Η ολοκλήρωση της δίκης των δολοφόνων του νεαρού Πακιστανού Σαχζάτ Λουκμάν, σε δεύτερο πλέον βαθμό, αποτελεί ιστορικό γεγονός για την ελληνική δικονομική ιστορία. Πρόκειται για την πρώτη τελεσίδικη καταδικαστική απόφαση στη χώρα μας για έγκλημα κατά της ζωής, στην οποία αναγνωρίζεται ως ειδικό στοιχείο της ετυμηγορίας το ρατσιστικό κίνητρο. Με άλλα λόγια η έδρα δέχεται ότι οι δύο κατηγορούμενοι δολοφόνησαν τον Λουκμάν, εκείνο το πρωινό του Ιανουαρίου του 2013 στα Πετράλωνα, όχι επειδή προηγήθηκε οποιαδήποτε λογομαχία ή άλλη προστριβή μεταξύ τους, όχι «δι’ ασήμαντον αφορμήν», όπως λέγαμε παλιά, αλλά λόγω της καταγωγής και του χρώματός του και της αίσθησης φυλετικής ανωτερότητας των δύο δολοφόνων.
Όσο κι αν μας θυμώνει η αναγνώριση ελαφρυντικών στους δύο κατηγορούμενους για (δήθεν) καλή συμπεριφορά πριν και μετά το έγκλημα, μεταμέλεια ή οτιδήποτε άλλο, η απόφαση συνιστά σταθμό όσον αφορά τη θεσμική αντιμετώπιση του ρατσιστικού εγκλήματος στη χώρα μας. Ακόμη περισσότερο στον βαθμό που αποτελεί προπομπό για τη δίκη της Χρυσής Αυγής, στην οποία είναι επίσης κατηγορούμενοι οι δολοφόνοι του Σαχζάντ Λουκμάν.
Ο αγώνας ενάντια στον φασισμό, τον ρατσισμό, τον σεξισμό, την ομοφοβία, ενάντια στις διακρίσεις και τη βία που υφίστανται οι ευάλωτες κοινωνικές ομάδες έχει πάντα δύο διαστάσεις. Μία κινηματική, των έμπρακτων πολιτικών αγώνων για την υπεράσπιση των κοινωνικών δικαιωμάτων, αλλά και για τη διεκδίκηση της ορατότητας όχι μόνο εκείνων που ζουν αόρατοι στον δημόσιο χώρο, όσο και της βίας που αυτές υφίστανται, για τον διαρκή κίνδυνο που συνεπάγεται η ίδια η ύπαρξή τους. Και μία θεσμική, αυτή των νόμων και των δικαστικών αποφάσεων, όπου εμπεδώνονται οι κοινωνικές αντιλήψεις και εξελίσσεται το νομικό πλαίσιο, ενσωματώνοντας, με πολύ αργούς ρυθμούς ως επί το πλείστον, τους αγώνες των κινημάτων και της κοινωνίας των πολιτών.
Το ζητούμενο είναι η ορατότητα. Και αυτή η ορατότητα κατακτιέται πολύ συχνά με τίμημα ανθρώπινες ζωές. Του Σαχζάντ Λουκμάν, του Παύλου Φύσσα, του Ζακ Κωστόπουλου, αλλά και της Ελένης Τοπαλούδη, θύματος γυναικοκτονίας στη Ρόδο, ή των μεταναστριών θυμάτων του Κύπριου serial killer που τα πτώματά τους ανασύρονται σήμερα από πηγάδια και τοξικές λίμνες προκαλώντας τη φρίκη και ξεσκεπάζοντας μια κοινωνία της αποσιώπησης και της αδιαφορίας. Θύματα μιας βίας που οι κοινωνίες μας αρνούνταν να τη δουν και να την αναγνωρίσουν, που οι νόμοι μας άργησαν πολύ να βρουν λέξεις για να την περιγράψουν, που τα δικαστήριά μας στερούνταν τις κατηγορίες στις οποίες θα έπρεπε να την κατατάξουν.
Όλοι αυτοί δεν βρίσκονται πια εδώ, ωστόσο με τον βίαιο θάνατό τους κατάφεραν να καταστήσουν ορατούς πολλούς άλλους και κυρίως να καταστήσουν ορατή τη βία που καθημερινά υφίστανται οι αόρατοι και οι αόρατες. Κινητοποίησαν συλλογικότητες, προκάλεσαν μαζικές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας, πορείες και συγκεντρώσεις. Φώτισαν σκοτεινές περιοχές της δημόσιας ζωής και ανάγκασαν την κοινωνία να στρέψει σ’ αυτές το βλέμμα της. Και, όπως δείχνει σήμερα η δικαστική απόφαση για τη δολοφονία του Λουκμάν (και όχι μόνο), λειτούργησαν καταλυτικά για σημαίνουσες θεσμικές αλλαγές.
Ένα άλλο επίπεδο θεσμικής αναγνώρισης της ορατότητας βλέπουμε στα ψηφοδέλτια των επικείμενων εκλογών. Σε πολλούς εκλογικούς συνδυασμούς, με ιδιαίτερη έμφαση στα ψηφοδέλτια της Αριστεράς αλλά και των πολιτικών χώρων του κοινωνικού φιλελευθερισμού, η ορατότητα, αυτή που έχει κατακτηθεί με το αίμα των δολοφονημένων, αντικατοπτρίζεται σε επιλογές υποψηφίων που προέρχονται από κοινωνικές περιοχές που διεκδικούν να βγουν από το σκοτάδι στο φως. Πλέον η διαφορετικότητα και η ορατότητά της, πέρα από κινηματική επιδίωξη, αποκτά το βάρος ενός δημοκρατικού επιχειρήματος βάσει του οποίου τα κόμματα ζητούν την ψήφο των πολιτών. Η Κωνσταντίνα Κούνεβα υπήρξε το εμβληματικό και νικηφόρο παράδειγμα των προηγούμενων ευρωκλογών. Σήμερα στα ψηφοδέλτια βρίσκουμε πολύ περισσότερα πρόσωπα που εκπροσωπούν τα δικαιωματικά κινήματα, το μεταναστευτικό, το ΛΟΑΤΚΙ, το αναπηρικό κ.ά. Και, ακόμη σημαντικότερο, πολλοί από αυτούς δεν διεκδικούν την ψήφο μας ως ατομικές περιπτώσεις, ως προϊόν ενός «success story παρά τη διαφορετικότητά τους», αλλά ως εκφραστές της κοινότητάς τους, ως αγωνιστές για τα δικαιώματά της και ταυτοχρόνως ως πρόσωπα βαθιά πολιτικοποιημένα.
Πλάι στη διεκδίκηση της ορατότητας αναδεικνύεται μια ουσιαστική, θεσμική, διεκδίκηση της συμπερίληψης. Της αναγνώρισης του Άλλου, αυτού που μέχρι χθες ήταν αόρατος ή αναγκασμένος να κρύβει την ταυτότητά του, και της ισότιμης παρουσίας του στην κοινωνική και πολιτική ζωή. Τόσο η κινηματική όσο και η θεσμική διάσταση αυτής της διεκδίκησης επιτελούνται από συγκεκριμένους κοινωνικούς και πολιτικούς φορείς. Ο ΣΥΡΙΖΑ, κόμμα που πρωτοστατούσε στους δικαιωματικούς αγώνες και τα κινήματα, μέσα από τις συνεχόμενες και κεντρικές πολιτικές και νομοθετικές του πρωτοβουλίες αυτά τα χρόνια που βρίσκεται στην κυβέρνηση, έχει συμβάλει σημαντικά ώστε η ορατότητα και η συμπερίληψη να γίνουν δημοκρατική κατάκτηση αλλά και διαρκές αίτημα για όλο και ευρύτερα κομμάτια της κοινωνίας.
Η Έφη Γιαννοπούλου είναι μεταφράστρια και κριτικός, υποψήφια δημοτική σύμβουλος με την «Ανοιχτή Πόλη» στην Αθήνα
Πηγή: Η Αυγή