Δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο, στις προγραμματικές δηλώσεις μιας καινούργιας κυβέρνησης, άρτι διορισθέντες υπουργοί να επιδίδονται σε μια έκθεση γενικών ιδεών, η οποία έλκει την καταγωγή της, όπως συχνά συμβαίνει εξάλλου στο δημόσιο λόγο, από τη σχολική δοκιμασία που επί δεκαετίες στοίχειωνε την ελληνική εκπαίδευση. Παρ’ όλα αυτά, ακόμη κι αυτή η έκθεση γενικών ιδεών και κοινών τόπων μπορεί να αποδειχθεί ιδιαιτέρως αποκαλυπτική όσον αφορά τον τρόπο που τοποθετείται σε σχέση με το αντικείμενο αρμοδιότητάς του κάθε ομιλητής ή ομιλήτρια, και μαζί με τα ευάριθμα σχέδια-έργα που καταθέτει ως ήδη αποφασισμένα και προς υλοποίηση, να μας προσφέρει μια εικόνα για τις γενικές κατευθύνσεις του υπουργείου του.
Θα ασχοληθούμε εδώ συγκεκριμένα με τις προγραμματικές δηλώσεις της υπουργού Πολιτισμού Λίνας Μενδώνη. Αρχαιολόγος η ίδια και με δεκαετή θητεία ως Γενική Γραμματέας του ΥΠΠΟ, άρα και με βαθιά γνώση των ζητημάτων που καλείται να διαχειριστεί, θα περίμενε κανείς να μιλήσει δίνοντας έμφαση στο επιστημονικό της αντικείμενο. Αντ’ αυτού, η κα Μενδώνη παρουσίασε τις προγραμματικές δηλώσεις της στη Βουλή ωσάν το υπουργείο Πολιτισμού να έχει ήδη υποβιβαστεί σε υφυπουργείο ή γενική γραμματεία ενός υπερυπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης. Ξεπερνώντας μάλιστα κι αυτή την εμμονή της πρώην τομεάρχη Πολιτισμού της Νέας Δημοκρατίας, η οποία επέμενε να παρουσιάζει τον πολιτισμό ως παρακολούθημα του τουρισμού και της τουριστικής ανάπτυξης της χώρας.
Κι ενώ στη δεύτερη μόλις φράση της αναφέρθηκε σε μια «κρίση εξόχως πολιτισμική» (την οποία η χώρα πρέπει να αφήσει πίσω της), η συνέχεια της ομιλίας της δεν φάνηκε να επηρεάζεται καθόλου από αυτήν τη διαπίστωση. Αντίθετα, τόσο στα νοήματα όσο και στο λεξιλόγιο που χρησιμοποίησε, κυρίαρχη ήταν μια οικονομίστικη και εργαλειακή αντίληψη για τον πολιτισμό υπέρ μιας γενικής ιδέας οικονομικής ανάπτυξης και αξιοποίησης του πολυτραγουδισμένου «συγκριτικού πλεονεκτήματος» για την προσέλκυση εγχώριων και ξένων επενδύσεων. Γράφτηκαν ήδη αρκετά γι’ αυτή την οικονομίστικη διάσταση των προγραμματικών δηλώσεων της υπουργού, ολοφάνερη και από μια πρόχειρη σταχυολόγηση των λέξεων που κυριάρχησαν στην ομιλία της: κεφάλαιο, κεφαλαιοποίηση, τράπεζα (νέου τύπου φιλελληνισμού), στρατηγικός αναπτυξιακός πόρος, εισροές, πολιτιστικές και δημιουργικές βιομηχανίες (κακή αν και διαδεδομένη μετάφραση του αγγλικού όρου industry εν προκειμένω) – με κορυφαίες τις φράσεις «αντιμετωπίζουμε τον Πολιτισμό συνολικά ως εξαγώγιμο προϊόν» και «υλοποίηση του μεγάλου στόχου που είναι η αυτοχρηματοδότηση του Πολιτισμού». Σ’ αυτές θα μπορούσε να δει κανείς τη σύνοψη της ομιλίας της, με προφανείς προϋποθέσεις τη μέριμνα να μην παρεμποδιστούν για κανένα λόγο οι ιδιωτικές επενδύσεις, τη διασύνδεση κάθε δράσης για τον πολιτισμό με την οικονομία και την αγορά, με τις επενδύσεις και την ανάπτυξη, στην πιο συντηρητική και νεοφιλελεύθερη (και όχι και τόσο βιώσιμη) εκδοχή τους.
Tο ναυάγιο της πολυδιαφημισμένης ενοποίησης
Όμως ακόμη κι αυτή η καθιέρωση του πολιτισμού ως τέταρτου πυλώνα για μια βιώσιμη ανάπτυξη δεν περνά αποκλειστικά από το… «ταμείο», αφορά πολύ περισσότερο τη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής, την καταπολέμηση των ανισοτήτων, την ένταξη και τη συμπερίληψη ευάλωτων ομάδων, ζητήματα πολιτισμικών ταυτοτήτων και αυτογνωσίας για έναν πληθυσμό, τη δυνατότητα μιας κοινωνίας να αλλάζει και να εξελίσσεται.
Μια δεύτερη παρατήρηση όμως, που αφορά την αμήχανη προσπάθεια της υπουργού να επιτελέσει το damage control του mega project της νέας κυβέρνησης όσον αφορά τον πολιτισμό, της πολυδιαφημισμένης ενοποίησης του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου με το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και το Ακροπόλ, υπονομεύει το τεχνοκρατικό κυβερνητικό προφίλ. Ήδη από τις προγραμματικές δηλώσεις, η υπουργός μάς προετοιμάζει γι’ αυτό που δεν μπορεί να γίνει και θα ανακοινωθεί λίγες μέρες αργότερα. Έτσι, τα τρία κτίρια «συλλειτουργούν» και «συνομιλούν», παραμένοντας το καθένα στο ρόλο και τη θέση του, και επιπλέον χωρίς καμία ένδειξη για την κατεύθυνση αυτών των συνεργειών. Από το φιλόδοξο σχέδιο μένει μόνο η υπογειοποίηση του Μουσείου, η αόριστη συνομιλία του σημαντικότερου αρχαιολογικού μουσείου της χώρας με ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα και ένα κέντρο για τη σύγχρονη δημιουργία, οι μελέτες που θα χρηματοδοτήσει ένα ιδιωτικό κοινωφελές ίδρυμα και ένα πολιτικό σχέδιο πολεοδομικής παρέμβασης στα Εξάρχεια, που επίσης αποτέλεσαν για χρόνια ένα από τα «μάντρα» της νυν κυβερνητικής πλειοψηφίας. Γρήγορα δε, φαντάζεται κανείς, η αρχή της πραγματικότητας και τα υπόγεια ύδατα, θα επιβάλουν νέα αναπροσαρμογή του σχεδιασμού (ή απλώς του κόστους του). Πίσω από την ασάφεια ωστόσο πάντα κάτι κρύβεται και αναμένουμε με ανυπομονησία τη συνέχεια.
Ό,τι υλοποιήθηκε παρουσιάζεται ως πρόγραμμα
Τρίτη παρατήρηση όσον αφορά τις προγραμματικές δηλώσεις της υπουργού είναι η άγνοιά της για το σύγχρονο πολιτισμό. Η διασύνδεση της σύγχρονης καλλιτεχνικής δημιουργίας με την πολιτιστική κληρονομιά μπορεί να συνιστά κάποιου τύπου σχεδιασμό όταν μιλάμε για τη δεύτερη, δεν μπορεί ωστόσο σε καμία περίπτωση να αποτελεί τον βασικό ορίζοντα πολιτικών για κάποιον που έχει στην αρμοδιότητά του τον ίδιο το σύγχρονο πολιτισμό. Είναι φανερό απ’ όλες τις αναφορές της ότι η υπουργός αγνοεί τις σύγχρονες εννοιολογήσεις και θεωρητικές προσεγγίσεις για τον πολιτισμό και την κουλτούρα, αλλά και ότι εν γένει αντιμετωπίζει το πεδίο του σύγχρονου πολιτισμού ως terra incognita. Ίσως η πιο χαρακτηριστική και λίγο κωμική στιγμή της ομιλίας της είναι η παράθεση ονομάτων καλλιτεχνών και συγγραφέων (Πικάσο, Ντε Κίρικο, Νταλί, Τζεφ Κουνς, Χένρι Μίλερ, Μορίς Ντριόν, Μάρκες) που, ως εμπνεόμενοι από την αρχαία γραμματεία και τέχνη, δεν θα μπορούσαν να βρουν καλύτερο τόπο (από τη χώρα μας) για να εκθέσουν τα έργα τους!
Η τέταρτη παρατήρηση αφορά το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων, που καταλαμβάνει σημαντική θέση στις προγραμματικές δηλώσεις της υπουργού. Σοκάρει ωστόσο κάπως η αναφορά των στόχων της, όταν αποσιωπά παντελώς ό,τι επιτεύχθηκε την προηγούμενη τετραετία: υλοποίηση του ηλεκτρονικού εισιτηρίου και υπαρκτός, συγκεκριμένος σχεδιασμός επέκτασής του, υπερδιπλασιασμός των εσόδων του ΤΑΠ, πενταπλασιασμός ή εξαπλασιασμός του ποσού που το Ταμείο αποδίδει στο υπουργείο Πολιτισμού, αναγέννηση των εργαστηρίων του και ένα συγκροτημένο σχέδιο διοικητικής και λειτουργικής αναδιάρθρωσής του, που πράγματι δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί. Τίποτα παραπάνω δεν λέει η υπουργός από αυτά που όχι μόνο διατύπωνε αλλά και σε μεγάλο βαθμό υλοποίησε η προηγούμενη πολιτική ηγεσία. Και πάλι όμως, θα παραμείνουμε καχύποπτοι, αναμένοντας τις επόμενες σχετικές κινήσεις της.
Το ιδιόλεκτο που εξασφαλίζει χρηματοδοτήσεις
Τι άλλο μένει από τις προγραμματικές δηλώσεις της κας Μενδώνη; Η αξιοποίηση του πρώην βασιλικού κτήματος Τατοΐου μέσω συνεργασίας δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, για την οποία περιμένουμε να δούμε πώς θα υλοποιηθεί και τι ακριβώς θα παραχωρηθεί στους ιδιώτες. Η δημιουργία ΝΠΔΔ για τα μεγάλα μουσεία της χώρας, χωρίς ωστόσο να μας λέει τι θα γίνει με την αναδιανομή των εσόδων που μέχρι σήμερα δίνει και σε μικρότερα μουσεία, μνημεία και αρχαιολογικούς χώρους τη δυνατότητα να υπάρχουν και να λειτουργούν. Η μάλλον δυσοίωνη δήλωση πως «οι αναγκαίοι πόροι για την έρευνα, τη συντήρηση, την ανάδειξη, την προβολή του πολιτιστικού αποθέματος» δεν αποτελούν πλέον υποχρέωση της πολιτείας αλλά εξαρτώνται (αποκλειστικά σχεδόν) από την ανάπτυξη και τις επενδύσεις. Μια μάλλον αόριστη αναφορά στα πνευματικά δικαιώματα που όμως, για όσους γνωρίζουν το πεδίο και έχουν παρακολουθήσει τους πρόσφατους κλυδωνισμούς του, μπορεί να αποδειχθεί πολύ ανησυχητική. Η επιμονή της στην υποστήριξη των πολιτιστικών και δημιουργικών βιομηχανιών στις οποίες περιλαμβάνονται συλλήβδην από το design και τα ηλεκτρονικά παιχνίδια μέχρι την αρχιτεκτονική και τις παραστατικές τέχνες! Όμως το πρόβλημα δεν βρίσκεται ακριβώς στο τι περιλαμβάνει κανείς στο συγκεκριμένο πεδίο αλλά στον τρόπο που το αντιλαμβάνεται, κι εδώ το βάρος πέφτει σχεδόν αποκλειστικά στην οικονομική ανταποδοτικότητα. Και κάποια αποσπάσματα χωρίς ιδιαίτερη εμβάθυνση και συγκεκριμένες κατευθύνσεις από προοίμια κειμένων διεθνών οργανισμών όπου λέξεις όπως ευάλωτες ομάδες, κοινωνική συνοχή, ένταξη, συμπερίληψη, καθολική πρόσβαση, ανοιχτά δεδομένα, ψηφιακές εφαρμογές κτλ. αποτελούν απλώς το ιδιόλεκτο που εξασφαλίζει ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις.
Η κεντρική αποτίμηση των προγραμματικών δηλώσεων της υπουργού μας επαναφέρει στην αρχική διαπίστωση, στην κυριαρχία του οικονομισμού και στην εργαλειοποίηση του πολιτισμού. Οι λεπτομέρειες αλλά και το παρελθόν της ίδιας και του νυν κυβερνώντος κόμματος δείχνουν ότι ακόμη κι αυτός ο σχεδιασμός μπορεί απλώς να περιοριστεί στην παραχώρηση «φιλέτων», πραγματικών και συμβολικών, σε ιδιωτικά συμφέροντα που αδημονούν να τα αξιοποιήσουν, προς ίδιον όφελος προφανώς.
Έφη Γιαννοπούλου
Πηγή: Η Εποχή