Συνέντευξη στον Σπύρο Ραπανάκη
* Την περασμένη Δευτέρα παρουσιάσατε το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία για την επόμενη τετραετία. Έχοντας πλέον την εμπειρία της διακυβέρνησης, τόσο εντός όσο και εκτός Μνημονίων, πού θα επικεντρώσει το έργο της μια πιθανή προοδευτική διακυβέρνηση; Τι σημαίνει δηλαδή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ χωρίς τους μνημονιακούς περιορισμούς;
Το ζητούμενο για εμάς ήταν και παραμένει η βελτίωση της ζωής και της καθημερινότητας της κοινωνικής πλειονότητας. Σήμερα όλοι και όλες γνωρίζουμε ότι η χώρα έχει βγει από τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής. Την ίδια στιγμή, ακόμα και οι επικριτές μας αναγνωρίζουν ότι τα βασικά μεγέθη της ελληνικής οικονομίας έχουν βελτιωθεί – αναφέρω ενδεικτικά τα συνεχή τρίμηνα ανάπτυξης και τη μείωση της ανεργίας κατά οκτώ μονάδες. Τίποτα από αυτά δεν ήταν αυτονόητο ή νομοτελειακό. Όλα αυτά είναι αποτέλεσμα των πολιτικών μας προτεραιοτήτων και της επιμονής μας ότι ακόμα και σε συνθήκες επιτήρησης ήταν δυνατή μια πολιτική προς όφελος των πολλών. Και το καταφέραμε αυτό.
Σήμερα λοιπόν, που έχουμε απαλλαγεί από τους μνημονιακούς περιορισμούς, έχουμε τη δυνατότητα να εφαρμόσουμε το δικό μας πολιτικό σχέδιο.
Σήμερα έχουμε την ευχέρεια, για πρώτη φορά ύστερα από πολλά χρόνια, να θέσουμε στην κρίση των πολιτών το δικό μας πρόγραμμα, που εδράζεται σε πολύ συγκεκριμένους άξονες: νέες θέσεις εργασίας με αυξημένους μισθούς και δικαιώματα, δικαιότερη φορολογία και αποτελεσματικότερο κράτος, ανάπτυξη για όλους και ασφάλεια για την κοινωνία.
* Ακούγεται μια έντονη κριτική ότι θυμηθήκατε τη μεσαία τάξη μετά την ήττα των ευρωεκλογών…
Όταν αναλάβαμε τη διακυβέρνηση της χώρας τον Ιανουάριο του 2015, η χώρα βίωνε μια βαθιά ανθρωπιστική κρίση. Ας μην ξεχνάμε ότι την περίοδο 2010 – 2014 γνωρίσαμε τη φτωχοποίηση τμημάτων της μεσαίας τάξης και την παράλληλη μείωση -35% περίπου- των εισοδημάτων της.
Όπως είναι γνωστό, η δική μας στρατηγική είχε ως πρώτο στόχο τη στήριξη όσων είχαν τη μεγαλύτερη ανάγκη. Και ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν πολλοί άνθρωποι που πριν την κρίση αναγνώριζαν τον εαυτό τους στη μεσαία τάξη. Μην το ξεχνάμε αυτό.
Ως προς τον πυρήνα της ερώτησής σας, θα ήθελα να θυμίσω ότι η κυβέρνηση αυτή δεν επιβάρυνε τα μεσαία στρώματα. Μέσα σε ένα δημοσιονομικά πολύ σφιχτό πλαίσιο προχωρήσαμε σε παρεμβάσεις όπως ήταν η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών για τη συντριπτική πλειονότητα των μη μισθωτών και η μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 10%. Επιπρόσθετα, τα μέτρα που εξαγγείλαμε στο Ζάππειο και αρχίσαμε να υλοποιούμε, όπως η μείωση του ΦΠΑ και η μείωση των φορολογικών συντελεστών, έχουν αυτή ακριβώς τη στόχευση, την ενίσχυση των μεσαίων στρωμάτων.
Φυσικά, αυτά δεν επαρκούν για την πλήρη επούλωση των πληγών της κοινωνίας. Αναγνωρίζουμε ότι δεν καταφέραμε σε μια τετραετία να ανακτήσουμε όσα χάθηκαν στη δίνη μιας τόσο βαθιάς και συστημικής κρίσης. Και αναγνωρίζουμε ότι θα μπορούσαμε να κάνουμε περισσότερα. Θα επαναλάβω όμως κάτι βασικό: τώρα, στις νέες συνθήκες που διαμορφώσαμε, μπορούμε να κάνουμε περισσότερα. Και αυτό το “περισσότερα” εμπεριέχει ένα συνολικό σχέδιο για τα μεσαία στρώματα, που εκκινεί από τη φορολογική μεταρρύθμιση και απολήγει στην ενίσχυση των δυναμικών και αναπτυσσόμενων τάσεων της ελληνικής οικονομίας.
* Έχετε πει ότι επιθυμείτε την προγραμματική αντιπαράθεση με τη Ν.Δ., η οποία μιλάει για μείωση των φόρων, ενίσχυση των επενδύσεων και νέες θέσεις εργασίας. Παράλληλα, όμως, ακούμε τον Κ. Μητσοτάκη να διαβεβαιώνει επιχειρηματίες του τουρισμού στην Κω ότι θα έρθει σαν οδοστρωτήρας να γκρεμίσει τα εμπόδια “που κρατούν δέσμια την επιχειρηματικότητα”. Θεωρείτε ότι υπάρχει κρυφή ατζέντα από την αντιπολίτευση;
Η προσπάθεια της Ν.Δ. να αποφύγει με κάθε τρόπο την προγραμματική αντιπαράθεση πριν από τις εκλογές είναι εμφανής και χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι η άρνηση του κ. Μητσοτάκη να συμμετάσχει σε ντιμπέιτ με τον πρωθυπουργό. Ωστόσο, του είναι δύσκολο να κρύψει τις πραγματικές θέσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης: την αντίληψη που θεωρεί τους ελέγχους και την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων εμπόδιο στην επιχειρηματικότητα και τη μείωση της φορολογίας για τους πραγματικά οικονομικά ισχυρούς. Δεν μπορεί να εξηγηθεί διαφορετικά το γεγονός ότι υπονοεί πως δύο βασικά ελεγκτικά όργανα, όπως το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας και το ΣΔΟΕ, θα αδρανοποιηθούν σκόπιμα ώστε να ενισχυθεί η επιχειρηματικότητα στη χώρα.
Πρόκειται για μια ιδεοληπτική αντίληψη, που σκόπιμα ξεχνά ότι ο κύριος όρος για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας είναι η ύπαρξη κανόνων για όλους. Αυτό που υπόσχεται ο κ. Μητσοτάκης έχει ήδη εφαρμοστεί στη χώρα τα προηγούμενα χρόνια και είχε καταστροφικές συνέπειες: οδήγησε σε μια κατάσταση διαρκούς ύφεσης και μέτρων λιτότητας και εντέλει στη χρεοκοπία της χώρας. Προφανώς, το πρότυπο του κυρίου Μητσοτάκη είναι κάποια χώρα της νοτιοανατολικής Ασίας, όπου οι μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες αναπτύσσονται και οι εργαζόμενοι σε αυτές αμείβονται με ψίχουλα. Ε, δεν θα αφήσουμε την Ελλάδα να μετατραπεί σε έναν παράδεισο off shore και εργοδοτικής αυθαιρεσίας.
* Πώς σχολιάζετε τη νέα παρέμβαση Στουρνάρα, σύμφωνα με την οποία το πλεόνασμα 3,5% δεν θα επιτευχθεί; Θεωρείτε ότι υπάρχουν δυνάμεις εντός και εκτός της χώρας που απεργάζονται ένα νέο Μνημόνιο;
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο κ. Στουρνάρας ομιλεί ως πρώην υπουργός Οικονομικών της συγκυβέρνησης Ν.Δ. – ΠΑΣΟΚ και όχι με τον τωρινό θεσμικό του ρόλο ως διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος. Δεν έχει περάσει άλλωστε παρά ένας χρόνος απ’ όταν επέμενε ότι η χώρα δεν πρέπει να επιχειρήσει την καθαρή έξοδο από τα Μνημόνια, αλλά να επιλέξει την προληπτική πιστοληπτική γραμμή, γιατί δήθεν δεν θα μπορούσαμε να δανειστούμε από τις αγορές. Και διαψεύστηκε πανηγυρικά.
Η ελληνική κυβέρνηση προβλέπει ότι ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 3,5% του ΑΕΠ για το 2019 θα επιτευχθεί με απόλυτη ασφάλεια και επιπρόσθετα δημιουργείται ένας δημοσιονομικός χώρος 1,1 δισ. ευρώ. Το γεγονός ότι από το 2015 και έπειτα είναι οι εκτιμήσεις της κυβέρνησης αυτής που επαληθεύονται ως ορθές και όχι οι εκτιμήσεις της Κομισιόν, που κάθε χρόνο υποεκτιμά τα στοιχεία, ή του κ. Στουρνάρα είναι κάτι που δεν χωρά παρερμηνείες. Για να το πω απλά, δεν είναι στραβός ο γυαλός, αλλά είναι ο κύριος Στουρνάρας που αρμενίζει στραβά.
Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το γεγονός ότι το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών άνοιξε την όρεξη σε δυνάμεις που θέλουν να ξαναγυρίσουν τη χώρα στην επανάληψη των αποτυχημένων συνταγών της ακραίας λιτότητας. Πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αναφορά, μετά από τέσσερα χρόνια σιωπής, στην υποτιθέμενη ανάγκη απολύσεων στο Δημόσιο, κάτι που ουδέποτε ετέθη ούτε ως σκέψη στην κυβέρνησή μας από το 2015 έως σήμερα.
“Οι πολίτες προσδοκούν από την Αριστερά να κάνει περισσότερα”
* Ποια εκτιμάτε ότι ήταν τα μεγαλύτερα λάθη ή αδυναμίες που οδήγησαν στην ήττα; Μπορούν να διορθωθούν; Είδαμε, για παράδειγμα, μόλις δυο εβδομάδες πριν μια ομολογουμένως κακή εικόνα με τις μετατάξεις στη Βουλή…
Ο ΣΥΡΙΖΑ αναγκάστηκε τα πρώτα τρία χρόνια της διακυβέρνησής του να λάβει πολύ δύσκολες αποφάσεις. Και κάθε φορά που αναγκαζόμασταν να κάνουμε κάτι τέτοιο, γνωρίζαμε ότι εξυπηρετούσαμε έναν μεγαλύτερο στόχο: να βγει η χώρα από τα Μνημόνια, να ανακτήσουμε τη δυνατότητα χάραξης πολιτικής, να στηρίξουμε εκείνους και εκείνες που η κρίση είχε οδηγήσει στο περιθώριο και στην απόγνωση.
Προφανώς σε αυτήν την πορεία κάναμε λάθη και συχνά υποτιμήσαμε τη σωρευτική επίδραση της κρίσης. Για παράδειγμα, είναι γεγονός ότι το 83% της φορολογικής επιβάρυνσης επιβλήθηκε από τις προηγούμενες κυβερνήσεις την περίοδο 2010 – 2014 και το υπόλοιπο 17% από το 2015 και έπειτα. Ο πολίτης όμως -λογικά- δεν κάνει αυτόν τον επιμερισμό. Περιμένει από εμάς περισσότερα. Γιατί, ξέρετε, ανήκουμε σε ένα ιστορικό ρεύμα, της Αριστεράς, που οι πολίτες -ανεξάρτητα από την ιδεολογική τους τοποθέτηση- προσδοκούν ότι μπορεί να κάνει περισσότερα για τα δικαιώματα και τις ανάγκες των πολλών. Και εκεί είναι το κρίσιμο στοίχημα για εμάς.
Σε σχέση με το ζήτημα της Βουλής, η κυβέρνηση υιοθέτησε μια πρόταση της Ν.Δ., και συγκεκριμένα του κ. Τραγάκη, η οποία αφορούσε οριζόντια τη δυνατότητα μετάταξης ήδη δημοσίων υπαλλήλων στη Βουλή. Αυτό προφανώς δεν αναιρεί τους εσφαλμένους χειρισμούς από τη δική μας πλευρά. Την ίδια στιγμή, όμως, δεν κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Η παρέμβαση του πρωθυπουργού για την ακύρωση των διαδικασιών και η αυτοκριτική διάθεση του ΣΥΡΙΖΑ, η ίδια η ερώτησή σας αν θέλετε, αποδεικνύουν ότι η Αριστερά δεν θεωρεί ότι η κοινωνία τής χρωστάει κάποια προνομιακή μεταχείριση.
* Η Προοδευτική Συμμαχία παραμένει στρατηγική επιλογή;
Παραμένει και ανατροφοδοτείται από τις ευρωπαϊκές εξελίξεις. Αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε, ούτε να εγκλωβίζουμε τη συζήτηση στα στενά εθνικά μας όρια. Η Προοδευτική Συμμαχία είναι βασική -όχι μοναδική- προϋπόθεση για μια πειστική και ενωτική απάντηση στην ανάπτυξη της Ακροδεξιάς και του νεοφιλελευθερισμού. Αυτό που σίγουρα εκπλήσσει είναι η απροθυμία του Κινήματος Αλλαγής να συγχρονιστεί με την ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία. Η επίμονη επίθεσή του στον ΣΥΡΙΖΑ φανερώνει τη γοητεία που ασκεί στην ηγεσία του ΚΙΝ.ΑΛΛ. η προοπτική της δεξιάς παλινόρθωσης στη χώρα. Αυτό το δεδομένο ενισχύει την επικαιρότητα της πρόσκλησης που απευθύναμε πριν από τις ευρωεκλογές. Προοδευτική απάντηση στο σήμερα για να αποφασίσουμε για τις ζωές μας.
* Θεωρείτε ότι στις 7 Ιουλίου μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να ανατρέψει το κακό αποτέλεσμα των ευρωεκλογών; Με ποιον τρόπο μπορεί να γίνει αυτό; Πώς θα πείσετε τους νέους αλλά και τον κόσμο που επέλεξε να σας τιμωρήσει απέχοντας ή ψηφίζοντας μικρότερα κόμματα;
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το διακύβευμα των εθνικών εκλογών είναι εντελώς διαφορετικό από αυτό ευρωεκλογών.
Εδώ το ερώτημα είναι σε ποια κατεύθυνση θα προχωρήσει η χώρα την επόμενη μέρα. Θα συνεχίσει στον δρόμο τής αποκατάστασης των αδικιών που προϋπήρχαν της κρίσης, και έγιναν ακόμη εντονότερες την περίοδο της κρίσης, ή θα επανέλθει σε έναν δρόμο που προτεραιότητα για το κράτος θα είναι τα συμφέροντα μιας μικρής -μα ισχυρής- επιχειρηματικής ελίτ;
Αντιστοίχως, κρίσιμο εκτιμώ ότι είναι και το δίλημμα σε σχέση με την εμβάθυνση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών ή την επικράτηση του εθνικισμού, της μισαλλοδοξίας και του ρατσισμού.
Αυτά τα δύο ερωτήματα δεν είναι αφηρημένα. Αφορούν τη ζωή, την καθημερινότητα, τα δικαιώματα εκατομμυρίων πολιτών που δεν θέλουν μια παλινόρθωση του παλιού πολιτικού και οικονομικού συστήματος και την ίδια στιγμή ζητούν από τον ΣΥΡΙΖΑ γενναίες, τολμηρές και τεκμηριωμένες πρωτοβουλίες. Και εμείς ήδη από την επομένη των ευρωεκλογών με αυτούς συνομιλούμε, αυτούς ακούμε, αυτούς θεωρούμε πρωταγωνιστές των εξελίξεων. Και η δική τους φωνή στις 7 Ιουλίου είναι αυτή που εγγυάται ότι και αυτή -ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία- δύσκολη αναμέτρηση μπορεί να είναι νικηφόρα.
Πηγή: Η Αυγή