Macro

Έφη Γιαννοπούλου: Από την Αθήνα του 2004 στο Παρίσι του 2024

 
 
Το πρώτο σχόλιο που είδα να συγκρίνει την τελετή έναρξης της Αθήνας το 2004 και τη φετινή των Ολυμπιακών Αγώνων του Παρισιού, εκθειάζοντας την αισθητική και την εθνική αφήγηση της πρώτης προφανώς, ομολογώ ότι με μπέρδεψε. Τι είχα παρακολουθήσει εγώ 20 χρόνια πριν, με θαυμασμό εννοείται, αν όχι μια έκκεντρη και κουίρ (κι ας μην υπήρχε τότε αυτή η λέξη στο λεξιλόγιό μου) αφήγηση της ελληνικής τέχνης και πολιτισμού; Τι ήταν αυτό που έκανε σήμερα τους anti-woke fighters του διαδικτύου αλλά και τον Άκη Σκέρτσο, την Άννα Διαμαντοπούλου και την… Αφροδίτη Λατινοπούλου να επικαλεστούν την τελετή του Δημήτρη Παπαϊωάννου και της ομάδας του εναντίον της γαλλικής αντίστοιχής της, μιας πολύ διαφορετικής –πράγματι– αφήγησης για τη γαλλική κουλτούρα και κοινωνία;
 
 
Η παράλληλη ανάγνωση στη Lifo της αφήγησης του Δημήτρη Παπαϊωάννου για το πώς οργανώθηκε, προετοιμάστηκε και υλοποιήθηκε η δική μας τελετή, που επετειακά δημοσιεύτηκε αυτές τις μέρες, επιβεβαιώνει την κουίρ διάστασή της, όπως ωστόσο την συμπυκνώνει κάπου ο ίδιος ο δημιουργός της: «Έτσι, χωρίς κανείς να το ξέρει, ένας έρωτας μειοψηφικός έγινε για λίγο ο έρωτας όλου του κόσμου». Αυτό το «χωρίς κανείς να το ξέρει» διαφοροποιεί την αθηναϊκή από την παρισινή τελετή, η οποία βέβαια δεν μιλά για έρωτα ούτε για τη μετουσίωσή του μέσω της τέχνης, αλλά για συμπερίληψη και για την κοινωνία και για ομάδες που μέχρι χτες είχαν ελάχιστα έως καθόλου δικαιώματα στην αναπαράσταση. Αν η ελληνική επιλογή το 2004 ήταν μια έκκεντρη αφήγηση της ιστορίας (και) της τέχνης μας, αλλά και η ανάδειξη μιας «ετερόδοξης» ταυτότητας που εντός της έκρυβε την ομόφυλη επιθυμία της, δεν μοιάζει να την απασχόλησαν άλλα κοινωνικά ζητήματα της εποχής. Ο Παπαϊωάννου κουϊροποιεί την εθνική αφήγηση παραμένοντας εντός της, αλλά στην τελετή δεν βρίσκουν τον ελάχιστο χώρο εκπροσώπησης, π.χ., οι μετανάστες ως επί το πλείστον εργάτες που κατέστησαν εφικτό το «θαύμα» των ελληνικών ολυμπιακών αγώνων, με αρκετούς από αυτούς νεκρούς ή σακατεμένους σε εργατικά δυστυχήματα. Και η αλληλεπίδραση του «υψηλού» και του «χαμηλού» στην τέχνη, που αποτελεί βασικό αφηγηματικό άξονα της φετινής γαλλικής τελετής, βρίσκει ξεχωριστά τη θέση της στην τελετή λήξης ολοκληρώνοντας χωρίς να «μολύνει» το ελληνικό αισθητικό ιδεώδες.
 
Στη Γαλλία όμως τώρα· η τελετή έναρξης αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον ως αλλαγή παραδείγματος αλλά και για τις συζητήσεις που προκάλεσε. Για πρώτη φορά εκτός σταδίου, η τελετή αποθεώνει το Παρίσι, τολμώντας μια πολύωρη γιορτή που κινείται κατά μήκος του Σηκουάνα. Εγχείρημα καθόλου εύκολο που εντέλει γίνεται αντιληπτό στο σύνολό του μόνο από το τηλεοπτικό και διαδικτυακό κοινό (κατεξοχήν κοινό της εποχής), αφήνοντας περιθώρια και για κάποια προβλήματα στον ρυθμό. Το ενδιαφέρον της τελετής βρίσκεται ωστόσο στην κοινωνική της ατζέντα, ζητήματα κυρίως συμπερίληψης, εκπροσώπησης κατά το δυνατόν περισσότερων κοινωνικών ομάδων και καλλιτεχνικών ειδών και τρόπων του παρελθόντος αλλά και του παρόντος. Ας μην ξεχνάμε πως σχεδιάζεται εν αναμονή της νίκης του Εθνικού Συναγερμού στις ευρωεκλογές και στις βουλευτικές που ακολούθησαν. Μπορεί άραγε να φανταστεί κανείς αυτή την τελετή με πρωθυπουργό τον Μπαρντελά;
 
Και θέτει τα σημεία αντιπαράθεσης με την ακροδεξιά. Πολύ πριν σοκαριστούν οι επίσημες εκκλησίες με την τρανς γιορτή, και την εικαζόμενη παρωδία του Μυστικού Δείπνου του Ντα Βίντσι, η γαλλική ακροδεξιά είχε ξεσηκωθεί ενάντια στη συμμετοχή της τραγουδίστριας Αγιά Νακαμουρά προκαλώντας την αντίδραση και της εισαγγελίας ακόμη. Γυναίκες, Γάλλοι μεταναστευτικής καταγωγής, τεχνίτες και ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα έχουν την τιμητική τους (κατά Λατινοπούλου, λείπει απελπιστικά ο «λευκός ετεροφυλόφιλος άντρας»), ενώ η Μαρία Αντουανέτα, που κρατά στα χέρια το κεφάλι της ενώ το μέταλ συγκρότημα Γκοζιρά παίζει ένα επαναστατικό τραγούδι, γεννά επιπλέον αντιδράσεις.
 
Πέραν της ακροδεξιάς, κι ένα κομμάτι της Αριστεράς εσχάτως έχει βρει τον δικό του χώρο στην «anti-woke» υστερία, εστιάζοντας στις ΛΟΑΤΚΙ+ αναπαραστάσεις κι επικαλούμενο μια κατασκευασμένη λαϊκότητα. Κι ο Μελανσόν ακόμη, που αποτιμά θετικά την τελετή, παίρνει αποστάσεις και από την τρανς γιορτή και από την αποκεφαλισμένη βασίλισσα.
 
Δεν λείπουν βέβαια από την τελετή και τη διοργάνωση οι αντιφάσεις και μια κάποια εργαλειοποίηση. Δεν ξεχνάμε π.χ. ότι προεκλογικά ο Μακρόν χάιδευε τρανσφοβικά αυτιά επιτιθέμενος στο ΝΛΜ και οδηγούσε τον Πολ Πρεσιάδο να του απαντήσει με τη φράση «Η δημοκρατία είναι και θα είναι τρανς». Δεν μας πέρασε απαρατήρητη η πανταχού παρουσία του γκρουπ LVMH και της Louis Vuitton. Ούτε οι αρνήσεις σε μέλη των αθλητικών αποστολών να εμφανιστούν με περιβολές που αμφισβητούσαν τα έμφυλα στερεότυπα(!) ή την «κοσμικότητα» του γαλλικού κράτους. Ούτε το γεγονός πως οι 85 επικεφαλής κρατών και κυβερνήσεων που κάλεσε ο Μακρόν είναι αποκλειστικά άνδρες και μεταξύ τους κάποιοι όπως ο Μιλέι, ο Όρμπαν και ο πρόεδρος του Ισραήλ, του οποίου η συμμετοχή στους Αγώνες αποτελεί από μόνη της σκάνδαλο.
 
Πανάκριβα μαζικά θεάματα και εθνικές αφηγήσεις, οι τελετές έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων έχουν στόχο να δοξαστεί η χώρα-αμφιτρύων και να μαγευτεί το παγκόσμιο κοινό. Και η ελληνική του 2004 και η γαλλική του 2024 τα κατάφεραν περίφημα στους στόχους τους. Η κριτική παραμένει αναφαίρετο δικαίωμα και κρίνεται με τη σειρά της.
 
Έφη Γιαννοπούλου