Eνώ η ελληνική κυβέρνηση «πουλάει φούμαρα» στο ακροδεξιό της ακροατήριο, επιθεωρώντας φράχτες στον Εβρο και μοιράζοντας «πρόστιμα» 5.000 ευρώ σε θαλασσοδαρμένους πρόσφυγες, οι εξελίξεις που «τρέχουν» σε δύο μεγάλες οικονομίες της γηραιάς ηπείρου υποδεικνύουν ότι οι προσφυγικές ροές και ευρύτερα η μετακίνηση μεταναστευτικού εργατικού δυναμικού συνιστούν ένα πολύ πιο σύνθετο ζήτημα.
Γερμανία και Βρετανία, για διαφορετικούς λόγους η καθεμία, καταγράφουν σοβαρή έλλειψη εργατικών χεριών αυτή τη στιγμή, παρότι στην επικράτειά τους υπάρχουν εκατομμύρια άνεργοι πολίτες και αυτό έχει άμεσες συνέπειες στη λειτουργία της οικονομίας τους. Και στις δύο, οι ξένοι -φθηνότεροι συνήθως- εργάτες αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της παραγωγικής διαδικασίας και, όπως φαίνεται, κλειδί για τη λύση του προβλήματός τους. Ο επικεφαλής του Ομοσπονδιακού Γραφείου Εργασίας της Γερμανίας, Ντέτλεφ Σέλε, ήταν ξεκάθαρος στη χθεσινή συνέντευξή του στη Suddeutsche Zeitung: «Χρειαζόμαστε 400.000 μετανάστες ετησίως, πολύ περισσότερους από όσους είχαμε ανάγκη τα τελευταία χρόνια».
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του, το εργατικό δυναμικό της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρώπης θα συρρικνωθεί φέτος κατά περίπου 150.000 εργαζόμενους, ενώ «τα επόμενα χρόνια θα είναι ακόμη πιο δραματικά». Κλειδί για την κάλυψη των κενών στην αγορά εργασίας, όπως είπε, είναι οι μετανάστες, η ροή των οποίων πέρυσι στη χώρα ήταν η χαμηλότερη των τελευταίων 10 ετών. Οι δηλώσεις του Σέλε προκάλεσαν τη μήνιν του βουλευτή του ακροδεξιού κόμματος Εναλλακτική Γερμανία, Ρενέ Σπρίνγκερ, ο οποίος τον αποκάλεσε «φερέφωνο των εταιρειών που επιδιώκουν με τη μετανάστευση να μειώσουν κι άλλο τους μισθούς».
100.000 οδηγοί φορτηγών λείπουν από τη Βρετανία
Την ίδια στιγμή, πάντως, η έλλειψη μεταναστών εργαζομένων και πιο συγκεκριμένα φορτηγατζήδων δημιουργεί τεράστιο πρόβλημα στη Βρετανία. Η Ενωση Οδικών Μεταφορών εκτιμά ότι, αυτή τη στιγμή, υπάρχει ένα έλλειμμα περισσότερων των 100.000 οδηγών βαρέων οχημάτων στο Ηνωμένο Βασίλειο από ένα σύνολο 600.000 οδηγών προ πανδημίας. Το έλλειμμα αυτό δημιουργεί αυξανόμενα προβλήματα στις αλυσίδες εφοδιασμού. Αρκετά προϊόντα δεν φθάνουν ποτέ στον προορισμό τους, με αποτέλεσμα να σημειώνονται ελλείψεις στο λιανικό εμπόριο, την εστίαση και άλλους κλάδους.
Τελευταία η McDonald’s (φωτογραφία) ανακοίνωσε, χθες, ότι τα 1.250 εστιατόριά της σε Αγγλία, Σκωτία και Ουαλία ξέμειναν από μιλκσέικ και κάποια εμφιαλωμένα ποτά.
Μια ακόμη αλυσίδα fast food, η Nando’s, αναγκάστηκε την προηγούμενη εβδομάδα να κλείσει 50 εστιατόριά της, καθώς ξέμεινε από κοτόπουλο, την πρώτη ύλη των γευμάτων της. Η εταιρεία γαλακτοκομικών Arla μείωσε ακόμη τις διανομές γάλατος στα σούπερ μάρκετ, ενώ ανάλογα προβλήματα είχε και η εταιρεία ζαχαρωτών Haribo. Προβλήματα, τέλος, είχε και ο πετρελαϊκός κολοσσός ΒΡ, που αναγκάστηκε να κλείσει προσωρινά μερικά βενζινάδικα, καθώς δεν ήταν δυνατός ο εφοδιασμός τους με καύσιμα.
Σε αυτό το κλίμα, οι εταιρείες μεταφορών διαμηνύουν ότι δεν μπορούν πλέον να εγγυηθούν όλες τις παραλαβές και τις παραδόσεις, ενώ ανησυχίες έχουν εκφράσει ακόμη οι αγρότες, ο κατασκευαστικός τομέας και οι βιομηχανίες, που λειτουργούν με ένα σφιχτό χρονοδιάγραμμα παράδοσης των προϊόντων τους.
Οι λόγοι για τους οποίους οι ελλείψεις οδηγών έχουν γίνει τόσο σοβαρές, ποικίλλουν. Η πανδημία είναι ένας από αυτούς. Ο περιορισμός των μετακινήσεων και το κλείσιμο μεγάλων τμημάτων της οικονομίας, πέρυσι, οδήγησε δεκάδες χιλιάδες Ευρωπαίους οδηγούς πίσω, στα σπίτια τους. Εξ αυτών, ελάχιστοι γύρισαν πίσω, φέτος. Το Brexit έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην απόφασή τους αυτή.
Οταν το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν μέρος της ενιαίας αγοράς, οι ξένοι οδηγοί μπορούσαν να μπαίνουν και να βγαίνουν όπως ήθελαν. Μετά το Brexit, όμως, η επιπλέον γραφειοκρατία στα σύνορα κατέστησε αυτό το «πήγαινε έλα» μεγάλη ταλαιπωρία. Για αρκετούς εξ αυτών που αμείβονται με το χιλιόμετρο ή το μίλι αντί με την ώρα, αυτές οι καθυστερήσεις σήμαιναν απώλεια εισοδήματος. Τέλος, κάποιες αλλαγές στη φορολόγησή τους κατέστησαν ακόμη πιο ακριβή την απασχόλησή τους στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ετσι, το κίνητρό τους να εργαστούν εκεί μειώθηκε κάθετα. Η έξοδος των ξένων οδηγών σημειώθηκε στη χειρότερη χρονική στιγμή και ενώ αυξανόταν η γήρανση του πληθυσμού των Βρετανών οδηγών.
Καθώς οι ανησυχίες για ακόμη μεγαλύτερες ελλείψεις στην περίοδο των Χριστουγέννων βαθαίνουν, η κυβέρνηση Τζόνσον το μόνο που έχει κάνει μέχρις στιγμής ήταν η χαλάρωση των επιτρεπόμενων ωρών ημερήσιας οδήγησης από 9 στις 11 ώρες, δύο φορές την εβδομάδα -χωρίς κάποιο αποτέλεσμα. Αντίθετα, η αλυσίδα σούπερ μάρκετ Tesco και κάποιες άλλες επιχειρήσεις, που θυμήθηκαν ότι οι κανόνες της προσφοράς και της ζήτησης ισχύουν και στην αγορά εργασίας, προσέφεραν μπόνους πρόσληψης 1.000 λιρών και πρόσθετα κίνητρα στους οδηγούς. Και κάνουν τη δουλειά τους.
Μπάμπης Μιχάλης
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών