Macro

Είναι θέμα δικαιοσύνης: Πάρτε περισσότερους φόρους από τις πολυεθνικές

Το ξενοδοχείο «Σαβόι» του Λονδίνου υποδέχεται την καλοντυμένη και καλά δικτυωμένη πελατεία του εδώ και 131 χρόνια. Αλλά παρά την αρτ ντεκό διακόσμησή του και τη μεγαλειώδη προσωπική εξυπηρέτηση που προσφέρει, το «Σαβόι» χάνει χρήματα. Πολλά χρήματα. Στην πραγματικότητα, χάνει χρήματα από τότε που οι σημερινοί ιδιοκτήτες του -ο πρίγκηπας Αλουαλίντ Μπιν Ταλάλ της Σαουδικής Αραβίας και η Αρχή Επενδύσεων του Κατάρ- εξαγόρασαν το υπερπολυτελές ξενοδοχείο, το 2005. Η επιχείρηση έχει καταγράψει ζημιές 20,4 εκατ. λιρών το 2018 και 83 εκατομμυρίων το προηγούμενο έτος.

Η εταιρεία αποδίδει τις κακές αυτές επιδόσεις σε μια πληθώρα αιτιών: τρομοκρατία, Brexit, πτώση της ισοτιμίας της στερλίνας. Η Covid-19 αναμφίβολα θα περιλαμβάνεται στις αιτίες της τρέχουσας περιόδου. Αλλά υπάρχει ένας άλλος σοβαρός λόγος: Το «Σαβόι» έχει συσσωρεύσει χρέος 347 εκατομμυρίων λιρών, για την εξυπηρέτηση του οποίου πληρώνει επιτόκιο ώς και 15%. Τα χρήματα προέρχονται από δάνειο της μητρικής τής The Savoy Hotel Limited υπό την επωνυμία Dunwilco Limited, η οποία, με τη σειρά της, ανήκει σε μια άλλη εταιρεία, την Dunwilco, που κι αυτή ανήκει σε μια άλλη… Dunwilco, η οποία ανήκει στην εγγεγραμμένη στα επιχειρηματικά μητρώα του Ηνωμένου Βασιλείου Breezeroad Limited. Το χρέος που ρέει μέσω αυτής της εταιρικής δομής αναχρηματοδοτείται ή αναδιαρθρώνεται κάθε ένα με δύο χρόνια.

«Περίπλοκη ενορχήστρωση»

Για τους δύο μετόχους του «Σαβόι» -έναν από τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο κι ένα από τα μεγαλύτερα κρατικά επενδυτικά ταμεία- αυτή η περίπλοκη ενορχήστρωση έχει δύο αξιοσημείωτα αποτελέσματα: Οι ισολογισμοί του «Σαβόι» είναι αδιαπέραστοι από τους αδαείς, ενώ η επιχείρηση δεν έχει καταβάλει καθόλου εταιρικό φόρο εδώ και 15 χρόνια.

Στον σύγχρονο κόσμο της εταιρικής φορολογίας, το «Σαβόι» απέχει πολύ από το να είναι μια ακραία περίπτωση. Η εταιρεία του ξενοδοχείου είναι μία από τις πολλές διεθνείς επιχειρήσεις υψηλού προφίλ που έχουν γίνει αριστοτέχνες στην ελαχιστοποίηση της φορολογικής επιβάρυνσης. Η μέθοδος είναι αρκετά απλή: Οι ιδιοκτήτες του «Σαβόι» δανείζουν τα χρήματα του ξενοδοχείου και εξάγουν αφορολόγητα έσοδα μέσω πληρωμών τόκων σε υπεράκτιες εταιρείες. (Η επιχείρηση αρνήθηκε να σχολιάσει την εταιρική δομή της και τις φορολογικές υποθέσεις της.) Οι φορολογικοί σύμβουλοι δεν στερούνται ιδεών, όταν και όπου χρειάζεται, για να ελαφρύνουν τη φορολογική επιβάρυνση μιας εταιρείας.

«Η άποψή μου είναι ότι το υφιστάμενο πλαίσιο είναι πλήρως χρεοκοπημένο» λέει ο Μάικλ Ντεβερό, καθηγητής Φορολογίας των Επιχειρήσεων στην Οικονομική Σχολή Σαΐντ του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. «Μπορείς να κατηγορείς τις πολυεθνικές ότι επωφελούνται των κανόνων ή τους φορολογικούς παραδείσους, αλλά νομίζω ότι πρέπει να κατηγορήσουμε το φορολογικό σύστημα» λέει.

Ποιος πληρώνει;

Σε ολόκληρο τον κόσμο, οι κυβερνήσεις ανταποκρίθηκαν στην πανδημία του κορωνοϊού με τεράστιες δημόσιες δαπάνες. Έδωσαν πληρωμές σε μετρητά σε πολίτες και ανέλαβαν τη μισθοδοσία ολόκληρων επιχειρήσεων. Η Fitch Ratings εκτιμά ότι 20 από τις μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου έχουν παράσχει μέχρι στιγμής δημοσιονομική στήριξη ύψους 5 τρισεκατομμυρίων δολαρίων ή το 7% των συνδυασμένων εθνικών εσόδων τους – και μπορεί να υπάρξουν ακόμη μεγαλύτεροι λογαριασμοί στο μέλλον. Σε κάποια φάση, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να αρχίσουν να σκέφτονται ποιος θα πληρώσει τα διογκούμενα ελλείμματά τους. Και αυτό σημαίνει ότι θα έχουν έναν ιστορικό και επιτακτικό λόγο να ξαναδούν το διεθνές πλαίσιο για τη φορολογία των επιχειρήσεων.

Οι πολυεθνικές εταιρείες είναι ένας ελκυστικός στόχος. Ο εταιρικός τομέας στο σύνολό του συνέβαλε σχετικά σταθερά στη συνολική φορολογική συνεισφορά. Τον τελευταίο μισό αιώνα, η εταιρική φορολογία αντιπροσωπεύει περίπου το 8%-10% των εσόδων στις χώρες του ΟΟΣΑ. Ωστόσο, κατά την ίδια περίοδο, οι φορολογικοί συντελεστές έχουν μειωθεί περισσότερο από το ήμισυ, οι φοροαπαλλαγές έχουν πολλαπλασιαστεί και η φοροαποφυγή μέσω υπεράκτιων παραδείσων γνωρίζει άνθηση.

Πίσω από αυτήν την ανωμαλία βρίσκεται ένα σημαντικό εταιρικό χάσμα. Οι εγχώριες εταιρείες -που αποτελούν την ευρύτερη φορολογική βάση στις περισσότερες χώρες- απολαμβάνουν λίγη ευελιξία στους φόρους που πληρώνουν. Ωστόσο, πολλές διασυνοριακές εταιρείες εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία τις τελευταίες δεκαετίες και καταφέρουν να μειώσουν την έκθεσή τους στον φόρο. Οι οικονομολόγοι του ΔΝΤ εκτιμούν ότι τα χαμένα έσοδα από την παγκόσμια φοροαποφυγή αγγίζουν τα 650 δισεκατομμύρια δολάρια κάθε χρόνο.

Ο λογαριασμός πλησιάζει…

Στο Ηνωμένο Βασίλειο, περισσότερο από το 50% των θυγατρικών ξένων πολυεθνικών εταιρειών δεν αναφέρουν επί του παρόντος φορολογητέα κέρδη, σύμφωνα με μελέτη του 2019, από την ερευνήτρια του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης Καταρζίνα Μπιλίκα. Στις ΗΠΑ, 91 εταιρείες του δείκτη Fortune 500, συμπεριλαμβανομένων των Amazon, Chevron και IBM, πλήρωσαν πραγματικό ομοσπονδιακό φόρο μηδενικού επιπέδου το 2018.

Για τις πολυεθνικές, είναι φτηνός λαϊκισμός να τις μετατρέψουμε σε αποδιοπομπαίο τράγο για τα αυξανόμενα ελλείμματα των προϋπολογισμών εξαιτίας της Covid-19. Ωστόσο, σε ορισμένους από τους υπουργούς Οικονομικών που επιβλέπουν έναν δανεισμό-ρεκόρ, ο λογαριασμός πλησιάζει.

«Είναι απλώς ζήτημα δικαιοσύνης», δηλώνει στους “FT” ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Μπρούνο Λε Μερ. «Το οφείλουμε στους πολίτες και τις εταιρείες μας, ειδικά της εσωτερικής αγοράς, που πληρώνουν το δίκαιο μερίδιο φόρων τους» λέει ο Λε Μερ. «Η ψηφιοποίηση και η διεθνής φορολογική βελτιστοποίηση έχουν δημιουργήσει, για πολύ καιρό, κενά που επιτρέπουν σε ορισμένες εταιρείες να διαφεύγουν των φόρων. Πρέπει να επανιδρύσουμε ένα σύστημα βασισμένο στη δίκαιη φορολογία».

Η αλλαγή του συστήματος, ωστόσο, θα χρειαζόταν πραγματικά μια επανάσταση. Οι επιθετικές φορολογικές πρακτικές βρέθηκαν στο επίκεντρο της προσοχής μετά την οικονομική κρίση του 2008, δίνοντας ζωή σε αμέτρητες πολιτικές υποσχέσεις για ενίσχυση του ελέγχου. Ενώ μερικές σημείωσαν πρόοδο, ήταν ατομικά οι φορολογούμενοι και όχι οι εταιρείες που σήκωσαν το επιπλέον βάρος.

Το 2018, μια δεκαετία μετά την οικονομική κρίση, οι μεγάλες πολυεθνικές πλήρωναν λιγότερο φόρο ως ποσοστό επί των κερδών τους, σύμφωνα με έρευνα των “FT”, παρ’ όλο που η φορολογική επιβάρυνση των φυσικών προσώπων είχε αυξηθεί.

Δημοσιονομική εφευρετικότητα

Σήμερα, Ευρώπη και Αμερική δείχνουν να βρίσκονται εγγύτερα σε έναν εμπορικό πόλεμο όσον αφορά στους ψηφιακούς φόρους, αντί να θέτουν νέα τολμηρά παγκόσμια στάνταρ για την εταιρική φορολόγηση. Ωστόσο, η Ιστορία υποδηλώνει ότι το υπαρξιακό άγχος για τα δημόσια ταμεία μπορεί να είναι η μαία της δημοσιονομικής εφευρετικότητας. Ο αμερικανικός Εμφύλιος έκανε την ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ να στραφεί πρώτη προς τον φόρο εισοδήματος (για να καλύψει τα έξοδα του πολέμου), ενώ οι φόροι στην κατανάλωση δοκιμάστηκαν αρχικά στην Ευρώπη για να χρηματοδοτήσουν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι ακτιβιστές της φορολογικής δικαιοσύνης πιστεύουν ότι το οικονομικό hangover αυτής της πανδημίας μπορεί να είναι μια άλλη τέτοια στιγμή.

Ο Άλεξ Κόμπαμ, διευθύνων σύμβουλος του Δικτύου Φορολογικής Δικαιοσύνης, μιας ανεξάρτητης ομάδας που εδρεύει στο Ηνωμένο Βασίλειο, λέει ότι ο κόσμος δεν μπορεί να επιστρέψει στη «βρόμικη» υφιστάμενη κατάσταση.

«Έχουμε ανεχθεί επί δεκαετίες την ιδέα ότι πληρώνοντας λιγότερους φόρους ήταν απλώς μια καλή δουλειά. Αυτή η αντίληψη δεν υπάρχει πια» λέει.

«Τα να καταγράψεις τους πιο επιθετικούς φοροφυγάδες ήταν μέχρι πρότινος η μεγάλη πρόκληση της επόμενης δεκαετίας. Τώρα υπάρχει η αίσθηση ότι αυτό μπορεί να γίνει τα επόμενα δύο χρόνια».

Tabby Kinder και Emma Agyemang

Πηγή: Η Αυγή από Financial Times