Συνεντεύξεις

Έφη Αχτσιόγλου: «Οι κυβερνητικές επιλογές οξύνουν τις κοινωνικές ανισότητες»

Τα στοιχεία του προσχεδίου του προϋπολογισμού δείχνουν ισχυρή ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Δεν πρόκειται για μια επιτυχία του ακολουθούμενου οικονομικού μοντέλου;

«Ο θετικός ρυθμός ανάπτυξης είναι αποτέλεσμα της σύγκρισης με την προηγούμενη χρονιά. Μετά τη βαθιά ύφεση του 9% το 2020, τη δεύτερη μεγαλύτερη στην Ευρώπη, ήταν αναμενόμενο το 2021, με την επαναλειτουργία της οικονομίας, να υπάρξει θετικός ρυθμός ανάπτυξης. Αυτό συνέβη σε όλα τα κράτη. Επομένως το πλέον κρίσιμο δεν είναι η ποσοτική αλλά η ποιοτική διάσταση. Τι σημαίνει η ανάκαμψη αυτή για τους πολίτες, ποιους αφορά, αν μπορεί να έχει διάρκεια. Ως προς αυτά, η πολιτική της κυβέρνησης έχει αποτύχει παταγωδώς. Ένα στα τρία νοικοκυριά δεν μπορεί να καλύψει τις βασικές δαπάνες διαβίωσής του, το ποσοστό των πολιτών που διαβιούν σε συνθήκες υλικής στέρησης έχει αυξηθεί, μία στις τρεις μικρομεσαίες επιχειρήσεις βρίσκεται στα όρια του λουκέτου και οι εργαζόμενοι δουλεύουν με απλήρωτες υπερωρίες και δεκάωρα, υφιστάμενοι μια άνευ προηγουμένου επίθεση στους μισθούς και τα δικαιώματά τους. Επομένως, όχι, οι θετικοί ρυθμοί ανάπτυξης δεν αποτελούν απόδειξη ορθότητας της πολιτικής του κ. Μητσοτάκη. Δείτε το και συγκριτικά. Ισπανία και Πορτογαλία που ακολούθησαν μια άλλη πολιτική, φιλεργατική και κοινωνική, σημείωσαν υψηλούς ή και υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης, 17,5% για το β’ τρίμηνο η Ισπανία, 15,5% η Πορτογαλία. Ταυτόχρονα όμως προχώρησαν και προχωρούν σε διαδοχικές αυξήσεις του κατώτατου μισθού, σε μέτρα βελτίωσης της θέσης των εργαζομένων, νομοθετούν για την προστασία των εργαζόμενων στις πλατφόρμες. Δεν σημειώνουν ανάπτυξη με πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας, με κατάργηση 8ώρου, απλήρωτες υπερωρίες και συμβάσεις της efood, όπως κάνει η Ν.Δ. στην Ελλάδα. Αυτό κατά τη γνώμη μας είναι και το πολιτικό διακύβευμα. Όχι το αν σημειώνονται θετικοί ρυθμοί ανάπτυξης. Αλλά αν η κοινωνία είναι μέρος αυτής της ιστορίας ή αντιθέτως αν συντελούνται όλα εις βάρος της».

Χαρακτηρίζετε τα μέτρα για την ακρίβεια ανεπαρκή. Η κυβέρνηση όμως αντιτείνει ότι η συνολική παρέμβασή της είναι από τις μεγαλύτερες στην Ευρωπαϊκή Ένωση…

«Καταρχάς, η κυβέρνηση καθυστέρησε σοβαρά να ασχοληθεί με το ζήτημα. Στη ΔΕΘ ο κ. Μητσοτάκης σχεδόν εξαφάνισε το πρόβλημα ανακοινώνοντας μια ελάχιστη διεύρυνση υφιστάμενου επιδόματος για τους λογαριασμούς ρεύματος. Μερικές εβδομάδες αργότερα οι υπουργοί του, τρέχοντας πίσω από τις εξελίξεις, ανακοίνωσαν μια μεγαλύτερη επέκταση του ίδιου επιδόματος. Έτσι όμως το πρόβλημα δεν αντιμετωπίζεται. Μόνο από τις αυξήσεις στο ρεύμα η επιβάρυνση των πολιτών μέχρι τον Μάρτιο εκτιμάται σε 1 δισ. και πλέον το κύμα της ακρίβειας, εκτός από το ηλεκτρικό και τα καύσιμα, έχει επεκταθεί σε βασικά αγαθά και τρόφιμα με ανατιμήσεις της τάξης του 20%, όπως έδειξαν τα στοιχεία του πληθωρισμού του Σεπτεμβρίου. Οι κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής βρίσκονται πολύ μακριά από το μέτρο της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Η Κομισιόν προτείνει στοχευμένη μείωση της φορολογίας, ενώ η κυβέρνηση απέρριψε την τροπολογία του ΣΥΡΙΖΑ για μείωση των ειδικών φόρων κατανάλωσης στα καύσιμα. Η Επιτροπή εισηγείται ενίσχυση του εισοδήματος των πολιτών, ενώ η κυβέρνηση κρατά ουσιαστικά καθηλωμένο τον κατώτατο μισθό. Η Επιτροπή μιλά για στήριξη των ευάλωτων μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ενώ η κυβέρνηση δεν έχει λάβει κανένα μέτρο για αυτές, καθώς ακόμη κι αυτή η ανεπαρκής επιδότηση δεν αφορά επιχειρήσεις. Μάλιστα τη στιγμή της μεγάλης ενεργειακής κρίσης, με προφανή τη λειτουργία καρτέλ στην αγορά ρεύματος, η κυβέρνηση προχωρά στην εκχώρηση της ΔΕΗ σε ιδιώτες διαμηνύοντας ξεκάθαρα στους πολίτες ότι είναι και θα παραμείνουν απροστάτευτοι από το κύμα της ακρίβειας. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι το προσχέδιο προϋπολογισμού προβλέπει μεγάλη αύξηση των εσόδων από έμμεσους φόρους, γεγονός που μαρτυρά ότι η κυβέρνηση μάλλον βλέπει την ακρίβεια ως ευκαιρία αύξησης φορολογικών εσόδων».

Η κυβέρνηση μιλά για αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος, ενώ εσείς για μείωση. Αντίστοιχη διάσταση υπάρχει και για το ποσοστό του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας. Τελικά τι ισχύει πραγματικά;

«Ο υπουργός Οικονομικών εμφανίζει επανειλημμένα ως υποτιθέμενη απόδειξη της μείωσης του ποσοστού του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας στοιχεία του 2020 της ΕΛΣΤΑΤ, που έχουν όμως ως έτος αναφοράς τα εισοδήματα του 2019. Το ποσοστό του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας ήταν σε μείωση μέχρι και το 2019. Αντιθέτως τα στοιχεία που αφορούν το 2020 δείχνουν ότι αυξήθηκε η υλική στέρηση των πολιτών, η οποία επίσης μειωνόταν τα προηγούμενα χρόνια. Ως προς τα εισοδήματα, για το 2021 το προσχέδιο του προϋπολογισμού δείχνει μια σημαντική μείωση στις αμοιβές των μισθωτών το πρώτο τρίμηνο. Η αύξηση του μέσου μισθού που αποτυπώνεται για την ίδια περίοδο δεν είναι πραγματική αλλά φαινομενική. Προκύπτει από τη μείωση της απασχόλησης στους χαμηλόμισθους. Με άλλα λόγια, “έφυγαν” από την εργασία αυτοί που αμείβονται με λιγότερα και φαίνεται ως να αυξήθηκε ο μισθός γιατί έμειναν οι καλύτερα αμειβόμενοι. Στην πραγματικότητα όμως δεν άλλαξε ο μέσος μισθός, απλώς ο πληθυσμός στον οποίο υπολογίζεται. Για το 2022 η κυβέρνηση εκτιμά μία αύξηση του μέσου ονομαστικού μισθού κατά μόλις 1,1%, όταν ο πληθωρισμός είναι ήδη στο 2,2%. Σημειωτέον ότι σε βασικά αγαθά, σε τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης οι ανατιμήσεις είναι πολύ μεγαλύτερες. Πράγμα που σημαίνει ότι ακόμη κι αν κανείς δεχθεί ότι θα υπάρξει αυτή η πενιχρή αύξηση του μέσου μισθού, το πραγματικό εισόδημα των πολιτών θα μειώνεται. Να μην ξεχνάμε, δε, και την ουσιαστική καθήλωση του κατώτατου μισθού, που επιβεβαιώνει την εξαπάτηση με την προεκλογική δέσμευση του κ. Μητσοτάκη περί αύξησής του διπλάσιας της ανάπτυξης. Δυστυχώς, το μόνο που θα αυξηθεί διπλάσια της ανάπτυξης, με βάση τα στοιχεία του προσχεδίου του προϋπολογισμού, είναι τα φορολογικά έσοδα. Αύξηση 9% με εκτίμηση ανάπτυξης 4,5%».

Το υπουργείο Οικονομικών τόνισε ότι οι ενισχύσεις που δόθηκαν στις Μικρές και Μεσαίες επιχειρήσεις είναι «οι μεγαλύτερες από καταβολής ελληνικού κράτους». Εσείς πού εδράζετε τη σχετική κριτική σας;

«Υπάρχουν στοιχεία από τις ίδιες τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που, μεταξύ άλλων, φανερώνουν ότι το 42,4% έχει ταμειακά διαθέσιμα το πολύ για έναν μήνα και το 36,7% κινδυνεύει με λουκέτο το επόμενο διάστημα. Επίσης, 1 στις 5 δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις προς ασφαλιστικά ταμεία, εφορία, ενοίκια, προμηθευτές, τράπεζες και άνω του 16% δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν σε λογαριασμούς ενέργειας ήδη πριν από το ξέσπασμα της ακρίβειας.

Από αυτά καταλαβαίνει κανείς ότι η -όποια- πολιτική της κυβέρνησης για τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα απέτυχε. Η κυβέρνηση την περίοδο των σκληρών lockdowns δεν στήριξε επαρκώς τη ρευστότητά τους. Η επιστρεπτέα προκαταβολή τους έχει αφήσει χρέος τουλάχιστον 3 δισ. Επίσης, οι σωρευμένες οφειλές της πανδημικής περιόδου αποτελούν ένα τεράστιο βάρος, που η κυβέρνηση αρνείται να άρει από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις με μία ριζική ρύθμιση με κούρεμα οφειλών, όπως προτείνουμε. Την ίδια στιγμή, η συντριπτική πλειονότητα των μικρομεσαίων είναι αποκλεισμένες από τον τραπεζικό δανεισμό, ενώ η κυβέρνηση προχώρησε και στο αδιανόητο: να τις αποκλείσει και από τη χρηματοδότηση του Ταμείου Ανάκαμψης.
Τις επιλογές αυτές μόνο τυχαίες δεν μπορούμε να τις θεωρήσουμε, όταν μάλιστα συνοδεύονται από δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών περί επιχειρήσεων-ζόμπι και ανάγκης εκκαθάρισής τους, όπως αποτυπώνεται ξεκάθαρα στην έκθεση Πισσαρίδη».

Καταλογίζετε στην κυβέρνηση ότι ακολουθεί πολιτική διεύρυνσης κοινωνικών ανισοτήτων. Υπάρχουν στοιχεία που να επιβεβαιώνουν αυτές τις αιτιάσεις;

«Πέρα από όσα προανέφερα για τη μείωση του πραγματικού εισοδήματος, την αύξηση του ποσοστού των πολιτών που διαβιούν σε συνθήκες σοβαρής υλικής στέρησης, καθώς και το ποσοστό των νοικοκυριών που δεν μπορούν να καλύψουν τις βασικές δαπάνες διαβίωσής τους, το 2020 αυξήθηκε και το ποσοστό των νοικοκυριών που δεν μπορούσαν να καλύψουν έκτακτες ανάγκες ή να πάνε μια εβδομάδα διακοπές.

Η συνολική εικόνα όμως δεν συγκροτείται μόνο από αυτά τα στοιχεία. Σχεδόν σε όλα τα κρίσιμα μέτωπα η κυβέρνηση εφαρμόζει πολιτικές όξυνσης των ανισοτήτων. Στο μέτωπο της Παιδείας, για παράδειγμα, αφού απέκλεισε 40.000 παιδιά από τα δημόσια πανεπιστήμια, έχοντας ήδη εξισώσει τα πτυχία των κολεγίων με αυτά των δημόσιων πανεπιστημίων, διασφαλίζει πρόσβαση σε ένα καλύτερο μέλλον μόνο στους έχοντες. Τώρα, με τη δεύτερη πράξη στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, προχωρά στον διαχωρισμό των σχολείων σε δύο κατηγορίες, την παράδοσή τους στην υποχρηματοδότηση και την αναζήτηση ιδιωτών χορηγών για να καλύψουν τις ανάγκες και τη συγχώνευση τμημάτων με προφανή θύματα τα παιδιά των λαϊκών οικογενειών, που δεν έχουν άλλη επιλογή για την εκπαίδευσή τους. Παρόμοια πολιτική ακολουθεί και στην Υγεία, με διαρκή υποχρηματοδότηση των δημόσιων δομών και παράλληλη στήριξη των ιδιωτικών κλινικών. Σημειωτέον ότι για το 2022 η κυβέρνηση προβλέπει περικοπή κατά 900 εκατ. των υγειονομικών δαπανών για αντιμετώπιση του κορονοϊού.

Στην εργασία, την ώρα που η κοινωνία πιέζεται από το κύμα ακρίβειας και από την ανασφάλεια που προκαλεί η πανδημία, η κυβέρνηση καταργεί το 8ωρο, τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, την προστασία από τις απολύσεις, θεσμοθετεί απλήρωτες υπερωρίες.

Αυτές είναι επιλογές που οξύνουν τις κοινωνικές ανισότητες και γίνονται συνειδητά από την κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη, από την πρώτη στιγμή».

Μιχάλης Χατζηκωνσταντίνου

Πηγή: Ναυτεμπορική