Τον Αύγουστο του 2018, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ έβγαλε τη χώρα από τα προγράμματα προσαρμογής και έθεσε τις βάσεις για την ανάταξη της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Τα μέτρα που ακολούθησαν ήταν η γενναία αύξηση του κατώτατου μισθού +11%, η κατάργηση του υποκατώτατου μισθού για τους εργαζόμενους κάτω των 25 ετών που οδήγησε σε αύξηση +27% (με πληθωρισμό κάτω από τη μονάδα, 0,6%), η χορήγηση της 13ης σύνταξης σε ετήσια βάση, η επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων, ανάμεσα σε μια σειρά από θεσμικές και οικονομικές παρεμβάσεις για την ενίσχυση του μισθολογικού και μη εισοδήματος και της κοινωνικής συνοχής.
Η πορεία αυτή διακόπηκε τον Ιούλιο του 2019 με την κυβέρνηση της Ν.Δ., η οποία έκτοτε επανέφερε και εμβάθυνε τις πολιτικές απορρύθμισης της αγοράς εργασίας, ενώ και στην οικονομία εφάρμοσε πολιτικές αύξησης των ανισοτήτων. Ενδεικτικά αναφέρω τον αντεργατικό νόμο Χατζηδάκη με την ουσιαστική κατάργηση του 8ωρου και τη θεσμοθέτηση απλήρωτων υπερωριών, την κατάργηση της 13ης σύνταξης, την ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης, την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ με το Δημόσιο να χάνει το 17% ενώ έβαλε περισσότερα από 100 εκατ. στην Αύξηση του Μετοχικού Κεφαλαίου, αλλά και τη μεγάλη φορολογική αναδιανομή προς όφελος των κερδών του κεφαλαίου και των δικαιούχων κεφαλαιουχικών μερισμάτων.
Ήδη από το ξεκίνημα αυτής της πολιτικής τα αποτελέσματα αποτυπώθηκαν στη στατιστική της οικονομικής ανισότητας. Ο βασικός δείκτης οικονομικής ανισότητας, ο “Δείκτης άνισης κατανομής εισοδήματος (συντελεστής Gini)” μετά από μια περίοδο αισθητής μείωσης έως το 2019 αυξάνεται το 2020 και 2021. Αντίστοιχη εικόνα παρουσιάζει και ο “Δείκτης κατανομής εισοδήματος (S80/S20) σε πεντημόρια εισοδήματος”. [i]
Αξίζει να επισημανθεί ότι το 2021, παρά τη δημοσιονομική επέκταση λόγω της πανδημικής κρίσης, ο κίνδυνος φτώχειας, το ποσοστό δηλαδή των ατόμων που ζουν σε νοικοκυριά, των οποίων το συνολικό ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα είναι χαμηλότερο του κατωφλιού της φτώχειας, πριν και μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, επιδεινώθηκε[ii].
Ερχόμενοι στο σήμερα, οι έντονες πληθωριστικές πιέσεις απομειώνουν επιπλέον το πραγματικό εισόδημα, ειδικά των ασθενέστερων και των μεσαίων εισοδηματικά στρωμάτων. Τα ευρήματα πρόσφατης έρευνας του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ είναι αποκαλυπτικά της πραγματικότητας. Τα νοικοκυριά με μηνιαίο εισόδημα έως και 750 ευρώ εμφανίζουν απώλεια αγοραστικής δύναμης που ανέρχεται έως και 40%, ενώ για τα νοικοκυριά με μηνιαίο εισόδημα από 751 έως 1.100 ευρώ η απώλεια αγγίζει το 14%. Αλλά και στις αμέσως επόμενες εισοδηματικές διαστρωματώσεις η απώλεια κινείται σε διψήφιο νούμερο.[iii]
Αρχικά θα πρέπει να γίνει σαφές ότι τα υψηλά ποσοστά πληθωρισμού ξεκίνησαν να καταγράφονται στην ελληνική οικονομία πολύ πριν την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία. Η κυβέρνηση επέλεξε όλο εκείνο το διάστημα να ασπαστεί το αφήγημα του παροδικού φαινομένου, παραδίδοντας την ελληνική οικονομία στη δίνη των πληθωριστικών πιέσεων και της κερδοσκοπίας. Οι εξωγενείς πληθωριστικές πιέσεις βρήκαν ένα πολλαπλασιαστικό περιβάλλον σε μια απορρυθμισμένη οικονομία και αγορά εργασίας, με ολιγοπωλιακή οργάνωση σε καίριους κλάδους (ενέργεια, τρόφιμα) και από τον χαμηλότερο κατώτερο και μέσο πραγματικό μισθό στην ευρωζώνη.
Η κυβερνητική οικονομική πολιτική επικεντρώθηκε στην πληθωριστική φορολόγηση με είσπραξη αυξημένων έμμεσων φόρων από την αύξηση των ονομαστικών τιμών και σε κρατικές επιδοτήσεις που καταλήγουν να τροφοδοτούν την ακρίβεια και στην ουσία ενισχύουν την κερδοφορία συγκεκριμένων ολιγοπωλιακά δομημένων κλάδων. Παράλληλα, η μη άσκηση ουσιαστικής ρυθμιστικής πολιτικής ελέγχων και επιβολής πλαφόν στα κέρδη και στις τιμές οδήγησε σε mark-ups (“καπέλα”) στις τιμές λιανικής από τις μεγάλες αλυσίδες τροφίμων και ειδών διαβίωσης.
Η πολιτική αυτή είναι προφανώς αντικοινωνική. Ως τέτοια όμως δυναμιτίζει και τη βιωσιμότητα της οικονομικής ανάπτυξης. Η διαρκής απάντηση των κυβερνητικών στελεχών περί του μεγάλου δημοσιονομικού μεγέθους των επιδομάτων που έχουν δοθεί, περισσότερο εντείνει τον προβληματισμό, παρά τον μειώνει. Διότι με δεδομένη την όξυνση των ανισοτήτων, την καθήλωση του πραγματικού εισοδήματος και την απονεύρωση του κοινωνικού κράτους, αυτό που τελικά επιβεβαιώνει είναι τη στρατηγική της κυβέρνησης για αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ της ολιγοπωλιακής συσσώρευσης κερδών.
Υπάρχει διέξοδος;
Αναντίρρητα, τα μακροοικονομικά μεγέθη της ελληνικής οικονομίας, όπως και των άλλων οικονομιών, επηρεάζονται, στον ένα ή στον άλλο βαθμό, από τις διεθνείς συνθήκες και ανισορροπίες και την επιβολή της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ. Για αυτό απαιτούνται συντεταγμένες πολιτικές και λύσεις όχι μόνο σε εθνικό αλλά και ευρωπαϊκό – διεθνές επίπεδο που εκτείνονται από την ειρηνική διευθέτηση του Ουκρανικού ως την αποκατάσταση των αλυσίδων αξίας στην ενέργεια και εν γένει στο διεθνές εμπορικό και χρηματοοικονομικό γίγνεσθαι.
Αυτά όμως δεν μπορούν να λειτουργούν ως δικαιολογίες για να εφαρμόζεις σε εθνικό επίπεδο τις ίδιες συνταγές πολιτικής και να αναμένεις ή να υποκρίνεσαι ότι αναμένεις διαφορετικά αποτελέσματα.
Για αυτό, ο εναλλακτικός δρόμος της προοπτικής της ελληνικής οικονομίας διέρχεται από την αλλαγή πολιτικής. Μια προοδευτική οικονομική πολιτική οφείλει να αναγνώσει ξανά τα δεδομένα με όρους δίκαιης ανάπτυξης. Για να αμβλυνθούν οι ανισότητες, μαζί με την μεγέθυνση, η προοδευτική πολιτική οφείλει να συμπεριλάβει σοβαρά στην αναπτυξιακή ατζέντα το σκέλος της κοινωνικά δίκαιης διανομής.
Τα άμεσα μέτρα της προοδευτικής πολιτικής περιλαμβάνουν:
Ρυθμιστική και ελεγκτική πολιτική στις αγορές ενέργειας και καυσίμων και στη λειτουργία εν γένει των αγορών ώστε να αντιμετωπιστεί η ολιγοπωλιακή αισχροκέρδεια.
Περιστολή της έμμεσης πληθωριστικής φορολόγησης: Του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης καυσίμων στο κατώτερο επιτρεπτό επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΦΠΑ στα τρόφιμα στον χαμηλότερο συντελεστή.
Αναπλήρωση του χαμένου πραγματικού εισοδήματος, για τα χαμηλά και μεσαία εισοδηματικά στρώματα και τον κόσμο της εργασίας ιδιωτικού και δημόσιου τομέα με άμεση αύξηση του κατώτατου μισθού στα 800 ευρώ και θέσπιση της Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής.
Ρύθμιση της αγοράς εργασίας: Επανακατοχύρωση των συλλογικών συμβάσεων και προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων και σχέσεων. Σταδιακή εφαρμογή του 35ωρου χωρίς μείωση των αποδοχών.
Θωράκιση του κοινωνικού κράτους και των δημόσιων καθολικών δομών στην υγεία, παιδεία, πρόνοια.
Συνολικό πλαίσιο διαχείρισης του ιδιωτικού χρέους προς την εφορία, τα ασφαλιστικά ταμεία και τον χρηματοπιστωτικό τομέα, με ουσιαστική προστασία της πρώτης λαϊκής κατοικίας, της αγροτικής γης και της μικρομεσαίας επιχείρησης.
Επανασχεδιασμός και ανακατεύθυνση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ, δημιουργώντας όρους ευρείας συμμετοχικής ανάπτυξης και στήριξης της παραγωγικής ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας.
Εφαρμογή ολοκληρωμένου πλαισίου στεγαστικής πολιτικής που εξασφαλίζει τις ποσοτικές και ποιοτικές ανάγκες στέγασης του πληθυσμού και προφυλάσσει την αγορά ενοικίων και την ξενοδοχειακή αγορά από ανεξέλεγκτες μορφές βραχυχρόνιας μίσθωσης.
ΑΝΑΦΟΡΕΣ
[1] https://www.statistics.gr/documents/20181/89686396-5d14-f1c5-b4aa-24e105bba7f2
[1] https://www.statistics.gr/documents/20181/17768614/LivingConditionsInGreece_1122.pdf/d1d9a107-cc10-767b-a78b-b867cd8d47db
[1] https://www.inegsee.gr/#news
[i] https://www.statistics.gr/documents/20181/89686396-5d14-f1c5-b4aa-24e105bba7f2
[ii] https://www.statistics.gr/documents/20181/17768614/LivingConditionsInGreece_1122.pdf/d1d9a107-cc10-767b-a78b-b867cd8d47db
[iii] https://www.inegsee.gr/#news
Εφη Αχτσιόγλου