Συνεντεύξεις

Έφη Αχτσιόγλου : Η χώρα βγήκε από την κρίση, πλέον μπορούμε περισσότερα

Του Νίκου Παναγιωτόπουλου

Ο κ. Μητσοτάκης κατηγόρησε τον Πρωθυπουργό για δραματοποίηση και επικοινωνιακή διαχείριση τη σύγκλιση του ΚΥΣΕΑ. Κάνετε προεκλογική εκμετάλλευση των τουρκικών προκλήσεων;

Νομίζω την καλύτερη απάντηση στις αστήρικτες αυτές κατηγορίες του κυρίου Μητσοτάκη την έδωσε η πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για ένα εξαιρετικά κρίσιμο ζήτημα.Είναι στενάχωρη η προσπάθεια της Νέας Δημοκρατίας να κάνει αντιπολίτευση με τόσο μικροπολιτικό τρόπο. Ακούσαμε μέχρι και ότι ο Πρωθυπουργός δεν έπρεπε να συγκαλέσει το ΚΥΣΕΑ σε ημέρα αργίας! Αφήνοντας κατά μέρος αυτές τις αστειότητες, ας εστιάσουμε στο ουσιώδες: το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αναγνώρισε τις κυπριακές και ελληνικές ανησυχίες για τη δραστηριότητα της Τουρκίας στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, αντέδρασε άμεσα και ξεκάθαρα, ενώ για πρώτη φορά αποφάσισε τη λήψη μέτρων εναντίον της Τουρκίας για παραβίαση των κυριαρχικών δικαιωμάτων κράτους μέλους της ΕΕ. Και αναμφίβολα ένας από τους λόγους που η φωνή της χώρας μας έχει πια ισχύ σχετίζεται με τις πρωτοβουλίες που έχει αναλάβει η κυβέρνηση, και ο Πρωθυπουργός προσωπικά, τα τελευταία χρόνια για την αναβάθμιση της Ελλάδας διεθνώς, όπως στην περίπτωση της Συμφωνίας των Πρεσπών. Ας είμαστε προσεκτικοί λοιπόν όταν τοποθετούμαστε για τα εθνικά μας συμφέροντα. Χρειάζεται αποφασιστικότητα, ψυχραιμία και να αποφεύγουμε τις μικροπολιτικές κραυγές που εναλλάσσονται ανάμεσα στην πατριδοκαπηλία και την αδράνεια.

Τι έφταιξε και οι ψηφοφόροι σας γύρισαν την πλάτη; Ποιο ήταν τελικά το μήνυμα που λάβατε από την ευρωκάλπη;

Όπως ξέρετε αναλάβαμε τη χώρα σε μια στιγμή εξαιρετικά κρίσιμη. Το 2015 η χώρα, δεν πρέπει να το ξεχνάμε αυτό, παράδερνε ανάμεσα στην ανασφάλεια και στον κίνδυνο της χρεοκοπίας. Καταφέραμε, και αυτό το αναγνωρίζουν και οι επικριτές μας, να βγάλουμε τη χώρα από το καθεστώς της σκληρής επιτροπείας και να στηρίξουμε παράλληλα εκείνους και εκείνες που είχε πλήξει η πολυετής κρίση.

Προφανώς δεν είμαστε θαυματοποιοί. Ηταν αδύνατο να ανακτήσουμε στα 4 αυτά χρόνια όσα είχαν χαθεί μέσα στη δίνη της οικονομικής ύφεσης και της πολιτικής λιτότητας -ας μην ξεχνάμε ότι η χώρα είχε χάσει το ¼ του ΑΕΠ της από το 2010 ως το 2014.

Πολλές φορές όμως οι άνθρωποι –και ελπίζω να αντιλαμβάνομαι ορθά- αξιολογούν την πολιτική δύναμη που κυβερνά τη χώρα με βάση τις ανάγκες τους σε ενεστώτα χρόνο και όχι κάνοντας κατ’ ανάγκη αναδρομές ή συγκρίσεις. Εφόσον οι ανάγκες τους δεν ικανοποιούνται, ή δεν ικανοποιούνται εξ ολοκλήρου από την ασκούμενη πολιτική, εκφράζουν τη δυσαρέσκειά τους. Κάπως έτσι θα μετέφραζα συνοπτικά το μήνυμα της ευρωκάλπης: ότι οι ανάγκες της κοινωνίας ήταν μεγαλύτερες απ’ όσα μπορέσαμε να κάνουμε τα τέσσερα αυτά χρόνια. Και το καταλαβαίνω αυτό. Συγχρόνως υπάρχει και το ζήτημα των προσδοκιών. Η αριστερά δεν ήρθε στην κυβέρνηση για να περιορίσει απλά τις επιπτώσεις της κρίσης. Είμαστε εδώ για να δημιουργήσουμε ένα νέο πολιτικό και οικονομικό υπόδειγμα για τη χώρα, υπόδειγμα που έχει ως βασικό του πυλώνα τα συμφέροντα και τα δικαιώματα της κοινωνικής πλειοψηφίας.

Τώρα, είμαστε ακριβώς σε αυτό το σημείο. Για πρώτη φορά η χώρα έχει τη δυνατότητα να σχεδιάσει μακροπρόθεσμα και όχι με το άγχος της καταστροφής που ήταν αντιμέτωπη για χρόνια. Έχουμε κερδίσει, δημοσιονομικά και πολιτικά, το δικαίωμα και τη δυνατότητα να κάνουμε περισσότερα: να δημιουργήσουμε νέες θέσεις εργασίας με αυξημένους μισθούς και δικαιώματα, να προχωρήσουμε σε δικαιότερη φορολογία, καλύτερη υγεία, παιδεία και κοινωνικό κράτος.

 

Γιατί θέλετε debate ανάμεσα σε Τσίπρα-Μητσοτάκη που αποκλείει τους υπόλοιπους αρχηγούς;

Νομίζω εδώ υπάρχει κάποια παρεξήγηση. Η πρότασή μας είναι απλή. Ενα debateμε όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα -πλην φυσικά της νεοναζιστικής συμμορίας της Χρυσής Αυγής- και ένα δεύτερο μεταξύ του κυρίου Τσίπρα και του κυρίου Μητσοτάκη. Και για να σας προλάβω σπεύδω να σημειώσω ότι η πρότασή μας περιλαμβάνει την αύξηση της προβολής των υπόλοιπων κομμάτων που δεν θα συμμετέχουν σε αυτό το δεύτερο ντιμπέιτ.

Γιατί λοιπόν δεύτερο ντιμπέιτ; Γιατί αυτό είχε γίνει το 2015, γιατί η δημοκρατία μας έχει μόνο να κερδίσει από μια προγραμματική αντιπαράθεση των δύο υποψήφιων πρωθυπουργών, γιατί είναι αναγκαίο όσο φτάνουμε στην κάλπη να είναι ορατές οι όποιες συγκλίσεις και αποκλίσεις των δύο ανταγωνιστικών σχεδίων για την επόμενη μέρα της χώρα μας.

Ομολογώ ότι δεν εκπλήσσομαι με την επιλογή του κυρίου Μητσοτάκη που κάνει ότι μπορεί για να τορπιλίσει αυτήν την προοπτική. Αν ρίξετε μια ματιά στο πρόγραμμα της ΝΔ δεν υπάρχει μια αράδα για το μέλλον της κοινωνικής ασφάλισης. Αυτή είναι η επιλογή με την οποία πορεύεται όλο αυτό το διάστημα. Η μπάλα στην κερκίδα, ηχηρές αποσιωπήσεις των πιο αντιλαϊκών στοιχείων της ατζέντας της ΝΔ, και κραυγαλέες διαβεβαιώσεις λιτότητας πίσω από γενικόλογα συνθήματα.

Θέσαμε και εξακολουθούμε να θέτουμε μετ’ επιτάσεως την ανάγκη να υπάρξουν όλα τα δεδομένα στο τραπέζι πριν η κοινωνία κάνει μια εξαιρετικά κρίσιμη για το μέλλον της επιλογή. Πουθενά στη θέση μας δεν υπάρχει αποκλεισμός. Κάθε άλλο, θέλουμε και ένα debateμε όλους τους πολιτικούς αρχηγούς, με όσο το δυνατόν πιο ανοικτούς όρους και κάθε κίνηση που διασφαλίζει ότι θα μπουν τα πραγματικά πολιτικά ερωτήματα μπροστά στην κοινωνία.

 

Δεχτήκατε σκληρή κρητική για παροχολογία σχετικά με τις εξαγγελίες του Πρωθυπουργού για 500.000 νέες θέσεις εργασίας, για φοροελαφρύνσεις, για προσλήψεις κ.ά. Γιατί δεν τα κάνατε πράξη και τα εξαγγείλατε στο παρά πέντε των εκλογών;

Εδώ δεν έχετε δίκιο. Εδώ και τέσσερα χρόνια η ανεργία μειώνεται δραστικά με τη δημιουργία νέων θέσεων στον ιδιωτικό τομέα. Την περίοδο 2010-2014 χάθηκαν περισσότερες από ένα εκατομμύριο θέσεις εργασίας. Μέχρι τα τέλη του 2018 είχαν δημιουργηθεί 380.000 νέες θέσεις εργασίας.  Τα δημόσια νοσοκομεία ενισχύθηκαν με προσωπικό τα τελευταία τέσσερα χρόνια, ενώ το δημόσιο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης αναδιοργανώθηκε εξ ολοκλήρου και είναι πλέον βιώσιμο και πλεονασματικό. Ήδη από το 2018 τα οικογενειακά επιδόματα ενισχύθηκαν και στηρίζουν οικογένειες με ένα ή δύο παιδιά που ποτέ μέχρι πριν δεν στηρίζονταν από το κοινωνικό κράτος. Κι αυτά είναι μόνο κάποια από όσα έγιναν πριν το 2019.

Από τον Αύγουστο του 2018 έχουμε τη δυνατότητα να παίρνουμε μέτρα επεκτατικά όπως ονομάζονται, δηλαδή μείωσης  φόρων–εισφορών και αύξησης κοινωνικών δαπανών, ακριβώς γιατί κερδίσαμε την έξοδο από τη σκληρή δημοσιονομική πειθαρχία.

Το πακέτο μέτρων για παράδειγμα που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘ το Σεπτέμβρη του 2018 έχει υλοποιηθεί πλήρως. Μείωση ΕΝΦΙΑ, μειώσεις εισφορών στους ελεύθερους επαγγελματίες, κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος στους συνεταιρισμούς, προσλήψεις 4.500 στην ειδική αγωγή και 3.000 στο πρόγραμμα Βοήθεια στο σπίτι, επιδότηση ενοικίου. Μην ξεχνάτε την αύξηση του κατώτατου μισθού, την κατάργηση του υποκατώτατου και την χορήγηση αυξήσεων στις συντάξεις για πρώτη φορά μετά από μια δεκαετία. Στην εικόνα αυτή προστέθηκαν η μείωση του ΦΠΑ στην ενέργεια, στα τρόφιμα, στην εστίαση και η νέα 13η σύνταξη – ολόκληρη για τους χαμηλοσυνταξιούχους, ποσοστιαία για τις μεσαίες και πιο υψηλές συντάξεις. Νομίζω πως με αυτές τις ψηφίδες συνθέτει κανείς ένα πιο δίκαιο απολογισμό του έργου της κυβέρνησης απ αυτόν που αναφέρετε στην ερώτησή σας. Ταυτόχρονα, είναι ακριβώς αυτές οι πράξεις που προσδίδουν αξιοπιστία στο πρόγραμμά μας για την επόμενη τετραετία, όπως το εκθέτουμε στον ελληνικό λαό.

Επομένως δεν μιλάμε για υποσχέσεις αλλά για ένα ρεαλιστικό πρόγραμμα που στηρίζεται σε ένα δεδομένο: τη δυναμική της ελληνικής οικονομίας σε συνθήκες χειραφέτησης από τους περιορισμούς των μνημονίων. Μιλάμε για 500.000 νέες θέσεις εργασίας γιατί ήδη στην πρώτη τετραετία ΣΥΡΙΖΑ δημιουργήσαμε πάνω από 400.000. Μιλάμε για φοροελαφρύνσεις γιατί κατακτήσαμε τον δημοσιονομικό χώρο για να τις κάνουμε. Μιλάμε για προσλήψεις και στελέχωση του κοινωνικού κράτους διότι θεμελιώσαμε τον κανόνα 1 πρόσληψη για κάθε 1 αποχώρηση  στον δημόσιο τομέα.

 

Ακούγονται ξανά φωνές από τις Βρυξέλες για δημοσιονομικό εκτροχιασμό, θα χρειαστούν νέα μέτρα λιτότητας σε περίπτωση που δεν επιτευχθούν οι στόχοι που έχουμε συμφωνήσει;

Στις φωνές αυτές υπάρχει κάτι το γνωστό και συνηθισμένο, αλλά υπάρχει και κάτι καινούργιο. Το γνωστό και συνηθισμένο είναι ότι συγκεκριμένοι κύκλοι στην ΕΕ, παγίως τα τελευταία χρόνια υποτιμούν τις δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας και τα περιθώρια του κρατικού προϋπολογισμού. Κάθε χρονιά τα τελευταία τέσσερα χρόνια κάποια στιγμή υπήρχε μία φωνή στις Βρυξέλλες που προέβλεπε ότι οι στόχοι δεν θα επιτευχθούν και πολλά χρήσιμα αντηχεία εδώ που έσπευδαν να προβλέψουν μια νέα οικονομική κατάρρευση. Και κάθε φορά, ερχόταν η διάψευση των προβλέψεων αυτών.

Αυτό συμβαίνει και τώρα. Η πρόβλεψη της ελληνικής κυβέρνησης λοιπόν είναι ότι  θα επιτύχουμε τον στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 3,5% του ΑΕΠ για το 2019, με δεδομένα τα θετικά μέτρα υπέρ της κοινωνίας που ήδη υλοποιούνται. Μιλώ για τις μειώσεις του ΦΠΑ, τις 120 δόσεις, το στεγαστικό επίδομα, τις μειωμένες εισφορές για ελεύθερους επαγγελματίες κλπ.  Καταλαβαίνω ότι αυτή η πραγματικότητα  διαψεύδει τη δογματική εμμονή συγκεκριμένων κύκλων στη λιτότητα και στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Και προφανώς, το ότι βγήκαμε από τα μνημόνια δεν σημαίνει ότι αυτοί οι κύκλοι εξαφανίστηκαν ή έπαψαν να προωθούν την ατζέντα τους.

Υπάρχει όμως και κάτι καινούργιο στις φωνές αυτές. Είναι η επαναφορά μιας άτζεντας που επί των ημερών της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ είχε οριστικά αποσυρθεί από το τραπέζι, όπως το ζήτημα των συμβασιούχων στο Δημόσιο. Αυτή η εξέλιξη δεν μπορεί παρά να σχετίζεται με το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών και την ατζέντα που θέτει η ΝΔ για το Δημόσιο. Αυτό θα πρέπει να είναι σε γνώση των πολιτών .Όπως, επίσης, σε γνώση των πολιτών θα πρέπει να είναι και το εξής: Η Ελλάδα του 2019 δεν είναι η χώρα της επιτροπείας και της κρίσης. Είναι μια χώρα που η κυβέρνησή της και ο λαός της έχουν δικαίωμα να αποφασίζουν για το παρόν και το μέλλον της.

Αν το αποτέλεσμα των εκλογών δεν δώσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, θα συνεργαστείτε με τη ΝΔ; Θα οδηγηθούμε σε νέες εκλογές;-Περιθώρια συνεργασίας με το ΚΙΝΑΛ;

Η θέση του ΣΥΡΙΖΑ είναι εδώ και καιρό καθαρή στο θέμα των συνεργασιών. Αυτό που χρειάζεται σήμερα είναι μια προοδευτική πλειοψηφία για τη χώρα που θα συνεχίσει στον δρόμο της ανάπτυξης, με πραγματικούς πρωταγωνιστές τους εργαζομένους της χώρας, και της ενίσχυσης του κοινωνικού κράτους σε όλα τα επίπεδα. Η πολιτική και το πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας είναι στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση και φυσικά κανένα περιθώριο συνεργασίας δεν υπάρχει.

Όσο για το ΚΙΝΑΛ νομίζω το ίδιο πρέπει να προσδιορίσει ποιος είναι ο ρόλος του  και σε σχέση με τα δύο πολιτικά σχέδια που αντιπαρατίθενται στη χώρα αλλά και σε σχέση με τις ευρωπαϊκές εξελίξεις. Σε όλη την Ευρώπη το ιστορικό ρεύμα της σοσιαλδημοκρατίας βρίσκεται σε πορεία σύγκλισης με την αριστερά με κύριο στόχο την ανάσχεση του νεοφιλελευθερισμού και της άκρας δεξιάς.

Στην Ελλάδα έχουμε μια ιδιόμορφη παρέκκλιση. Η ηγεσία του ΚΙΝΑΛ προσδιορίζει τον ΣΥΡΙΖΑ ως τον κύριο αντίπαλο, φλερτάρει με τη δεξιά παλινόρθωση και αδιαφορεί για τις συνέπειες που θα έχει αυτή στην κοινωνία. Δεν νομίζω ότι αυτή η στάση μπορεί να είναι παραγωγική μακροπρόθεσμα. Τα προβλήματα και οι προκλήσεις που βρίσκονται μπροστά μας θα δημιουργήσουν ρήγματα και θα κινητοποιήσουν κοινωνικές δυναμικές που υπερβαίνουν τους μικροκομματικούς σχεδιασμούς του παρόντος.

 

Στην προεκλογική περίοδο των ευρωεκλογών κατηγορήσατε τον κ. Μητσοτάκη ότι είναι ακραία νεοφιλελεύθερος και ότι, ουσιαστικά, θα πάρει πίσω όσα εσείς δώσατε. Επιμένετε σ΄ αυτό το επιχείρημα παρά το γεγονός ότι οι ψηφοφόροι δεν σας άκουσαν;

Η πολιτική του κυρίου Μητσοτάκη είναι αυταπόδεικτη. Είναι η συνισταμένη της διαδρομής του και των εξαγγελιών του. Και αυτή η συνισταμένη είναι ακραία νεοφιλελεύθερη. Οι κύριες θέσεις του παραπέμπουν στις συνταγές που βιώσαμε στην πιο σκληρή περίοδο της κρίσης: μείωση της φορολογίας για τους ισχυρούς, απίσχναση του κοινωνικού κράτους, πλήρης ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας, χωρίς προστασία των εργαζόμενων.

Δείτε ένα παράδειγμα: Ο κ. Μητσοτάκης έχει δηλώσει ότι εφόσον υπάρχει συμφωνία εργοδοτών – εργαζομένων σε επίπεδο επιχείρησης, θα μπορούν να παρακάμπτονται βασικοί κανόνες προστασίας της εργασίας. Η Νέα Δημοκρατία ως αντιπολίτευση καταψήφισε βασικά μέτρα για την προστασία των εργαζομένων που φέραμε στην Βουλή και τα χαρακτήριζε “ιδεοληψίες της αριστεράς”.  Η ΝΔ ως κυβέρνηση στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν εκτίναξε την ανεργία στο 28%, την ανεργία των νέων στο 60%, μείωσε τον κατώτατο μισθό κατά 22%, θέσπισε τον υποκατώτατο μισθό για τους νέους, κατήργησε τις βασικές αρχές των συλλογικών διαπραγματεύσεων, συρρίκνωσε την αποζημίωση απόλυσης και πολλά άλλα.

Αυτά όλα δεν είναι υπόθεση εκτιμήσεων. Είναι δεδομένα. Είναι πολιτικές θέσεις και πράξεις.  Και θα καθορίσουν την επιλογή των πολιτών στις 7 Ιουλίου.

 

Κατηγορείτε τους πολιτικούς σας αντιπάλους ότι είναι το παλιό, μήπως και εσείς πολλές φορές συμπεριφερθήκατε με τον ίδιο τρόπο; Ο Πρωθυπουργός είπε ότι «η Αριστερά ξέρει και μπορεί να κυβερνήσει διαφορετικά», έγινε πράξη;

Η σημερινή κυβέρνηση μπόρεσε κάτι που διαδοχικές κυβερνήσεις, προερχόμενες σχεδόν από όλο το πολιτικό φάσμα, δεν μπόρεσαν: έβγαλε τη χώρα από μια περιπέτεια που η οικονομική κρίση αλλά και οι παθογένειες του παλαιού πολιτικού συστήματος την είχαν ρίξει. Ένας από τους βασικούς λόγους που έγινε αυτό είναι γιατί περιορίσαμε δραστικά τη διαφθορά, τη σπατάλη και τις προνομιακές σχέσεις στον δημόσιο τομέα. Δεν θα είχαμε αυτό το αποτέλεσμα, της εξόδου δηλαδή από τα μνημόνια, αν επαναλαμβάναμε πρακτικές και λογικές του παρελθόντος που οδήγησαν στην οικονομική και πολιτική κρίση.

Προφανώς η δημιουργία ενός νέου υποδείγματος πολιτικής δεν είναι εύκολη υπόθεση. Και ναι, υπήρξαν και λάθη. Και ναι, υπήρξαν και αστοχίες. Και ναι, πρέπει εμείς, εννοώ συλλογικά ο ΣΥΡΙΖΑ, να είμαστε οι πιο σκληροί κριτές αυτών των λαθών και των αστοχιών που μπορούν να επιτρέψουν τη λογική του “όλοι ίδιοι είναι”. Την ίδια στιγμή όμως μπορέσαμε να δείξουμε ότι η εξουσία δεν είναι αναγκαίο να συμβαδίζει με τη διαφθορά όπως γινόταν επί χρόνια, αλλά και να αποδείξουμε ότι μπορεί να υπάρχει άσκηση πολιτικής που δεν διαπλέκεται με τα συμφέροντα των ισχυρών, όπως συνέβαινε επι χρόνια. Θα σας πω ένα παράδειγμα από τον δικό μου τομέα ευθύνης. Κάναμε το Υπουργείο Εργασίας ένα ανοιχτό στους εργαζόμενους Υπουργείο, ακούσαμε τα προβλήματα και τις αγωνίες τους, υιοθετήσαμε προτάσεις που μας έφεραν οι ίδιοι και τα σωματεία τους. Συνεργαστήκαμε ουσιαστικά και αξιοποιήσαμε το ανθρώπινο δυναμικό του Υπουργείου και του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας. Επιβάλαμε πρόστιμα σε μεγάλες επιχειρήσεις που παραβίαζαν την εργατική νομοθεσία. Πίσω από κάθε πρωτοβουλία που πήραμε βρίσκονται οι ιστορίες χιλιάδων εργαζόμενων των οποίων η ζωή βελτιώθηκε. Ακούσαμε, διορθώσαμε πράγματα που μας επισημάνθηκαν και κάναμε ένα βήμα για να δείξουμε πως μπορείς να κάνεις πολιτική σε ανοιχτό διάλογο με την κοινωνία. Και αυτό ακόμη κι αν δεν είναι επαρκές, είναι σημαντικό.

 

Έγιναν βήματα στην αγορά εργασίας; Είστε ευχαριστημένη με τα ποσοστά ανεργίας; Βρίσκουν δουλείες οι νέοι άνθρωποι ή συνεχίζουν να μεταναστεύουν;

Είναι ιδιαίτερα σημαντικό, μιας και μιλάμε για νέους ανθρώπους, να πούμε ότι μια χώρα που θέλει να κρατήσει τους νέους της δεν μπορεί να θεσπίζει μέτρα σαν την ρατσιστική διάκριση που έφερε ο υποκατώτατος μισθός για τους νέους κάτω των 25 ετών. Αυτό ως ελάχιστο σχόλιο στα πεπραγμένα του πολιτικού μας αντιπάλου.
Να σας δώσω τώρα κάποια δεδομένα από τα όσα κάναμε εμείς στα εργασιακά: Από το 2015 δημιουργήθηκαν πάνω από 400.000 νέες θέσεις εργασίας, μειώθηκε η ανεργία στο 18%, αυξήθηκε ο κατώτατος μισθός, καταργήθηκε ο υποκατώτατος και επανήλθαν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, μειώθηκε σημαντικά η αδήλωτη εργασία, θεσπίστηκαν κανόνες για την τήρηση των ωραρίων και την πληρωμή των υπερωριών που σε γενικές γραμμές τηρούνται. Αυτά δεν είναι αφηρημένα μέτρα. Αλλάζουν τη ζωή των νέων ανθρώπων. Θα σας πω ένα παράδειγμα από έναν κλάδο με σημαντική παρουσία των νέων ηλικιακά εργαζομένων. Στον κλάδο των ξενοδοχείων η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων  σήμανε ότι οι μέσες αποδοχές των εργαζομένων αυξήθηκαν κατά 103 ευρώ.

Μας αρκεί; Προφανώς όχι. Ανήκω στη γενιά που γνωρίζει καλά την εργασιακή περιπλάνηση, την επισφάλεια, την αίσθηση ότι η δουλειά είναι “προνόμιο” και όχι δικαίωμα. Και δεν θα είμαι ευχαριστημένη, αν δεν καταφέρουμε να διασφαλίσουμε περισσότερες δουλειές με κατοχυρωμένα εργασιακά δικαιώματα για όλους και όλες. Αλλά ξέρετε, σήμερα, περισσότερο από ποτέ, είμαι βέβαιη ότι ο στόχος αυτός δεν είναι ανέφικτος. Δεν είναι ανέφικτος, γιατί καταφέραμε -και δεν εννοώ εδώ μόνη της η κυβέρνηση, αλλά η ελληνική κοινωνία- να μετατρέψουμε αυτό που φάνταζε ανέφικτο -την έξοδο από την κρίση- σε εφικτό. Πλέον μπορούμε περισσότερα. 

Πηγή: Newpost