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία. Πρόκειται για μια αρνητική παράδοση, που έχει γεννήσει κατά διαστήματα «τέρατα», όπως το γνωστό «τριφασικό» εκλογικό σύστημα με το οποίο η ΕΡΕ, αν και ήρθε δεύτερη σε ψήφους, κατόρθωσε να εξασφαλίσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία σε βάρος της συμμαχίας του Κέντρου με την ΕΔΑ (Δημοκρατική Ένωσις) στις εκλογές του 1956.
Κατά την ταραχώδη πεντηκονταετία από το 1926 µέχρι και το 1974, κάθε εκλογικός νόμος «ζούσε» κατά μέσο όρο για λιγότερες από δύο εκλογικές αναμετρήσεις: για την ακρίβεια, πραγματοποιήθηκαν δεκαπέντε (15) εκλογικές αναμετρήσεις µε οκτώ (8) εκλογικά συστήματα σε διάστημα σαράντα οκτώ (48) ετών, δηλαδή αντιστοιχεί ένα εκλογικό σύστημα κάθε 1,87 εκλογικές αναμετρήσεις. Θα περίμενε ωστόσο κανείς -αδίκως- ότι η εμπέδωση του δημοκρατικού πολιτεύματος και η διαμόρφωση ενός σταθερού κομματικού συστήματος, θα οδηγούσαν και στην παγίωση του εκλογικού συστήματος. Στην επίσης πεντηκονταετία περίπου που μεσολάβησε, αντίστοιχα, από τη μετάβαση στη δημοκρατία το 1974 μέχρι τις τελευταίες εκλογές, ελάχιστα αυξήθηκε η μέση διάρκεια ζωής κάθε εκλογικού νόμου, φτάνοντας να αντιστοιχεί ένα εκλογικό σύστημασε κάθε 2,57 εκλογικές αναμετρήσεις. Με άλλα λόγια, η ταχύτητα αλλαγής των εκλογικών συστημάτων μειώθηκε μεν σχετικά, παρέμεινε όμως ιδιαίτερα υψηλή1.
Φρένο στην προφανώς καταχρηστική αυτή πρακτική ήρθε να βάλει -στην ύστερη πια μεταπολίτευση- η συνταγματική αναθεώρηση του 2001, εμποδίζοντας τον αιφνιδιασμό του πολιτικού αντιπάλου και την εργαλειοποίηση του εκλογικού συστήματος για μικροκομματικά οφέλη από την εκάστοτε κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Η πρόβλεψη του άρθρου 54 παρ. 1 του Συντάγματος, ότι ένας νέος εκλογικός νόμος ισχύει αμέσως µετά την ψήφισή του, µόνο εφ’ όσον υπερψηφιστεί από τα 2/3 του όλου αριθμού των βουλευτών (200), εφ’ όσον δηλαδή στην πράξη έχει τη συναίνεση και άλλων, εκτός της κυβερνητικής πλειοψηφίας, κοµµάτων, ενώ σε αντίθετη περίπτωση ισχύει από τις µεθεπόµενες από την ψήφισή του εκλογές, εκ του αποτελέσματος φαίνεται ότι λειτούργησε. Συνδυαζόμενη και με άλλες παραμέτρους -και κυρίως τη σύγκλιση των δύο πόλων του τότε δικομματισμού και την συνολική κρίση του τελευταίου- η συνταγματική πρόβλεψη περιόρισε σημαντικά τις διαρκείς αλλαγές του εκλογικού συστήματος.
Η πρώτη μεγάλη τομή μετά την επί μακρόν ισχύ του «νόμου Παυλόπουλου» (περί μπόνους 50 εδρών στο πρώτο κόμμα) υπήρξε η αλλαγή του 2016 και η καθιέρωση της απλής αναλογικής με τον ν. 4406/2016. Η αλλαγή αυτή είχε ουσιώδεις διαφορές σε σύγκριση με προηγούμενες καλπονοθευτικής έμπνευσης προσπάθειες: Επήλθε μετά από μια κατάρρευση του προηγούμενου συστήματος αντιπροσώπευσης και των κομματικών ταυτίσεων, αποτέλεσε πάγια και ταυτοτική θέση του κομματικού φορέα που την εισηγήθηκε (ΣΥΡΙΖΑ) ανεξάρτητα από τη θεαματική μεταβολή στην εκλογική του δύναμη και, κυρίως, συνοδεύτηκε από ένα πλήρες πολιτικό και πολιτειακό σκεπτικό που αποκρυσταλλώθηκε στην κατάθεση σχετικής πρότασης και στο πλαίσιο της διαδικασίας αναθεώρησης του Συντάγματος, ώστε αυτό να προβλέπει με τρόπο διαρκή και σταθερό κάποια βασικά χαρακτηριστικά και αρχές του εκλογικού συστήματος.
Η άνοδος της σημερινής κυβέρνησης στην εξουσία, τουλάχιστον σε επίπεδο θεσμικών/εκλογικών επιλογών, σηματοδότησε μια ραγδαία επιστροφή πολύ πίσω από τα κεκτημένα των τελευταίων δεκαετιών. Ασφαλώς κάθε σκέψη για καθιέρωση ρήτρας αναλογικότητας του εκλογικού συστήματος στο Σύνταγμα εγκαταλείφθηκε, ενώ η απλή αναλογική καταργήθηκε πριν προλάβει να εφαρμοστεί ούτε μια φορά, με την ψήφιση του τελευταίου εκλογικού νόμου (ν. 4654) στις αρχές του 2020.
Μάλιστα, η ψήφιση του νόμου αυτού συνοδεύτηκε από τη -θεσμικά απαράδεκτη, αλλά και πολιτικά αυτοκτονική- δήλωση της κυβέρνησης ότι προτίθεται να «κάψει» τις επόμενες εκλογές που θα γίνουν αναγκαστικά με το σύστημα της απλής αναλογικής. Εκτός από προφανής καταστρατήγηση του σκοπού της συνταγματικής ρύθμισης, αλλά και θρασεία a priori αγνόηση και περιφρόνηση της κορυφαίας δημοκρατικής διαδικασίας και της βούλησης των πολιτών, η στρατηγική αυτή έχει οδηγήσει το κυβερνών κόμμα σε πολιτικά αδιέξοδα, για το πώς θα διαχειριστεί πολιτικά την υποβάθμιση αυτής της πρώτης κάλπης -μια προσπάθεια στην οποία εξάλλου δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα ακολουθήσουν οι πολίτες και σίγουρα δεν προτίθεται να ακολουθήσει η αντιπολίτευση στο σύνολό της.
Κυρίως όμως, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, κατά την ψήφιση του εκλογικού νόμου του 2020 έπεσε θύμα της αλαζονείας της. Η εισαγωγή του «κλιμακωτού μπόνους» δεν είναι για το κυβερνών κόμμα ταυτοτικό/αξιακό ζήτημα, αλλά το προϊόν ενός συμβιβασμού: ανάμεσα στην επιστροφή στο ακραία πλειοψηφικό προηγούμενο σύστημα του μπόνους που πραγματικά επιθυμούσε και στην αδυναμία να επιχειρηματολογήσει πειστικά εναντίον του αναλογικού και κατά τούτο δίκαιου εκλογικού συστήματος. Έτσι, αυτή η επιλογή σκοπιμότητας εγκλώβισε τη Νέα Δημοκρατία στην αλαζονεία του πρόσφατου τότε νικητή των εκλογών του 2019, αφού θεωρούσε ότι θα μπορούσε άνετα να φτάσει το ποσοστό του 38-38,5% που απαιτείται για την αυτοδυναμία σύμφωνα με το νόμο που η ίδια ψήφισε.
Για το λόγο αυτό εξάλλου, τώρα που η μετεκλογική δυναμική ξεθύμανε, τώρα που τα σύννεφα στον πολιτικό ορίζοντα του κυβερνώντος κόμματος συσσωρεύονται, άρχισαν οι διαρροές και οι συζητήσεις περί (νέας) αλλαγής του εκλογικού νόμου. Δεν είναι η πρώτη φορά που η σημερινή κυβέρνηση επιδιώκει να αναιρέσει ακόμη και τον εαυτό της, όταν κάποια θεσμική ρύθμιση κρίνει ότι δεν την συμφέρει. Εξάλλου, ο εν ενεργεία υπουργός Εσωτερικών δεν έχει στις δηλώσεις του να ζηλέψει τίποτα από τους προκατόχους του της προδικτατορικής περιόδου: ρητός και διακηρυγμένος στόχος του είναι να μεταρρυθμίσει τους θεσμούς ώστε να μην ξανακυβερνήσει ποτέ η Αριστερά. Και βέβαια, δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που κατατέθηκαν αντίστοιχες σκέψεις για αλλαγή του νόμου για την ψήφο των αποδήμων (επίσης ψηφισθέντος επί της παρούσας κυβέρνησης και προϊόντος σημαντικής και ευρείας διακομματικής συναίνεσης) και πάρθηκαν πίσω μετά την κατακραυγή.
Η Νέα Δημοκρατία έχει δείξει και σε άλλες ευκαιρίες αυτά τα σχεδόν τρία χρόνια της διακυβέρνησής της ότι δεν έχει κανένα πρόβλημα να παίξει επικίνδυνα παιχνίδια με τους θεσμούς και ότι δεν την πειράζει να συμπαρασύρει τα πάντα στην πτώση της – από τη στοιχειώδη σοβαρότητα, μέχρι τη συνταγματική νομιμότητα. Καλώς ή κακώς, όμως, από παιδιά μαθαίνουμε ότι «όποιος σκάβει το λάκκο του άλλου, πέφτει ο ίδιος μέσα». Κι αυτό έχει επιβεβαιωθεί κατ’ επανάληψη στην παλιότερη και στην πιο πρόσφατη πολιτική ιστορία της χώρας, αφού κανένα εκλογικό σύστημα δεν μπόρεσε τελικά να ανακόψει την κοινωνική δυναμική.
(Η Δανάη Κολτσίδα είναι Νομικός και πολιτική επιστήμονας, διευθύντρια του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς)
1) Τα στοιχεία που παρατίθενται εδώ προέρχονται από παλιότερη μελέτη μου με τίτλο «Εκλογικό και πολιτικό/κοµµατικό σύστημα: παράλληλες πορείες, προς ποια κατεύθυνση; Εκλογικές µεταρρυθµίσεις στη σύγχρονη Ελλάδα», που δημοσιεύτηκε στις 23/1/2020 για λογαριασμό του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς, με αφορμή τότε την ψήφιση του ν. 4654/2020 περί «κλιμακωτού μπόνους». Μεγάλο μέρος τους, για τη μέχρι το 1985 περίοδο, προέρχεται από το βιβλίο των Αντ. Παντελή και Μιχ. Τριανταφύλλου, Τα ελληνικά εκλογικά συστήματα και οι εκλογές στον ηλεκτρονικό υπολογιστή (1926-1985), Λιβάνης, 1988.
Δανάη Κολτσίδα