Αυτό το σαββατοκύριακο, με την ανακοίνωση του κυβερνητικού προγράμματος για τον επόμενο –προεκλογικό– χρόνο, ο πρωθυπουργός θα χαράξει και την πολιτική με την οποία θα κινηθεί. Ήδη από τις προηγούμενες εβδομάδες έχουμε πάρει μια πρόγευση από την ωραιοποιημένη εικόνα που παρουσιάζει, για παράδειγμα στην υγεία, την παιδεία ή την εργασία, όταν οι διεθνείς δείκτες και τα στατιστικά δεδομένα τεκμηριώνουν το ακριβώς αντίθετο. Τι τελικά ισχύει;
Βγαίνουμε από ένα καλοκαίρι που ο περισσότερος κόσμος στερήθηκε τις διακοπές και μπαίνουμε στον ορίζοντα των ανακοινώσεων της ΔΕΘ. Το κλίμα είναι βαρύ, καθώς δημοσιοποιήθηκαν αρνητικοί δείκτες για την κοινωνική ευημερία σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Δεν είναι η πρώτη φορά που η κυβέρνηση προσπαθεί να παρουσιάσει μια μεθοδευμένη εικόνα «επιτυχίας» με αιχμές που έχουν να κάνουν και με τις στελεχώσεις εκπαιδευτικών και νοσοκομειακών ιδρυμάτων, που βλέπουμε ολοένα να πηγαίνουν και χειρότερα, όσο και αν αναμέναμε το αντίθετο, ειδικά μετά την πανδημία. Έτσι, η κυβέρνηση μένοντας σε ανακοινώσεις τέτοιου είδους, χάνει την ουσία της πολιτικής και των αναγκών της κοινωνίας. Ενδεικτικά αναφέρω κάποια νούμερα, ώστε να σχηματίσουμε την εικόνα που επικρατεί αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα: Η κατάσταση στα νοσοκομεία είναι οριακή, όπως καταγγέλλουν άλλωστε αντιπολίτευση και αρμόδιοι φορείς. Πρόσφατη έρευνα έδειξε ότι 4 νοσηλευτές αντιστοιχούν σε 1.000 ασθενείς, που αυτό σημαίνει ότι ένας νοσηλευτής μπορεί να έχει στην εποπτεία του 30 και 40 άτομα. Παράλληλα, η Ελλάδα είναι δεύτερη στην ΕΕ ως προς τη δυσαρέσκεια για την οικονομική κατάσταση, ενώ το 21,4% του πληθυσμού δηλώνει ότι αδυνατεί να καλύψει ανάγκες υγείας λόγω κόστους. Την ίδια στιγμή, οι δαπάνες για την υγεία αντιστοιχούν μόλις στο 5,8% του ΑΕΠ – ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ακόμα, η εικόνα για τους εργαζόμενους στη χώρα μας είναι ιδιαίτερα δύσκολη. Έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ έδειξε ότι 18,2% των εργαζομένων δουλεύει πάνω από 48 ώρες την εβδομάδα (πολύ πιο πάνω και από το οχτάωρο πενθήμερο) ενώ μόλις ένας στους οχτώ ανέργους λαμβάνει επίδομα και αυτό συχνά με πολλές καθυστερήσεις. Επιπλέον, παρά την αποκλιμάκωση της ανεργίας τα τελευταία έτη, με σταθερά υψηλά ποσοστά βέβαια, η χώρα μας παραμένει πρώτη στην μακροχρόνια ανεργία και δεύτερη στη συνολική ανεργία στην ΕΕ, όπως έχει επισημάνει και το Ινστιτούτο ΕΝΑ. Υπό αυτές τις συνθήκες, η κυβέρνηση θεσμοθετεί το 13ωρο, απελευθερώνοντας κι άλλο την αγορά εργασίας. Είναι σαφές ότι αυτή η πολιτική δεν καταπολεμά την επισφάλεια, αλλά συναινεί και άλλο στη γενικευμένη ανασφάλεια, με δυσκολία που έχει προεκτάσεις σε όλους τους τομείς της ζωής, από τη δημιουργία οικογένειας, την προσωπική και επαγγελματική προοπτική μέχρι τον σχεδιασμό του μέλλοντος.
Οι αρμόδιοι υπουργοί Υγείας, Παιδείας και Εργασίας παρουσιάζουν μια τελείως διαφορετική εικόνα από αυτή, ισχυριζόμενοι ότι βλέπουν τη μεγαλύτερη εικόνα. Πρόκειται για στρέβλωση της πραγματικότητας;
Η στρέβλωση έχει να κάνει με την επιλογή κάδρου που παρουσιάζεται. Η κυβέρνηση συνεχίζει να επιμένει σε αποσπασματικά, έκτακτα μέτρα και αποφεύγει την ενεργοποίηση μόνιμων πολιτικών που θα αλλάξουν ουσιαστικά τις δομές. Ουσιαστικά επιμένει σε υπερπλεονάσματα, τα οποία της επιτρέπουν να διατηρεί κάποιο αφήγημα απέναντι στις αγορές, την ίδια στιγμή που οι θετικοί μακροοικονομικοί δείκτες που επιλέγονται να προβάλλονται δεν αντανακλώνται στην καθημερινότητα των πολιτών: Η ακρίβεια εξανεμίζει μισθούς και συντάξεις, η βαριά άμεση φορολογία πιέζει ακόμη περισσότερο τα εισοδήματα, η αγοραστική δύναμη συρρικνώνεται, ενώ η νομοθεσία ανοίγει δρόμο για απλήρωτες υπερωρίες.
Καθώς φαίνεται και αυτή τη φορά στη ΔΕΘ τα περισσότερα θα είναι έκτακτα μέτρα ή μερικές πολιτικές, που θα στοχεύουν σε όσες κοινωνικές ομάδες θέλει να προσεγγίσει εκλογικά. Τι αντίκτυπο θα έχει αυτή η πολιτική, όταν η χώρα βρίσκεται σε μια κατάσταση βαθιάς και πολλαπλής κρίσης;
Η αποσπασματική κοινωνική πολιτική, με ad hoc επιδόματα, όπως είναι η επιστροφή ενός ενοικίου, δεν μπορεί να αποτελέσει δίκτυ προστασίας. Πρόκειται για βραχυχρόνιες πολιτικές που δεν αντιμετωπίζουν τις βαθιές κρίσεις στη χώρα μας και δίνουν την αίσθηση μιας «μεταβατικής» περιόδου. Θα περιμέναμε από μια κυβέρνηση που ισχυρίζεται τη σταθερότητα και την ασφάλεια να προβεί σε μόνιμες, ενεργές πολιτικές και όχι σε πολιτικές που αποδίδονται αποσπασματικά και μερικώς σε ευάλωτες ομάδες και δεν επιστρέφουν στην κοινωνία, τη στιγμή που ο σωρευτικός πληθωρισμός έχει φτάσει σε δυσθεώρητα ύψη (38%), που πλέον υποφέρουν και οι μεσαίες και οι ευάλωτες ομάδες. Έτσι, η πλειονότητα του πληθυσμού υποφέρει από την ακρίβεια, ενώ οι κυβερνητικές επιλογές οδηγούν σε στασιμότητα, με σοβαρές συνέπειες στην κοινωνική κινητικότητα και τη φτώχεια για όλες τις ηλικιακές ομάδες.
Και τι θα έπρεπε να σχεδιάσει η κυβέρνηση για να αντιμετωπίσει συγκεκριμένα τη στεγαστική κρίση, την ακρίβεια, την καθίζηση του εισοδήματος;
Η στεγαστική κρίση και η ακρίβεια πλήττουν δυσανάλογα τα νοικοκυριά μεσαίου και χαμηλού εισοδήματος. Η Ελλάδα επενδύει λιγότερο από 1% του ΑΕΠ στη στέγη, ενώ οι πολίτες χρειάζονται πάνω από 15 φορές το ετήσιο εισόδημά τους για να αποκτήσουν ένα διαμέρισμα 70 τ.μ. στην Αθήνα. Αυτό σημαίνει ότι η στέγη μετατρέπεται από κοινωνικό δικαίωμα σε είδος πολυτελείας. Η απουσία μόνιμων και διαρθρωτικών πολιτικών οδηγεί σε διαρκή αύξηση του κόστους. Μέχρι η κυβέρνηση να δημιουργήσει ένα Ταμείο Προσιτής Κατοικίας, που θα αξιοποιεί τη δημόσια περιουσία με κοινωνικό και μη κερδοσκοπικό τρόπο, και να ρυθμίσει τη βραχυχρόνια μίσθωση ώστε να αποδεσμευτούν ακίνητα για τη μακροχρόνια αγορά, η πρόσβαση σε οικονομικά προσιτή και αξιοπρεπή στέγη θα παραμένει περιορισμένη και το κόστος θα αυξάνεται.
Αυτά ισχυρίζεται ότι έχει θεσμοθετήσει, με το πρόγραμμα Σπίτι μου Ι, ΙΙ και τώρα ΙΙΙ, με τα μέτρα που θεσμοθέτησε τον Γενάρη για τη βραχυχρόνια μίσθωση ή με το σχεδιαζόμενο Μητρώο Παρακολούθησης Ιδιωτικού Χρέους και τη βεβαίωση καλού μισθωτή. Πάνω από είκοσι προγράμματα για τη στέγη τρέχουν τώρα. Τι δεν κάνουν καλά;
Αυτά είναι σπασμωδικά μέτρα. Χωρίς επαρκή προσφορά οικονομικά προσιτής στέγης, φοιτητικής ή κοινωνικής, χωρίς αποθέματα τα προβλήματα παραμένουν. Περισσότερο αυτά τα μέτρα επιδοτούν την αύξηση των ενοικίων και των αγορών, παρά στην ουσία καταπολεμούν το πρόβλημα. Με το Σπίτι μου, για παράδειγμα, οι τιμές των ακινήτων αυξήθηκαν σημαντικά, τόσο για ενοίκια όσο και για μόνιμες κατοικίες. Πρόσφατα, η Ελλάδα αναδείχθηκε ως η ακριβότερη χώρα στην ΕΕ στο κόστος στέγασης, με 35,5% του διαθέσιμου εισοδήματος να σπαταλάται στη στέγη. Το κράτος χρειάζεται μόνιμες λύσεις για την αξιοπρεπή και προσιτή στέγη.
Αναφέρθηκες στην κοινωνική κινητικότητα, η οποία έχει βαλτώσει. Πάλι η κυβέρνηση ισχυρίζεται πως κινείται με βασικό οδηγό τις περισσότερες και καλύτερες δουλειές, πως αντιμετωπίζει το brain drain, πως εξασφαλίζει μεγαλύτερους μισθούς και περισσότερη ασφάλεια. Είναι πράγματι στόχος της η κοινωνική κινητικότητα και έχει αποτύχει ή οι πολιτικές της κινούνται εξ αρχής σε άλλη κατεύθυνση;
Το ότι είναι ένας στόχος που δεν έχει καταφέρει να υλοποιήσει φαίνεται από τους δείκτες ευημερίας. Επιμένω στο στοιχείο της ανεργίας, που η Ελλάδα είναι πρώτη στην Ευρώπη, ως ενδεικτικό της κατάστασης. Αν εξετάσουμε και άλλους δείκτες, όπως είναι οι συνθήκες υλικής στέρησης και η ανισότητα, θα διαπιστώσουμε ότι δεν υπάρχει προοπτική, καθώς οι δείκτες αυτοί επιμένουν τα τελευταία χρόνια σταθερά, παρά την οικονομική εξέλιξη. Ενδεικτικά αναφέρω ότι το 13,5% των πολιτών στην Ελλάδα αντιμετωπίζει συνθήκες σοβαρής υλικής υστέρησης. Αν δεν προβούμε σε μείωση της άμεσης φορολογίας και στη διανομή των υπερπλεονασμάτων στον πληθυσμό, δεν θα αντιμετωπιστούν αυτές οι συνθήκες. Η υπερσυγκράτηση πόρων από την πραγματική οικονομία δημιουργεί διπλή στρέβλωση: περιορίζει τις επενδύσεις σε υποδομές και υγεία που αυξάνουν το παραγωγικό δυναμικό και ταυτόχρονα γεννά αποσπασματική κοινωνική πολιτική που δεν οδηγεί σε πραγματική ευημερία.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας είναι το δημογραφικό. Και εδώ, η κυβέρνηση ανακοινώνει συχνά πυκνά μέτρα για την οικογένεια, το αυτό θα κάνει και στη ΔΕΘ, χωρίς να αντιμετωπίζεται το δημογραφικό. Αντίθετα, φτάσαμε σε μια όξυνση της αντιμεταναστευτικής πολιτικής σαν να μην είναι μέρος της λύσης του προβλήματος οι μετανάστες. Τι συνέπειες θα έχουν τα μέτρα αυτά στο δημογραφικό;
Η Ελλάδα, όπως και οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, αντιμετωπίζουν σοβαρό δημογραφικό πρόβλημα, με αρνητικό ισοζύγιο γεννήσεων και θανάτων, που επηρεάζει την κοινωνική συνοχή, την οικονομία και το ασφαλιστικό σύστημα. Η μεταναστευτική πολιτική θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μέτρο αναστροφής αυτής της τάσης, όμως η κυβέρνηση δεν την αξιοποιεί, περιοριζόμενη σε ad hoc επιδόματα για οικογένειες. Παράλληλα, οι δύσκολες εργασιακές συνθήκες και η έλλειψη προσιτής στέγης αποθαρρύνουν τους πολίτες από το να επενδύσουν στο μέλλον τους εδώ. Ταυτόχρονα, η έντονη αντιμεταναστευτική πολιτική, υπό την πρόφαση προστασίας του ελληνικού πληθυσμού, δεν περιλαμβάνει σχέδιο ενσωμάτωσης μεταναστών ούτε μέτρα για τη δημογραφική αναστροφή. Έτσι, η πολιτική που εφαρμόζεται είναι αντικινήτρων παρά κινήτρων και ανασφάλειας αντί ασφάλειας, όσο και αν παρουσιάζεται ως τέτοια.
Τα αποσπασματικά μέτρα διέσωσαν την κυβέρνηση στις προηγούμενες εκλογές, και σε αυτό ελπίζει και τώρα η ΝΔ, εφαρμόζοντας την ίδια συνταγή. Εκτιμάς ότι θα αντιδράσει διαφορετικά η κοινωνία ή έχει φτάσει σε τέτοιο βαθμό εξαθλίωσης που ό,τι πάρει καλό είναι, και αν χρειαστεί θα το εκτιμήσει μπροστά στην κάλπη;
Αυτό που αφουγκραζόμαστε από την κοινωνία, μέσω των δεικτών αλλά και από την εικόνα που επικρατεί στους κοινωνικούς μας χώρους, είναι ότι πράγματι είναι εξαθλιωμένη, εξουθενωμένη και έντονα δύσπιστη. Η κοινωνία απαιτεί διαφάνεια και λογοδοσία. Όσο τα κόμματα συνεχίζουν να αναπαράγουν παθογένειες, πελατειακές σχέσεις, εσωκομματική αυθαιρεσία και αδιαφάνεια δεν θα κερδίσουν την εμπιστοσύνη των πολιτών. Το κομματικό σύστημα πρέπει να επανεφεύρει τον ρόλο του αν θέλει να αποτελεί επιλογή της κοινωνίας. Χωρίς ριζική αλλαγή, η πολιτική θα παραμένει εργαλείο ελίτ και όχι μέσο προάσπισης της κοινωνίας.
Το κομματικό σύστημα, και ειδικότερα η αντιπολίτευση, φαίνεται ότι δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτόν τον ρόλο που περιγράφεις και της αντιστοιχεί. Πώς θα μπορούσε αυτό να αλλάξει;
Ζούμε σε μια συνθήκη δυσπιστίας, αλλά και ανάγκης για ουσιαστική ανανέωση. Η κοινωνία μέσα από την κούραση και τις συνθήκες αγανάκτησης έχει ανάγκη συμμετοχικές διαδικασίες. Το παρατηρούμε σε επίπεδο γειτονιάς και εργασίας. Ωστόσο, υπό αυτές τις κοινωνικές συνθήκες που βιώνουμε παράγονται ουσιαστικές συζητήσεις και πιέσεις από κοινωνικές ομάδες που θεωρώ ότι ωφελούν στον δημόσιο διάλογο. Οπότε είναι μια καλή περίοδος για ευρύτερες συναινέσεις και αλλαγές, αλλά για να αποδώσουν πραγματικά, χρειάζεται σύγκλιση των προοδευτικών δυνάμεων με κοινό σχέδιο δράσης. Αν το πολιτικό σύστημα αγνοήσει αυτή τη δυναμική, κινδυνεύει να μείνει εκτός πραγματικότητας, ενώ οι πολίτες θα συνεχίσουν να διεκδικούν ενεργά τα δικαιώματά τους.
Ιωάννα Δρόσου
Η ΕΠΟΧΗ