«Το πρόσωπο που επέλεξε η κυβέρνηση της ΝΔ για διοικητή του ΟΑΕΔ, που σημειωτέον δεν έχει αναγνωρισμένο πτυχίο, εμφανίστηκε σήμερα στη Βουλή να αγνοεί βασικά δεδομένα της ελληνικής αγοράς εργασίας, αλλά και να διακατέχεται από μια εντελώς στρεβλή αντίληψη για τις αιτίες της ανεργίας στη χώρα μας.
Κατά τον κ. Πρωτοψάλτη, η κύρια αιτία της ανεργίας στην Ελλάδα είναι η έλλειψη δεξιοτήτων και κατάρτισης των ανέργων. Ο νέος διοικητής του ΟΑΕΔ ίσως αγνοεί το πρόβλημα του brain drain, σε κάθε περίπτωση υποτιμά τις ικανότητες των νέων πτυχιούχων αλλά και τις συνέπειες της μακρόχρονης οικονομικής κρίσης και των πολιτικών λιτότητας που εφαρμόστηκαν στη χώρα μας. Το βέβαιο είναι ότι η επιμονή του νέου διοικητή στα ζητήματα κατάρτισης αποκαλύπτει την επιδίωξη της κυβέρνησης για διοχέτευση δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ σε ιδιώτες παρόχους αμφίβολης κατάρτισης. Όμως, η μετατροπή του ΟΑΕΔ σε μηχανισμό κατανομής κονδυλίων σε ιδιωτικά κέντρα κατάρτισης δεν συνιστά πολιτική καταπολέμησης της ανεργίας.
Εξίσου ανησυχητική υπήρξε η διφορούμενη απάντηση του υπουργού Εργασίας για τη συνέχιση των προγραμμάτων κοινωφελούς εργασίας και το μέλλον των 30.000 εργαζόμενων σε αυτά. Η, δε, προσπάθεια του κ. Βρούτση, κατά την ίδια διαδικασία, να υποβαθμίσει τη σημασία της αύξησης του κατώτατου μισθού κατά 11% από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και να χρήσει εαυτόν προστάτη των εργαζομένων υπήρξε μάλλον φαιδρή. Λίγη αυτοσυγκράτηση από τον υπουργό που κατέχει το ρεκόρ ανεργίας (28%!) και η νέα του θητεία στιγματίστηκε από την εν κρυπτώ κατάργηση θεμελιωδών εργατικών δικαιωμάτων δεν θα έβλαπτε».
Οι αναφορές Βρούτση και η απάντηση της Έφης Αχτσιόγλου στη Βουλή
Από την πλευρά του, κατά τη διάρκεια της ακρόασής του κ. Πρωτοψάλτη στη συνεδρίαση της Επιτροπής Δημόσιων Επιχειρήσεων, Τραπεζών, Οργανισμών Κοινής Ωφελείας και φορέων κοινωνικής ασφάλισης, ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Γιάννης Βρούτσης, υπερασπίστηκε την επιλογή του, χαρακτηρίζοντας το νέο διοικητή του ΟΑΕΔ «πολυσχιδή προσωπικότητα με σημαντικές εκπαιδευτικές και διοικητικές εμπειρίες».
Στο πλαίσιο της συνεδρίασης και απαντώντας σε ερωτήσεις βουλευτών της κυβέρνησης, αλλά και της αντιπολίτευσης, ο κ. Βρούτσης ισχυρίστηκε ότι, από την 1η Ιανουαρίου του 2015, έγινε μία πρωτοφανής ανατροπή στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία του πληροφοριακού συστήματος «ΕΡΓΑΝΗ». Όπως είπε, το 55% πλέον των νέων μορφών εργασίας, των νέων προσλήψεων, είναι με ευέλικτες μορφές απασχόλησης. «Η μάχη που πρέπει να δώσουμε είναι για την επικυριαρχία της πλήρους απασχόλησης και, στην κατεύθυνση αυτή, θα βάλουμε τις δυνάμεις μας και θα καταβάλλουμε κάθε δυνατή προσπάθεια», σημείωσε ο υπουργός Εργασίας, τονίζοντας ότι δεν μπορεί «να είμαστε ικανοποιημένοι σήμερα, όταν με βάση τα στοιχεία του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ), ένας στους τρεις εργαζόμενους στην αγορά εργασίας αμείβεται με μισθό κάτω από το επίδομα ανεργίας, συγκεκριμένα με 328,70 ευρώ. Στη βάση αυτή παραμένουν ανοιχτές προκλήσεις που έχουν να κάνουν με πολιτικές οι οποίες δρομολογούνται ήδη και θα ξεδιπλωθούν, μέχρι το τέλος του 2019».
Σύμφωνα με τον υπουργό Εργασίας, μία από τις κυρίαρχες αιτίες, η οποία δεν βοηθάει στην αντιμετώπιση της ανεργίας, είναι το μη μισθολογικό κόστος, οι υψηλές ασφαλιστικές εισφορές, οι οποίες είναι από τις υψηλότερες στην Ευρώπη. «Ήδη, επεξεργαζόμαστε ένα σχέδιο περαιτέρω μείωσης των εισφορών κατά πέντε μονάδες του μη μισθολογικού κόστους και των εργαζομένων και των εργοδοτών, μέσα στα επόμενα πέντε έτη, το οποίο θα αυξήσει το μισθό των εργαζομένων και θα μειώσει το κόστος της εργασίας στις επιχειρήσεις», υπογράμμισε ο υπουργός.
Τόνισε, δε, ότι στο κέντρο της πολιτικής της κυβέρνησης είναι ο άνθρωπος, ο εργαζόμενος και ο άνεργος. «Για να υπάρχουν, όμως, θέσεις εργασίας, πρέπει να υπάρξουν επιχειρήσεις», σημείωσε ο ίδιος.
Παράλληλα, ο κ. Βρούτσης προανήγγειλε νέο «κύμα» ελέγχων στην αγορά εργασίας. «Έχουμε ενεργοποιήσει τους μηχανισμούς ελέγχου και του ΕΦΚΑ και των επιθεωρητών. Το μήνυμα είναι ότι οι συνεπείς εργοδότες δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα, διότι οι έλεγχοι θα είναι στοχευμένοι, με βάση και τα στοιχεία του πληροφοριακού συστήματος “ΕΡΓΑΝΗ”».
Στη συνέχεια, στάθηκε στο φαινόμενο της υποδηλωμένης και κρυπτόμενης πλήρους απασχόλησης. Όπως σχολίασε, οι έλεγχοι θα είναι το εργαλείο για την καταπολέμηση αυτού του φαινομένου, «θα προχωρήσουμε, όμως, και σε έξυπνες πολιτικές». Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι σε επόμενο νομοσχέδιο θα δοθούν κίνητρα σε αυτούς που απασχολούν εργαζόμενους με μερική απασχόληση, προκειμένου να μετατρέψουν τη μερική σε πλήρη απασχόληση.
Μεταξύ άλλων, ο κ. Βρούτσης δήλωσε ότι μία από τις άμεσες νομοθετικές πρωτοβουλίες θα είναι η αλλαγή του άρθρου 66 του ν. 4603/2019. Ο υπουργός Εργασίας σημείωσε ότι, με αυτό το άρθρο, τον Μάρτιο του 2019, η προηγούμενη κυβέρνηση έδωσε άφεση αμαρτιών σε μία σειρά από επιχειρήσεις οι οποίες άνοιξαν τον ασκό του Αιόλου απέναντι στα ασφαλιστικά Ταμεία, «δεν πλήρωναν», κάνοντας λόγο για «κακοπληρωτές».
«Το άνοιγμα μέσα από την απελευθέρωση της υποβολής της Αναλυτικής Περιοδικής Δήλωσης (ΑΠΔ) κοστίζει σε ετήσια βάση, με βάση τα στοιχεία του Κέντρου Είσπραξης Ασφαλιστικών Εισφορών, πάνω από 210 εκατ. ευρώ. Η νομοθετική πρωτοβουλία του ΣΥΡΙΖΑ, τον Μάρτιο του 2019, απελευθέρωσε την υποβολή της ΑΠΔ. Άμεσα, φέρνουμε νομοθετικό πλαίσιο, το αλλάζουμε και το κάνουμε σφιχτό. Οι καταχραστές των ασφαλιστικών Ταμείων θα σταματήσουν να έχουν αυτό το ευνοϊκό καθεστώς, που απέκτησαν με την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ» υποστήριξε ο κ. Βρούτσης.
Αναφορικά με τον κατώτατο μισθό, ο αρμόδιος υπουργός σχολίασε ότι η ΝΔ ως αξιωματική αντιπολίτευση δεν διαφωνούσε με την αύξησή του, αλλά ήταν αντίθετη με τον βίαιο τρόπο της αύξησης σε μία χρονιά προεκλογική. «Με βάση τα αποτελέσματα του ΕΦΚΑ, μεταξύ Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου 2019, ενώ η αύξηση του κατώτατου μισθού ήταν 11%, ο μισθός στην πλήρη απασχόληση μεσοσταθμικά αυξήθηκε μόνο κατά 0,5% και η αύξηση στη μερική απασχόληση ήταν 1,3%. Άρα, η αύξηση του κατώτατου μισθού δεν έπιασε τόπο στις τσέπες των εργαζομένων» τόνισε.
Παράλληλα, ο κ. Βρούτσης ανέφερε ότι η κοινωφελής εργασία ήταν μία πρωτοβουλία της συγκυβέρνησης της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. «Στα χρόνια που μεσολάβησαν, θα έπρεπε να είχε γίνει μία επαναξιολόγηση», υποστήριξε ο υπουργός Εργασίας, ξεκαθαρίζοντας ότι η κοινωφελής εργασία θα συνεχιστεί, θέτοντας, όμως, κριτήρια δεξιοτήτων και επαναξιολόγησης των πολιτικών και των επιπτώσεων που είχαν στην αγορά εργασίας. «Θα συνεχίσουμε την κοινωφελή εργασία με διαφορετικό τρόπο και με διαφορετικό σχεδιασμό», ξεκαθάρισε ο κ. Βρούτσης.
Τέλος, ο υπουργός Εργασίας δήλωσε ότι, εντός του Σεπτεμβρίου, τα εκκαθαριστικά των συνταξιούχων θα δοθούν όλα, με εξαίρεση τις 223.000 περιπτώσεις συνταξιούχων, «που δυστυχώς δεν έχει γίνει επανυπολογισμός στις συντάξεις τους και αυτό το έκρυβε η πολιτική ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ από τους συνταξιούχους, μέχρι τώρα».
Στις δηλώσεις του κ. Βρούτση τοποθετήθηκε η βουλευτής Επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ, Έφη Αχτσιόγλου, κάνοντας λόγο για παραποίηση της πραγματικότητας όσον αφορά τον επανυπολογισμό των συντάξεων. Συγκεκριμένα, τόνισε: «Ο νόμος 4387/2016 προέβλεπε τον επανυπολογισμό όλων των συντάξεων και την καταβολή των επανυπολογισμένων συντάξεων από την 1η Ιανουαρίου του 2019. Οι συντάξεις επανυπολογίστηκαν όλες. Για μόνο μία ομάδα συντάξεων δεν υπήρχαν ειδικά στοιχεία, επειδή τα μητρώα, τα οποία μας παραδόθηκαν, ήταν κενά και γεμάτα ελλείψεις. Δεν υπήρχαν στοιχεία με βασικά δεδομένα. Επειδή γνωρίζαμε ότι κάτι τέτοιο επρόκειτο να συμβεί, καθώς ξέραμε ότι υπάρχουν προβλήματα με τα μητρώα των ασφαλισμένων, όπως μας παραδόθηκαν, το 2015, είχαμε προβλέψει με υπουργική απόφαση, μετά την ψήφιση του νόμου το 2016, ότι, σε περίπτωση μη ύπαρξης διαθέσιμων στοιχείων, ο επανυπολογισμός θα γίνει στη βάση στατιστικών και λοιπών επιστημονικών δεδομένων, όπως και έγινε. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι στο χθεσινό έγγραφο, το οποίο δόθηκε στη δημοσιότητα, κρύβεται το σημείο εκείνο στο οποίο η υπηρεσία προσπαθεί να ενημερώσει με ποιον τρόπο έχει προχωρήσει ο συγκεκριμένος υπολογισμός στη βάση επιστημονικών παραδοχών».
Επίσης, μεταξύ άλλων, η βουλευτής Επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ τόνισε ότι αυτό που υποστηρίζει ο κ. Βρούτσης σχετικά με την αλλαγή στη σύνθεση της απασχόλησης μεταξύ πλήρους και μερικής απασχόλησης επί της θητείας του ΣΥΡΙΖΑ είναι «εντελώς αναληθές».
«Στη συνολική εικόνα της αγοράς εργασίας, η πλήρης απασχόλησης είναι 70% και η μερική απασχόληση αντιπροσωπεύει το 30%. Αυτή η ανατροπή σε βάρος των εργασιακών σχέσεων πλήρους απασχόλησης συνέβη πριν από το 2015», είπε η κ. Αχτσιόγλου.
«Ο ΟΑΕΔ οφείλει να λειτουργεί ως βασικός ρυθμιστής της αγοράς εργασίας»
«Ο ΟΑΕΔ οφείλει να λειτουργεί ως βασικός ρυθμιστής της αγοράς εργασίας, με κύριους στόχους τη δραστική μείωση της ανεργίας και την αύξηση της απασχόλησης, ιδιαίτερα, της πλήρους απασχόλησης, με διασφαλισμένα τα εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα» δήλωσε, σύμφωνα με το ΑΠΕ – ΜΠΕ, ο νέος διοικητής του ΟΑΕΔ Σπύρος Πρωτοψάλτης, κατά τη διάρκεια της ακροασής του.
Αναλύοντας τις πρωτοβουλίες που προτίθεται να υλοποιήσει, ο κ. Πρωτοψάλτης υποστήριξε ότι, για τη δημιουργία πολλών και καλοπληρωμένων δουλειών, κρίνεται επιτακτική ανάγκη η αναβάθμιση και ο περαιτέρω εκσυγχρονισμός του ΟΑΕΔ, με σκοπό την αποτελεσματική υποστήριξη των ανέργων και όλων όσων αναζητούν εργασία, αλλά και εν γένει της εγχώριας αγοράς εργασίας. Σύμφωνα με τον κ. Πρωτοψάλτη, η προσέγγιση αυτή επιβάλλει την αναβάθμιση της ποιότητας, της αποτελεσματικότητας και της αποδοτικότητας του ΟΑΕΔ, ώστε να καταστεί βασικός μοχλός πολιτικής για την καταπολέμηση της ανεργίας και την ανάπτυξη της απασχόλησης, συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της χώρας.
Όπως είπε, η μεγαλύτερη πρόκληση, που είναι συνάμα και η μεγαλύτερη ευκαιρία του ΟΑΕΔ, είναι η εξάλειψη της αναντιστοιχίας μεταξύ των δεξιοτήτων και των προσόντων που θα διαθέτουν οι αναζητούντες εργασία και αυτών που απαιτούνται για την επαρκή κάλυψη των κενών θέσεων εργασίας. «Είναι ένα φαινόμενο που προκύπτει από τη διαχρονικά ελλειμματική διασύνδεση των συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας» σημείωσε ο κ. Πρωτοψάλτης, επισημαίνοντας ότι, χωρίς νέες γνώσεις και δεξιότητες του ανθρώπινου δυναμικού, δεν μπορεί να οικοδομηθεί νέο παραγωγικό μοντέλο της ελληνικής οικονομίας, «ειδικά σε αυτήν την κρίσιμη περίοδο που η χώρα προσπαθεί να ορθοποδήσει από τη βαριά οικονομική κρίση, που βίωσε την τελευταία δεκαετία». «Αυτός ο ρόλος του ΟΑΕΔ- της διαμεσολάβησης, δηλαδή, μεταξύ προσφοράς και ζήτησης εργασίας -χρειάζεται συστηματική και στενότερη συνεργασία με τους εργοδότες, καθώς και ένα ολοκληρωμένο σχέδιο παροχής ποιοτικών υπηρεσιών προς τις επιχειρήσεις, προσανατολισμένο στις ανάγκες τους. Ο ΟΑΕΔ πρέπει να βρίσκει δουλειά σε όσους αναζητούν εργασία και να εγγυάται την προστασία των ανέργων από την οικονομική εξαθλίωση και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Συνάμα, όμως, πρέπει να συμβάλει καθοριστικά στην κάλυψη των αναγκών των εργοδοτών για καταρτισμένο ανθρώπινο δυναμικό. Ο ΟΑΕΔ πρέπει να είναι Οργανισμός συνώνυμο της απασχόλησης» υπογράμμισε.
Παράλληλα, ο κ. Πρωτοψάλτης αναφέρθηκε και τις προτεραιότητες που πρέπει να τεθούν που είναι ο εκσυγχρονισμός και η βελτίωση της αποτελεσματικότητας του ΟΑΕΔ, με βάση βέλτιστες πρακτικές και επιστημονικά τεκμηριωμένες μεταρρυθμίσεις. Επίσης, όπως είπε, πρέπει να μετατοπιστεί το βάρος από τις παθητικές στις ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης, που προσαρμόζονται γρήγορα στις εξελίξεις. «Τα προγράμματα κατάρτισης και επανεκπαίδευσης θα πρέπει να αναπτύσσονται και να σχεδιάζονται σε συνεργασία με τις επιχειρήσεις, με έμφαση στην ανταπόκρισή τους και τις ανάγκες σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο. Προτεραιότητα θα δοθεί, επίσης, σε προγράμματα που αφορούν ειδικότητες υψηλής ζήτησης και ευπαθείς ομάδες υψηλού κινδύνου για κοινωνικό αποκλεισμό, σχεδιασμένα με τη συμμετοχή κοινωνικών εταίρων και με τη χρήση ευέλικτων και σύγχρονων τεχνικών μάθησης» ανέφερε ο κ. Πρωτοψάλτης.
Σημαντική, όπως τόνισε, είναι και η εξωστρέφεια. «Ο ΟΑΕΔ πρέπει να έρθει πιο κοντά στην κοινωνία και στην οικονομία, μέσω νέων ισχυρών και βιώσιμων συνεργασιών και συμπράξεων με δημόσιους κοινωνικούς και ιδιωτικούς φορείς, οι οποίες είναι απαραίτητες για την αποτελεσματικότητα του ΟΑΕΔ. Επίσης, χρειάζεται στενότερη και συστηματικότερη συνεργασία με το υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων. Πρέπει να δοθεί έμφαση στην ανάλυση, την αξιολόγηση και στην πρόγνωση, δηλαδή να δώσουμε έμφαση στην προληπτική προσέγγιση. Δεν θα αποφέρει καρπούς η ενίσχυση των ενεργητικών προγραμμάτων, εάν δεν συνοδεύεται από την έγκυρη και την πλήρη αξιολόγησή τους και τη χρησιμοποίηση των αποτελεσμάτων αυτής της αξιολόγησης» εξήγησε ο κ. Πρωτοψάλτης.
Μεταξύ άλλων, υπογράμμισε ότι σκοπός είναι να υπάρξει μεγαλύτερη επένδυση στη συστηματική ανάπτυξη και αξιοποίηση του προσωπικού, με σκοπό την ενεργοποίησή του και τη μεγιστοποίηση της αποτελεσματικότητας και της αποδοτικότητάς του. «Άλλο ένα σημαντικό σημείο είναι η αποκέντρωση» είπε ο κ. Πρωτοψάλτης, συμπληρώνοντας: «Επιδιώκουμε τη δημιουργία αποκεντρωμένου συστήματος δράσεων που θα είναι άμεσα διασυνδεδεμένο με τις ανάγκες των τοπικών αγορών εργασίας και των επιχειρήσεων. Θέλουμε ένα πλαίσιο πλήρους διαφάνειας και διαύγειας». Τέλος, σύμφωνα με τον κ. Πρωτοψάλτη, προτεραιότητα θα δοθεί και στην αναβάθμιση και τη διασύνδεση των ηλεκτρονικών συστημάτων του ΟΑΕΔ, καθώς και στην εισαγωγή και τη μέγιστη αξιοποίηση νέων τεχνολογιών αιχμής.
Το βιογραφικό του, όπως ο ίδιος το παρουσίασε
Ο κ. Πρωτοψάλτης, παρουσιάζοντας την εκπαίδευσή του και την επαγγελματική του πορεία, μετά την εισαγωγή του υπουργού Εργασίας Γιάννη Βρούτση, ανέφερε ότι γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, ενώ στη συνέχεια πήγε για σπουδές στις Ηνωμένες Πολιτείες. Όπως είπε, το πρώτο πτυχίο του το έλαβε στο Northeastern University στη Βοστώνη με σπουδές στη δημοσιογραφία και τη φιλοσοφία. Στην πορεία, συνέχισε στη Νέα Υόρκη για μεταπτυχιακές σπουδές από το New School University στον τομέα της διοίκησης μη κερδοσκοπικών οργανώσεων και αστικής πολιτικής και, αργότερα, φοίτησε στο University of Colorado ta Denver, όπου εκπόνησε το διδακτορικό του σε θέματα δημόσιας πολιτικής.
Αναφορικά με την επαγγελματική δραστηριότητά του, ο κ. Πρωτοψάλτης σημείωσε ότι εργάστηκε σε μία “δεξαμενή σκέψης” στο Denver ως αναλυτής και διεξήγαγε έρευνα πάνω σε θέματα αγοράς εργασίας και πρόσβασης στη μεταλυκειακή εκπαίδευση για ευπαθείς κοινωνικά ομάδες. Επίσης, εργάστηκε για έναν πολιτικό, ο οποίος εκλέχθηκε στη Βουλή των Αντιπροσώπων της Αμερικής το 2009 μαζί με την κυβέρνηση Ομπάμα και στο τέλος του διδακτορικού του συνέχισε στην Ουάσινγκτον, όπου είχε, όπως ανέφερε, τη δυνατότητα να δουλέψει πάνω σε μεγάλα νομοσχέδια που έφερε η κυβέρνηση Ομπάμα και κατόπιν εργάστηκε για τον πρόεδρο της Επιτροπής Εργασίας, Παιδείας και Υγείας, της αμερικανικής γερουσίας, όπου ήταν ο ανώτερος σύμβουλός του για θέματα εκπαιδευτικής πολιτικής. Στη συνέχεια, ήταν στο υπουργείο Παιδείας ως πολιτικό προσωπικό υπό την κυβέρνηση Ομπάμα ως ανώτερος σύμβουλος και, κατόπιν τούτου, τα τελευταία δύο χρόνια της οκταετίας Ομπάμα διετέλεσε αναπληρωτής γενικός γραμματέας του υπουργείου. Μετά το τέλος της κυβερνητικής εμπειρίας, ανέλαβε αναπληρωτής καθηγητής και διευθυντής του Κέντρου Εκπαιδευτικής Πολιτικής στο μεγαλύτερο δημόσιο πανεπιστήμιο της πολιτείας της Βιρτζίνια.
Πηγή: Left