Θεόδωρος Γρηγοριάδης «Η νοσταλγία της απώλειας», εκδόσεις Πατάκη, 2022
Μέσα από τη ζηλευτή στήλη «Κλασικοί live», το κοινό της Εποχής παρακολουθεί τη βαθιά βιβλιοφιλική πλευρά του βραβευμένου Βορειοελλαδίτη Θεόδωρου Γρηγοριάδη, και το ανήσυχο βλέμμα του. Αυτό χαρακτηρίζει και την πεζογραφία του που αναδεικνύει και αναστοχάζεται την πληθυντική ταυτότητα. Το 18ο βιβλίο του συνιστά μια πρόταση αυτομυθοπλασίας με βιωμένες ιστορίες που λειτουργούν σαν ηλεκτρικές εκκενώσεις.
Ο Στάθης, ο Μπίλλυ και ο αρχειοθέτης. Στα είκοσι-εικοσιπέντε εκείνοι, λίγο μικρότερος από τον πατέρα τους αυτός, ο αφηγητής. Συναντιούνταν στο χωριό, κοντά στην πόλη με το παράρτημα των Γενικών Αρχείων του Κράτους. «Τα είχανε βρει και οι τρεις τους. Κανένα πρόβλημα, το διασκέδαζαν τα αδέλφια. Είχε και την πλάκα του γιατί ο μικρός υπερείχε σε ορισμένα σημεία.» Κρατούσαν με τον πατέρα τους ένα θερμοκήπιο και κατέβαιναν στην πόλη να πουλήσουν την παραγωγή τους στη λαϊκή. Πετιόταν εκείνος από το γραφείο να αγοράσει λαχανικά. Τώρα αντιλαμβανόταν ότι δεν θα ξανάβλεπε τον Μπίλλυ, ούτε μόνον ούτε με τον αδελφό του. «Στον επαρχιακό δρόμο Σερρών-Νιγρίτας, λόγω κακοκαιρίας…». Ένα μονόστηλο στον αθηναϊκό Τύπο του 2001. Ο αφηγητής βρήκε τον Στάθη βαρύ κι ασήκωτο στην πλατεία. Θα φύγει, τον πήραν μόνιμο δεσμοφύλακα, θα παντρευτεί, «ίσως έτσι ξεχάσω». Γυρνούσαν, λέει, νύχτα από ένα γάμο στις Σέρρες, την είχαν πέσει σε κάτι γκόμενες, ήπιαν αλλά δεν μέθυσαν, είχε αστραπές, ένα τρομαγμένο άλογο πετάχτηκε στο αυτοκίνητο, έκανε μανούβρα και ντεραπάρισαν στο οικόπεδο με το μαρμαράδικο. Πέρασε ο αρχειοθέτης από εκεί, να μάθει. Τρέξαν οι άνθρωποι να σώσουν τα παιδιά, δεν είχαν μάτια για κανένα άλογο.
Δυο αδέλφια δεμένα μεταξύ τους, ένα μυστικό, ένα χωριό με παλιά «τουρκόσπιτα», μια μαγκιά, ένας αδόκητος θάνατος, οι τύψεις, ο αποδιοπομπαίος τράγος, η διαχείριση του ψέματος. Με αυτή την πρώτη ύλη ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης κτίζει «Το άλογο», μια από τις τριανταμία συνεκτικές «Διηγήσεις» στη Νοσταλγία της απώλειας. Αυτό το καινούργιο βιβλίο του, από τα καλύτερά του, διαβάζεται σαν μυθιστόρημα και στρέφει την προσοχή μας σε όσα βρίσκονται πίσω και πέρα από τα προφανή, και μένουν ανομολόγητα, αθέατα, αποσιωπημένα, αδικαίωτα ή περιφρονημένα, παραποιημένα ή αδιάφορα, κι όμως όλα τους κρίσιμα για το ψυχικό τοπίο, για τα συναισθήματα, για τη στάση ζωής και εντέλει για τη μοίρα, των ηρώων. Το κλειδί τους, κρυμμένο μαστόρικα σε δυο-τρεις λιτές φράσεις σε κάθε διήγηση, βρίσκεται στη σχέση μας με το Άλλο και φιλτράρεται μέσα από τις εμπειρίες του συγγραφέα από τα τέλη του ’70 μέχρι σήμερα. Στο Άλογο, τρία χρόνια μετά το ατύχημα ο αφηγητής ζει στη Θεσσαλονίκη όταν συμβαίνει ένα βίαιο περιστατικό στις φυλακές Νιγρίτας. Μεταφέρεται εκεί ένας διαβόητος αλβανός βαρυποινίτης. Οι φρουροί –μεταξύ τους ο Στάθης, πατέρας πια ενός μωρού– θα τον ξυλοφορτώσουν μέχρι θανάτου και θα απολυθούν γι αυτό. Όπως ειπώθηκε, «και αφηνιασμένο άλογο να ήταν, δεν το χτυπούσες έτσι».
Η Νοσταλγία της απώλεια, χωρισμένη σε τρεις κύκλους «διηγήσεων» που αλληλοσυμπληρώνονται, είναι το πιο αυτοβιογραφικό και αυτομυθοπλαστικό έργο του Γρηγοριάδη (γ. 1956), ή μάλλον μετα-αυτομυθοπλαστικό χωρίς εσωστρέφεια, χωρίς ναρκισσισμό. Ένα έργο που απογειώνει την τέχνη του υπαινιγμού, άρα και την ενεργητική ανάγνωση, και αγκιστρώνει όποιον/αν το διαβάζει με τον τόνο της προσωπικής συζήτησης που ο συγγραφέας χειρίζεται αριστοτεχνικά, ενόσω εμφανίζεται σε κάθε διήγηση είτε ως σκηνοθέτης είτε ως πρωτοπρόσωπος αφηγητής.
Από τη Θράκη στον Νέο Κόσμο
Είναι ένας «story teller» ο Γρηγοριάδης, ταξιδεμένος, που γράφει για όσα παρατηρεί και διαισθάνεται επειδή εμπλέκεται σ’ αυτά. Ενώ δεν σηκώνει παντιέρα, όλα του τα βιβλία έχουν μια υπόγεια πολιτική εγρήγορση και μια γενναιότητα απέναντι στην περιρρέουσα κοινωνική πραγματικότητα, καθώς θίγουν θέματα αιχμής, πάντα προχωρώντας πέρα από τα εσκαμμένα, πάντα εμβαθύνοντας στην πληθυντική ταυτότητα, πάντα μιλώντας μέσα από την πολυχρωμία του κόσμου, την τόσο υπονομευμένη και συκοφαντημένη. Γι’ αυτό, έχουν ειδικό βάρος οι τόποι αναφοράς των «διηγήσεών» του, οι οποίοι με έναν αιώνα διαφορά γέμισαν πρόσφυγες από την Ανατολή. Είναι η Θράκη με τα ζωντανά ίχνη του μουσουλμανικού στοιχείου, όπου και το Παλαιοχώρι Παγγαίου, χωριό δίγλωσσο ως το 1923, γενέτειρα του συγγραφέα, που εκεί πήρε Απολυτήριο, γνώρισε με τα καπνά την αγροτική ζωή, και δίδαξε Πομάκους. Από την άλλη, είναι ο Νέος Κόσμος με τους Αλβανούς μετανάστες και τους Ρωσοπόντιους παλιότερα, και από το 2015 με τους Σύρους και τους Κούρδους, που περιμένοντας να φύγουν στα δυτικά, βιώνουν συνθήκες εξαθλίωσης με προσωρινές άδειες παραμονής …ή και χωρίς. Πέντε από τις πιο δυνατές αλλά και φωτεινές διηγήσεις τούς παρακολουθούν ως πρωταγωνιστές, μας ξεβολεύουν και μας γοητεύουν. Ευτυχώς χωρίς «βρώμικο ρεαλισμό» ούτε περιττό λυρισμό. Είναι: «Το ελάχιστο κενό», «Τα γλυκά τα ανατολίτικα», «Café Zoei», «Η Τζούλια της οδού Ρενέ Πυώ» και «Παρθένα για τη Σουηδία».
Ο Γρηγοριάδης έκανε δυο «ιδιαίτερες χειρονομίες σεβασμού» με τούτο το βιβλίο: για πρώτη φορά υπονοεί ότι είχε σχέσεις φιλικές έως προσωπικές με δύο «ξένους». «Συγκατοικούσα μάλιστα επί τρία χρόνια με έναν Κούρδο παράνομο, που ζει σήμερα με την οικογένειά του στη Φινλανδία», λέει στην Εποχή. «Αυτές τις πληροφορίες δεν τις κάνω σημαία αλτρουϊσμού ή αγωνιστικότητας, ούτε στρέφω τον φακό στα προσωπικά μου. Με ενδιαφέρει πώς κτίζεται η σχέση αυτών των ανθρώπων μαζί μας και πόσο μπορούν να αφομοιωθούν στην κοινωνία μας. Εγώ πάντως δεν τους προσπέρασα».
Ατμόσφαιρα μη συμμόρφωσης
Υπάρχει μια ατμόσφαιρα μη συμμόρφωσης σε όλες τις διηγήσεις είτε ο συγγραφέας κτίζει ένα παραλίγο θρίλερ γύρω από τη δεύτερη ζωή των λογοτεχνικών έργων στο μυαλό των αναγνωστών/στριών («Φίβλιος»), είτε παραδέχεται την αμηχανία του Συλλόγου Καθηγητών Μέσης Εκπαίδευσης όπου συμμετείχε, μπροστά στον ανομολόγητο έρωτα ενός μαθητή για μια συμμαθήτρια-αστέρι στα μαθήματα που παντρεύεται στη διάρκεια της σχολικής χρονιάς. Έναν έρωτα με τραγική κατάληξη, που φανέρωσε την αδυναμία του εκπαιδευτικού συστήματος να ακούσει τις αγωνίες των παιδιών («Διαγωγή κοσμία»). Και φυσικά, δεν συμμορφώνεται στη διαδεδομένη λογική της κλειδαρότρυπας ούτε όταν αναπτύσσει τη διαδικασία μετασχηματισμού της αληθινής ζωής σε λογοτεχνία, σκαλίζοντας (στην εξαιρετική «Δωρεά») τις ιδιωτικές ιστορίες της νεανικής παρέας του που εγκιβωτίζονται η μία στην άλλη. Δεν είναι τυχαίο ότι η Νοσταλγία της απώλειας γράφηκε μέσα στη καραντίνα του 2020-2021, ως «μια χειρονομία αντίστασης απέναντι σε μια κατάσταση καταπίεσης –που δεν την κατονομάζω– με απίστευτες απαγορεύσεις και φρικτές κυρώσεις, τις οποίες φρόντισαν να εκμεταλλευτούν οι κυβερνήτες μας».
Οι μισές από τις διηγήσεις στο βιβλίο του θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «γκέι», όμως ο συγγραφέας δεν χρησιμοποιεί τον όρο, παρότι ο ομοερωτισμός είναι παρών στα περισσότερα έργα του. «Αυτή τη στιγμή κυριαρχεί διεθνώς μια τάση, οι γκέι συγγραφείς να προβάλλουν τη δύσκολη πλευρά της ζωής τους, την κακοποιητική, που αντιμετωπίζει την ομοφυλοφιλία ως ενοχή. Ίσως θεωρούν πως έτσι θα αιχμαλωτίσουν το κοινό. Εγώ ούτε ηρωοποίησα ούτε ξεπούλησα ποτέ την όποια διαφορετικότητα. Για μένα η “διαφορετικότητα” δεν υπάρχει ως τέτοια, ούτε αισθάνομαι “διαφορετικός”. Πάντα οι άνθρωποι έχουμε ιδιαιτερότητες, αρκεί να μην βλάπτουμε τους άλλους».
Δεν τα φοβήθηκε ποτέ τα «δύσκολα» ο Γρηγοριάδης. Καθηγητής αγγλικών στη Μέση Εκπαίδευση, αποσπασμένος στη Δημόσια Βιβλιοθήκη Σερρών, είχε φέρει έναν παρενδυτικό στο κέντρο της λογοτεχνικής σκηνής, ήδη το 2001. Ήταν το «Παρτάλι», μυθιστόρημα που σήμερα είναι αντικείμενο μεταπτυχιακού στο ΑΠΘ, μαζί με την «Καινούργια πόλη» (2017) και τη «Ζωή μεθόρια» (2015) που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος.
Μικέλα Χαρτουλάρη