Όταν πρωτοδημοσιεύτηκε η μελέτη του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης, που προέβλεπε 2.000 κρούσματα κορονοϊού την ημέρα ως το τέλος του χρόνου, τόσο η κυβέρνηση όσο και εμείς οι πολίτες το θεωρήσαμε υπερβολή. Ηδη, όμως, πλησιάζουμε τα 1.000 –ίσως την ώρα που διαβάζετε αυτές τις γραμμές να τα έχουμε περάσει– και η πρόβλεψη του ΑΠΘ δεν φαίνεται πια τόσο υπερβολική όσο μας την παρουσίαζαν. Είναι μάλλον βέβαιο ότι εκεί οδηγούμαστε.
Δεν φταίει ο Χατζηπετρής
Η μελέτη του ΑΠΘ κατέληγε σ’ αυτή την πρόβλεψη με την υπόθεση ότι δεν θα λαμβάνονταν δραστικότερα μέτρα. Το γεγονός, όμως, ότι η κυβέρνηση έκτοτε έχει εξαγγείλει αρκετά μέτρα, κάνει τα πράγματα ακόμα πιο σοβαρά, γιατί φαίνεται πως τα μέτρα που αποφασίζονται δεν χτυπούν τον πυρήνα του προβλήματος. Συνεπώς, και τίμημα καταβάλλεται, και το αντίτιμο δεν ανταποκρίνεται σ’ αυτό. Και βέβαια το επιχείρημα ότι πηγαίνουμε καλύτερα από ό,τι άλλες ευρωπαϊκές χώρες, γίνεται όλο και λιγότερο πειστικό ή παρηγορητικό, όταν γίνονται πιθανά τα τετραψήφια νούμερα γι’ αυτούς που θα νοσήσουν σοβαρά ή θα μπουν στην εντατική ή θα κινδυνεύσουν να αποδημήσουν. Γι’ αυτό και μάλλον θα μειώνεται στο εξής η χρησιμότητά του.
Η κυβέρνηση, συνηθισμένη να αποδίδει σε κάποιους άλλους την ευθύνη, στοχοποιεί διάφορες κατηγορίες πολιτών – τελευταία έχει στο στόχαστρο τους νέους. Ποτέ, όμως, εκείνους που θεωρεί ότι θα μπορούσαν να ανήκουν στην εκλογική πελατεία της ΝΔ, όπως, για παράδειγμα, οι επηρεαζόμενοι από μη φωτισμένους ιεράρχες και άλλους κληρικούς. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην τελευταία «εξόρμησή» της βασικός ρόλος ανατίθεται πια στον κ. Χρυσοχοΐδη και την αυταρχική κατασταλτική νοοτροπία του, καθώς θεωρεί ότι δεν είναι τα μέτρα ανεπαρκή ή άστοχα, αλλά φταίνε συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών που δεν τα εφαρμόζουν.
Το αναπάντητο ερώτημα
Θα αναρωτηθείτε, ίσως, αν έχουμε βρει κάποιον μαγικό κατάλογο μέτρων και τον κρύβουμε από την κυβέρνηση. Είναι βέβαιο ότι δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις. Είναι, ωστόσο, ακόμα περισσότερο βέβαιο ότι δεν υπάρχει από την κυβερνητική πλευρά απάντηση στο ερώτημα γιατί αποφεύγει επίμονα, ακόμα και τώρα, να πάρει αναγκαία μέτρα σε κρίσιμους για την αντιμετώπιση της πανδημίας τομείς, όπως είναι το δημόσιο σύστημα υγείας, οι δημόσιες συγκοινωνίες και η εκπαίδευση. Ακόμα και στο τελευταίο του «διάγγελμα», που είχε πιο δραματικό τόνο, ο κ. Μητσοτάκης, δεν είπε λέξη για την ενίσχυσή τους, ώστε να μειωθεί ο κίνδυνος μετάδοσης και εξάπλωσης του ιού σε χώρους όπου κινούνται καθημερινά εκατομμύρια πολιτών και να βελτιωθούν τα μέσα για την αντιμετώπισή του και την ακόμα πιο απαραίτητη πρόληψη.
Κι όμως, δεν υπάρχει άνθρωπος που θα αρνηθεί την ανάγκη ενίσχυσης όχι μόνο της νοσοκομειακής περίθαλψης, αλλά και της πρωτοβάθμιας που βοηθάει στην πολυτιμότατη πρόληψη. Η αντιπολίτευση επισημαίνει ότι το προσωπικό του ΕΣΥ το 2020 είναι κατά 5.000 άτομα μικρότερο από το 2019 και η κυβέρνηση δεν το αντικρούει. Όπως δεν υπάρχει άνθρωπος που θα καταλάβει γιατί δεν δίνεται απάντηση στις δημοτικές αρχές, που λένε ότι μπορούν να εξασφαλίσουν επιπλέον σχολικές αίθουσες. Μήπως επειδή οι περισσότερες σχολικές αίθουσες χρειάζονται και περισσότερους δάσκαλους; Τέλος, ποιος μπορεί να πιστέψει ότι οχτώ μήνες τώρα δεν ήταν δυνατό να εξασφαλιστούν τα έμψυχα και τα υλικά μέσα για τη μετατροπή των μέσων μαζικής μεταφοράς από επικίνδυνα για τη δημόσια υγεία σαρδελοκούτια σε ανθρώπινα λεωφορεία και βαγόνια.
Όσο κι αν ψάξει κανείς το γιατί υπάρχει αυτό το ηχηρό κενό, δεν θα βρει άλλη απάντηση από την εγγενή απέχθεια των νεοφιλελεύθερων στις δημόσιες δαπάνες και στην ενίσχυση των δημόσιων θεσμών, ακόμα κι όταν αφορούν κρίσιμους τομείς σαν τους προαναφερόμενους. Μπείτε για λίγο στη θέση αυτού που πρόταγμά του είναι η… ελεύθερη επιλογή του θεράποντος γιατρού και βλέπει το δημόσιο σύστημα υγείας σαν εμπόδιο στην δήθεν ελευθερία του. Ή στη θέση αυτού που ελπίζει ότι θα έρθει κάποτε η ώρα που τα δημόσια εκπαιδευτικά ιδρύματα θα…αυτοχρηματοδοτούνται. Ή, τέλος, στη θέση εκείνου που όνειρο και πρόγραμμά του είναι η ιδιωτικοποίηση των συγκοινωνιών. Πώς να διανοηθούν να προτάξουν την κάλυψη με δημόσια δαπάνη αυτών των αναγκών, πώς να συναινέσουν στην ενίσχυση ενός δημόσιου τομέα που τον χρειάζονται την ώρα της πανδημίας, αλλά φοβούνται ότι θα τους μείνει σαν βάρος και εμπόδιο μετά το πέρασμά της;
Υποτιμούν συγκεκριμένες εστίες μετάδοσης
Συνειδητά ή και υποσυνείδητα, αυτός είναι ο οδηγός τους. Γι’ αυτό υπεκφεύγουν και κάνουν ότι θεωρούν ασήμαντες τις πηγές αυτές μετάδοσης και εξάπλωσης του ιού. Από το ίδιο ιδεοληπτικό απόθεμα αντλούν για να ελαχιστοποιούν τους ελέγχους για τα μέτρα που οι ίδιοι ανακοινώνουν είτε στους χώρους εργασίας είτε σε επιχειρήσεις διασκέδασης, με αποτέλεσμα να καταγράφονται δεκάδες και εκατοντάδες κρούσματα, που πολλαπλασιάζονται ακριβώς επειδή δεν γίνονται γνωστά έγκαιρα. Η κατάσταση αυτή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αμφιθυμία της κυβέρνησης της ΝΔ, η οποία είναι αναγκασμένη να εμφανίζεται πως βάζει πάνω απ’ όλα την ανθρώπινη ζωή, αλλά κατά βάθος θεωρεί κάθε είδους νόμιμο και αναγκαίο έλεγχο της επιχειρηματικής δράσης εμπόδιο στην ανάπτυξη της οικονομίας. Αν προσθέσουμε σ’ αυτά το γεγονός ότι αυτό που χαρακτηρίζει σήμερα χαλάρωση, οφείλεται στη δική της επιλογή να επιτρέψει χωρίς προετοιμασία και έλεγχο την επανέναρξη οικονομικών δραστηριοτήτων, με την ελπίδα ότι θα μείωνε την αναμενόμενη ύφεση, τότε έχουμε πιο καθαρή εικόνα της πραγματικότητας. Τότε ήταν επιθυμητή η χαλάρωση, τώρα πώς να νοηθεί ως ανεπιθύμητη;
Με λίγα λόγια και συμπερασματικά, στους κρίσιμους τομείς που προαναφέραμε, δεν πρέπει να περιμένουμε ούτε αυτοκριτική για καθυστερήσεις που πολλαπλασιάζουν τα κρούσματα, ούτε θεαματικές ανατροπές στην κυβερνητική πολιτική. Το όνειρο πρωθυπουργού και υπουργών είναι να περάσει η πανδημία , δίχως να κινδυνέψουν να τους κατηγορήσει κανείς για σοσιαλμανία. Κι αυτό δεν μπορεί παρά να έχει κόστος για όλους μας.
Χαράλαμπος Γεωργούλας
Πηγή: Η Εποχή