“Δεν αντιπαραθέτουμε μέτρα σε μέτρα. Αντιπαραθέτουμε συνολική στρατηγική. Ένα συνεκτικό πρόγραμμα ανασυγκρότησης της κοινωνίας και της οικονομίας” υπογραμμίζει μιλώντας στην ΑΥΓΗ της Κυριακής η τομεάρχης οικονομικών του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία.
Η Έφη Αχτσιόγλου αποδομεί τις εξαγγελίες Μητσοτάκη από τη ΔΕΘ -το «για ποιους κάνεις πολιτική», όταν κυβερνάς, είναι η ταυτότητα κάθε πολιτικής δύναμης-, ενώ περιγράφει την πρόταση που κατέθεσε χθες το βράδυ στο Βελλίδειο ο Αλέξης Τσίπρας. Μεταξύ άλλων επισημαίνει την κεντρική θέση του ΣΥΡΙΖΑ – Π.Σ. για αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των λαϊκών νοικοκυριών και της μεσαίας τάξης, με φοροελαφρύνσεις στοχευμένες στα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, αλλά και με αύξηση του κατώτατου μισθού. “Όχι μόνο την αντέχει η οικονομία, αλλά και τη χρειάζεται, όπως και οι εργαζόμενοι την έχουν απόλυτη ανάγκη” λέει χαρακτηριστικά.
Τονίζει επίσης πως η πολιτική αλλαγή είναι εφικτή, “αλλά κυρίως είναι αναγκαία”, ενώ εκφράζει την εκτίμηση ότι έχουν αρχίσει να διαμορφώνονται οι όροι για την επίτευξή της.
* Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι οι εξαγγελίες Μητσοτάκη στη ΔΕΘ έβαλαν σε πρώτο πλάνο την προοπτική των νέων. Γιατί εσείς μιλάτε για εξαπάτηση;
Μιλάμε για τον πρωθυπουργό που τα τελευταία δύο χρόνια εξακολουθητικά στοχοποιεί τους νέους: τους χρέωσε την ευθύνη για την πανδημία, τους αντιμετωπίζει με βία και αυταρχισμό, τους εκδίωξε από τα δημόσια πανεπιστήμια, μείωσε τους μισθούς τους με απλήρωτες υπερωρίες και κατάργηση του οκτάωρου.
Αυτός ο πρωθυπουργός θέλησε στη ΔΕΘ να αντιστρέψει την εικόνα με μία προκλητική επιχείρηση εξαπάτησής τους. Όμως έκανε τα πράγματα πολύ χειρότερα για τον ίδιο. Εμφάνισε το λεγόμενο «πρώτο ένσημο» ως ένα πρόγραμμα με αμοιβή 1.200 ευρώ για τους νέους εργαζόμενους. Ήταν ένα ψέμα με ζωή λίγων ωρών.
Η αλήθεια είναι πως τα 1.200 ευρώ αφορούν διάστημα εξαμήνου και απ’ αυτά τα μισά θα πηγαίνουν στην επιχείρηση. Ο εργαζόμενος δηλαδή θα λάβει μόλις 100 ευρώ τον μήνα από το πρόγραμμα. Προγράμματα με πολύ καλύτερους όρους απ’ αυτό εκπονούνται εδώ και χρόνια από τον ΟΑΕΔ. Πρόκειται για προσβλητική κουτοπονηριά που προστίθεται σε άλλες επιχειρήσεις εξαγοράς των νέων, όπως τα δωρεάν data.
* Μέτρα όπως η κατάργηση του φόρου στις γονικές παροχές και η αναστολή της εισφοράς αλληλεγγύης δεν κινούνται στη σωστή κατεύθυνση;
Το αφορολόγητο των 800.000 ευρώ για γονικές παροχές και δωρεές έχει ξεκάθαρη στόχευση. Ευνοεί όσους έχουν πολύ υψηλά εισοδήματα, μεγάλες καταθέσεις και ακίνητες περιουσίες. Όχι τα λαϊκά νοικοκυριά και τα μεσαία εισοδήματα. Την ίδια ώρα, θυμίζω, μειώνεται και ο φόρος των κερδών των επιχειρήσεων και ο φόρος συγκέντρωσης κεφαλαίου.
Η αναστολή της εισφοράς αλληλεγγύης το 2022, στον ιδιωτικό τομέα, είναι μέτρο ήδη γνωστό εδώ και μήνες, ψηφισμένο στο Μεσοπρόθεσμο, που ίσχυσε και φέτος. Δεν είναι νέο μέτρο. Άρα, παρότι ο κ. Μητσοτάκης επιχείρησε και πάλι με κουτοπονηριά να το εμφανίσει ως νέα παρέμβαση για την ανακούφιση της κοινωνίας, οι πολίτες δεν πρόκειται να δουν κάποια αλλαγή στην καθημερινότητά τους. Μάλιστα, εξακολουθεί να εξαιρεί τους εργαζόμενους στο Δημόσιο και τους συνταξιούχους.
Προσέξτε όμως και το εξής: Ακόμη και για τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα, το μέτρο αφορά όσους έχουν εισόδημα άνω των 12.000 ευρώ τον χρόνο. Η κυβέρνηση, με τις εργασιακές αντιμεταρρυθμίσεις που εφαρμόζει, έχει στο μεταξύ εμμέσως μειώσει τους μισθούς χιλιάδων εργαζομένων. Άρα το μέτρο της έχει ακόμη λιγότερη κοινωνική αναφορά.
Είναι, λοιπόν, πολύ σαφής ο σχεδιασμός των μέτρων που εφαρμόζει η Ν.Δ. Επιλέγει να ευνοεί τα ανώτατα εισοδήματα, τους λίγους. Και το «για ποιους κάνεις πολιτική» όταν κυβερνάς είναι η ταυτότητα κάθε πολιτικής δύναμης.
Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνουμε στο ζήτημα των ανατιμήσεων. Εδώ η κυβέρνηση πραγματικά δίνει τα ρέστα της επιλέγοντας να μην παρεμβαίνει στην αγορά και επιτρέποντας την κερδοσκοπία των καρτέλ, αλλά και ανακοινώνοντας ημίμετρα που επ’ ουδενί δεν μπορούν να ανακουφίσουν τηνκοινωνία από τις αυξήσεις που ήδη έχουν μετακυλιστεί στα βασικά είδη διατροφής. Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ καταθέτει συγκεκριμένες προτάσεις για το ζήτημα, που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων και παρέμβαση στον ειδικό φόρο κατανάλωσης
* Ποιες θα έπρεπε να είναι, κατά τη γνώμη σας, οι φοροελαφρύνσεις αλλά και τα μέτρα ενίσχυσης της εργασίας; Τι περιμένουμε να ακούσουμε από τον Αλέξη Τσίπρα στη ΔΕΘ;
Στο δικό μας πρόγραμμα στόχος είναι η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των λαϊκών νοικοκυριών και της μεσαίας τάξης. Άρα και οι φοροελαφρύνσεις είναι στοχευμένες στα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα. Διότι, όταν δεν είναι στοχευμένες σ’ αυτά τα στρώματα και είτε είναι οριζόντιες είτε ακόμη χειρότερα αφορούν μόνο τα ανώτατα στρώματα, δεν μπορεί να υπάρξει και ισχυρό κοινωνικό κράτος, σοβαρό σύστημα δημόσιας Υγείας, Παιδείας, κοινωνικής προστασίας. Τότε τα λαϊκά νοικοκυριά επιβαρύνονται ακόμη περισσότερο.
Σε αυτό το πλαίσιο κινούνται και οι προτάσεις μας οι οποίες θα αφορούν μεταξύ άλλων την εισφορά αλληλεγγύης και το τέλος επιτηδεύματος.
Όσο για τους εργαζόμενους, τα πλέον κρίσιμα μέτρα του προγράμματός μας είναι η αύξηση του κατώτατου μισθού, η στήριξη της πλήρους εργασίας με συλλογικές συμβάσεις, το 35ωρο χωρίς φυσικά μείωση μισθού.
Προσέξτε όμως. Δεν αντιπαραθέτουμε μέτρα σε μέτρα. Αντιπαραθέτουμε συνολική στρατηγική. Ένα συνεκτικό πρόγραμμα ανασυγκρότησης της κοινωνίας και της οικονομίας. Αυτό παρουσίασε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ στη ΔΕΘ.
* Αντέχει η οικονομία την αύξηση του κατώτατου μισθού;
Όχι μόνο την αντέχει, αλλά και τη χρειάζεται, όπως και οι εργαζόμενοι την έχουν απόλυτη ανάγκη.
Έχουμε πλέον ένα σημαντικό προηγούμενο. Η αύξηση που κάναμε το 2019 (11% και 27% για τους νέους) έδειξε ότι η αναπτυξιακή δυναμική στην οικονομία όχι απλώς δεν ανεκόπη, αλλά επιταχύνθηκε, συνεχίστηκε η μείωση της ανεργίας, αυξήθηκε η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων, τονώθηκε η αγορά. Επιβεβαιώθηκε λοιπόν και εν τοις πράγμασι η πάγια θέση μας για τη σημασία του μισθού στη συνολική λειτουργία της οικονομίας.
* Τι πρέπει να διεκδικήσει η κυβέρνηση για την αλλαγή στο Σύμφωνο Σταθερότητας;
Η κυβέρνηση έπρεπε ήδη να πρωτοστατεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο στο αίτημα αλλαγής του Συμφώνου Σταθερότητας. Δεν μπορεί η Ευρώπη μετά τη σκληρή δοκιμασία της πανδημίας και της οικονομικής κρίσης, περίοδο κατά την οποία υποτίθεται πως έγινε κατανοητή η σημασία των δημοσίων δαπανών για την ενίσχυση της δημόσιας Υγείας και τη στήριξη της πραγματικής οικονομίας, να επιστρέψει στις λογικές της λιτότητας, στο κυνήγι υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων.
Αυτό προϋποθέτει ότι το Σύμφωνο Σταθερότητας δεν θα επικεντρώνεται αποκλειστικά στον όγκο χρέους των κρατών. Ιδίως τώρα που τα περισσότερα κράτη έχουν αυξήσει το δημόσιο χρέος τους.
Καταρχάς λοιπόν ο ούτως ή άλλως αυθαίρετος κανόνας για 60% χρέος / ΑΕΠ θα πρέπει να αλλάξει. Η σύγκλιση θα πρέπει να επιδιωχθεί στη βάση κοινωνικών δεικτών που αφορούν τη μείωση της ανεργίας και της φτώχειας, την καταπολέμηση των ανισοτήτων, αλλά και την ανθεκτικότητα των κρατών απέναντι σε επερχόμενες κρίσεις.
Το τελευταίο υπονοεί ότι η δοκιμασία της πανδημίας δεν θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως ένα παροδικό φαινόμενο και να επιστρέψει μετά η Ε.Ε. σε business as usual, αλλά να γίνει κατανοητό ότι, με δεδομένη την κλιματική αλλαγή, παρόμοιες προκλήσεις θα έχουμε συνεχώς μπροστά μας και άρα θα πρέπει να χτίσουμε σταθερό πλαίσιο προστασίας των κοινωνιών. Δεν βλέπω την κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη να συμμετέχει σε τέτοιες συζητήσεις ούτε προβλέπεται να το κάνει.
* Πιστεύετε ότι είναι εφικτή η πολιτική αλλαγή; Θα το διεκδικήσετε; Σας ανησυχεί μήπως σε ενδεχόμενη εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ παραλάβετε μια οικονομική κατάσταση στο όριο που θα σας αναγκάσει να διαχειριστείτε ξανά ένα Μνημόνιο;
Η πολιτική αλλαγή ασφαλώς είναι εφικτή, αλλά κυρίως είναι αναγκαία, και έχουν αρχίσει να διαμορφώνονται οι όροι για την επίτευξή της. Πλέον η δεδομένη κοινωνική δυσαρέσκεια προς το καθεστώς του κ. Μητσοτάκη μετουσιώνεται σε πολιτικό αίτημα. Οι στιγμές είναι κρίσιμες.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι έτοιμος να αναλάβει την ευθύνη ανασυγκρότησης της χώρας, το αποδεικνύει εξάλλου και η πληρότητα των προγραμματικών μας θέσεων, και σταδιακά εμπνέουμε ολοένα και μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στην κοινωνία. Πράγματι η Ν.Δ., για μία ακόμη φορά, με τη διακυβέρνησή της υπονομεύει τις προοπτικές της χώρας, και στο πεδίο της οικονομίας, όμως αυτός είναι ένας ακόμη λόγος να μην της επιτρέψουμε να συνεχίσει.