Εκεί κάτω είναι ένα χαντάκι. Μέσα στο χαντάκι κείτεται νεκρός ο Μοχάμεντ Αγιούμπ. Ο Μοχάμεντ Αγιούμπ ήταν 15 χρόνων. Τον σκότωσε κάποιος Ισραηλινός ελεύθερος σκοπευτής. Ασφαλής, ανώνυμος, πάνοπλος και ελεύθερος να σκοτώνει άοπλα μικρά παιδιά. Ο Μοχάμεντ Αγιούμπ δεν αποτελούσε απειλή για κανέναν, είπαν οι αυτόπτες μάρτυρες. Τον σκότωσαν απλώς επειδή βρισκόταν στο σωστό μέρος, τη σωστή στιγμή: έπαιρνε μέρος στη μεγάλη πορεία επιστροφής των Παλαιστινίων στον τόπο τους.
Εκεί κάτω είναι ένα χαντάκι. Δεν υπάρχει δρόμος για πορεία. Γιατί εκεί κάτω είναι τα έγκατα του κόσμου. Και στα έγκατα δεν υπάρχει επιστροφή μήτε θρίαμβος και θριαμβευτές. Ούτε στρώνουν τους δρόμους με ροδοπέταλα για να περάσει ο εκλεκτός του Θεού. Δεν υπάρχουν εκεί κάτω εκλεκτοί του Θεού, αλλά μονάχα τα παιδιά ενός κατώτερου Θεού, δηλαδή ενός «κατώτερου» λαού, που τα σκοτώνουν πριν ακόμα προλάβουν να ονειρευτούν έναν θρίαμβο ελευθερίας, που τα κλείνουν στη φυλακή γιατί προσπαθούν έναν κόσμο όπου θα έχουν το δικό τους μερτικό σε «γη και ελευθερία». Το δικό τους μερτικό στο δικαίωμα να έχουν τόπο να σταθούν και να γράψουν τα δικά τους ποιήματα.
Όμως «είθισται» εκεί κάτω να «δολοφονούν τους ποιητές». Γιατί βέβαια ένα παιδί νεκρό από σφαίρα ελεύθερου σκοπευτή είναι ένας νεκρός ποιητής. Από τους ποιητές που χωρίς αυτούς ο θρίαμβος της ζωής είναι ένα κυνηγημένο θήραμα που προσπαθεί να κρυφτεί για να σωθεί από τις σφαίρες. Μεγάλο σακατλίκι. Εκεί κάτω λοιπόν τα χρόνια είναι σακάτικα. Στριμωγμένα πίσω από το συρματόπλεγμα και πίσω από τα τείχη των φριχτών διαχωρισμών. Και ο θρίαμβος πάντοτε βραδύτερος από τις σφαίρες, βραδύτερος από ένα δίκιο του αίματος που πνίγει στο αίμα την ειρήνη μπουκώνοντας με κραυγή το στόμα των ανθρώπων.
Εκεί κάτω ούτε ο Πόντιος Πιλάτος δεν είναι ευπρόσδεκτος, γιατί υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος να το σκεφτεί, έστω για μια στιγμή, έστω κατόπιν εορτής και έτσι το θαύμα να συμβεί. Αλλά όχι. Το θαύμα ενός παιδιού που πηγαίνει ήρεμο στο σχολείο του δεν πρέπει να συμβεί, γιατί το θαύμα είναι ο εχθρός. Το θαύμα δυο παιδιών που πιάνονται χέρι-χέρι, δύο παιδιών που «κοιτάζονται και δεν μιλιούνται» κατά πώς περιγράφει το «Άξιον Εστί» ενός θαύματος ο Οδυσσέας Ελύτης, δεν πρέπει να συμβεί. Η Κυριακή των αθώων δεν πρέπει να έρθει ποτέ εκεί κάτω. Η Άχεντ Ταμίμι πρέπει να σαπίσει στη φυλακή και οι Παρασκευές της Παλαιστινιακής Επιστροφής να μείνουν εσαεί «Μεγάλες». Μια μόνιμη επωδός του μαρτυρίου.
Κάθε λίγο και λιγάκι μας έρχονται οι θλιβερές ειδήσεις για τα νεκρά θαύματα που τα μαζεύουν από τα χαντάκια «οι μαύρες μανάδες με τα μαύρα φουστάνια» και τα μαύρα δάκρυα, σ’ αυτήν την ατέλειωτη διαδρομή ενός Γολγοθά που χάνεται κάπου πολύ ψηλά. Εκεί όπου ο Θεός δεν έχει έλεος γιατί δεν ακούει την κλαγγή των όπλων, το σφύριγμα της σφαίρας, τη σιωπή πάνω από ένα χώμα που λες και δεν πλάστηκε για να δίνει καρπούς και λουλούδια, αλλά για να θάβονται παιδιά, παιδιά σαν οπώρες και σαν λουλούδια που έδυσε το κάλλος τους πριν προλάβει να νυστάξει η ψυχή τους. Ή μάλλον, ακριβώς επειδή δεν νύσταξε η ψυχή τους, η ζωή τους μαράθηκε μέσα σε μια στιγμή.
Εκεί κάτω, δυο βδομάδες μετά την Ανάσταση, ο θρίαμβος της «επί γης ειρήνης» δεν ήρθε ούτε και φέτος, γιατί και φέτος το ιλαρό φως του μαρτυρίου δεν είναι λυτρωτικό. Μοιάζει να έγινε για να κάνει πελώριες τις σκιές των τεράτων που χιλιάδες χρόνια εξακολουθούν να μοιράζουν και να ξαναμοιράζουν, παίζοντας το φοβερό ζατρίκιο των πολέμων, τα ιμάτια που ήταν προορισμένα να ντύσουν τον θρίαμβο των έσχατων κι έγιναν σάβανο για να ντύσουν τα παιδιά εκεί κάτω! Όσο πιο κάτω γίνεται. Όσο πιο βαθιά γίνεται, για να μην μπορεί ν’ ανθίσει τίποτα πάνω στους τάφους. Το θαύμα μιας παπαρούνας του Απριλίου. Το παραμικρό μιας ανθοβόλου μυρωδιάς που θα στόλιζε τα μάτια των εφήβων.
Εκεί κάτω λιτανεύονται ακατάπαυστα οι επιτάφιοι. Περιφέρονται μέσα σε απέραντο θρήνο τα νεκρά μικρά θαύματα των παιδιών. Δεν υπάρχουν καμπάνες για να τιμήσουν το κατευόδιο. Υπάρχουν γεράκια με το δάχτυλο στη σκανδάλη.
Εκεί κάτω το θαύμα τελείωσε πριν ακόμα αρχίσει. Και του χρόνου. Όταν για μια ακόμα φορά θα υποδεχόμαστε το Άγιο Φως, που αντιλάμπει εφιαλτικά το αίμα της σφαγής, με τα όπλα στα χέρια. Για να τιμήσουμε τι; Αυτούς που θα έχουν φονευτεί για μια ακόμα φορά; Τον άοπλο θρήνο που κατεσφάγη; Το κανιβαλικό παράλογο θρησκειών που κηρύττουν την αγάπη και λιτανεύουν τον Επιτάφιο πατώντας πάνω σε πτώματα;
Ωραία λοιπόν. Παρουσιάστε όπλα. Σεβασμός στους φονείς των θαυμάτων. Έτσι κι αλλιώς εκεί στηρίζεται το φονικό: στις παγκόσμιες στρατιές εκείνων που «ου γαρ οίδασι τι ποιούσι». Ακριβώς τη στιγμή που σκοτώνουν τον θρίαμβο πανηγυρίζοντας επειδή πέτυχαν τον στόχο.
Όχι μόνο εκεί κάτω. Έγινε και στη Χιροσίμα, έγινε και στο Ναγκασάκι, έγινε και στη σφαγή της Δρέσδης, έγινε και στο Βιετνάμ, έγινε σε όλα τα κάτεργα των μαρτυρικών εγκλεισμών. Έγινε παντού. Το «εκεί κάτω» ήταν και είναι παντού. Και διαρκώς. Και με κάθε τρόπο. Παρουσιάστε όπλα. Υποδεχτείτε τον αρχηγό του παγκόσμιου κράτους, που λέγεται θάνατος, όπως του αξίζει.
Κώστας Καναβούρης
Πηγή: Η Αυγή