Η ΕΔΑ εξηγεί την Ελλάδα ή η Ελλάδα την ΕΔΑ;
Θεωρώ το βιβλίο της Κατερίνας Λαμπρινού ένα από τα σημαντικότερα πολιτικά βιβλία της τελευταίας περιόδου. Καταφέρνει να ανασύρει ένα παραμελημένο πέρα από τους ειδικούς θέμα και του δίνει μια απροσδόκητη επικαιρότητα.
Είναι ένα βιβλίο που θα διαβαστεί διαφορετικά από τις διαφορετικές ηλικίες. Η δική μου έζησε την ΕΔΑ με τα μάτια του παιδιού. Την ταύτισε με τον προδικτατορικό Ηλία Ηλιού, τον Γρηγόρη Λαμπράκη, τον Μανώλη Γλέζο, τη μουσική του Μίκη, αλλά και το ΚΒ Αστυνομικό Τμήμα Ν. Σμύρνης όταν καλούσε γονείς και συγγενείς «δι’ υπόθεσίν των». Ύστερα χωρίς να ξεχάσει, την έχασε. Στη Μεταπολίτευση η ΕΔΑ έγινε παρελθόν. Κάτι σαν υποχρεωτική παρένθεση στην ιστορική εξέλιξη του ΚΚΕ. Και το μεν ΚΚΕ του Φλωράκη την απαξίωσε, το δε ΚΚΕ Εσωτερικού την αξιοδότησε εντάσσοντάς την στη γενεαλογία της Ανανέωσης.
Και έρχεται μια νέα γενιά, χρονικά μακριά από το δράμα, με νέα εργαλεία, για να την ανασύρει και να της δώσει μια συναρπαστική ζωή. Και μόνο αυτό, κάνει το βιβλίο σταθμό. Και όπως κάθε σταθμός, έχει προηγούμενους. Τις αναλύσεις του αείμνηστου Πάνου Δημητρίου, του Τάκη Μπενά, του Άγγελου Ελεφάντη, το δίτομο έργο-μαρτυρία του Τάσου Τρίκκα, και βεβαίως τη δουλειά που έγινε επί χρόνια στα ΑΣΚΙ.
Φορέας του κομμουνιστικού κινήματος
Η επιτυχία και η πρωτοτυπία της Λαμπρινού είναι ότι επιχειρεί με αποφασιστικό τρόπο μια αντιστροφή. Αντί να δει την ΕΔΑ μέσα από τα μάτια των ΚΚ, βλέπει την ΕΔΑ ως τον φορέα του κομμουνιστικού κινήματος στη μετεμφυλιακή Ελλάδα. Ενός κινήματος που μοιράζεται τη γενική πορεία των δυτικοευρωπαϊκών ΚΚ ως τη δεκαετία του 1960. Μετριάζει το «γεωγραφικό δυϊσμό» (ηγεσία ΚΚΕ στο εξωτερικό – ηγεσία της ΕΔΑ στο εσωτερικό) που τόσο καθόρισε τη μεταπολιτευτική ματιά στο ζήτημα, αναδεικνύει την ΕΔΑ-ΚΚΕ σαν το ενιαίο σώμα μέσα στο οποίο, εγκάρσια, οριζόντια και ταυτόχρονα, εκδηλώθηκαν οι αντιφάσεις, τα διλήμματα, οι καινοτομίες αλλά και οι καθηλώσεις του ευρύτερου δυτικού κομμουνιστικού κινήματος. Και μόνο όταν η ΕΔΑ τοποθετηθεί σταθερά σε αυτό το πλαίσιο – στον Κομμουνισμό του σύντομου 20ού αιώνα – μόνο τότε αναζητούνται οι ελληνικές ιδιοτυπίες
Η ίδια κάνει την επιλογή να αρχίσει τη μελέτη από το 1956. Αρχίζει δηλαδή, όχι όταν η ελληνική Αριστερά ανασυγκροτείται μετά την ήττα στον Εμφύλιο, αλλά όταν το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα μπαίνει σε κίνηση μετά το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, και η ΕΔΑ γίνεται ενιαίο κόμμα.
Η μεθοδολογία της Λαμπρινού είναι στέρεη. Συνδυάζει: πολιτική ιστορία – πολιτική επιστήμη και συγκριτική πολιτική – ιστορία των ιδεών της Αριστεράς με ιδιαίτερη ευαισθησία στην πολιτισμική διάσταση της Πολιτικής.
Το βιβλίο παρακολουθεί την εξέλιξη της ΕΔΑ σε τρία επίπεδα: Πολιτική – Οικονομία και Κοινωνία – Πολιτισμός.
Από την τάξη στον λαό
Το οικονομικοκοινωνικό επίπεδο ήταν ίσως το λιγότερο σημαντικό για τη συνολική φυσιογνωμία της ΕΔΑ-ΚΚΕ. Ακολούθησε το γενικό κανόνα των δυτικών ΚΚ. Άργησαν να καταλάβουν τη δυναμική του «νεοκαπιταλισμού», της «χρυσής εποχής» της μεταπολεμικής ανάπτυξης κατά την ορολογία του Χόμπσμπάουμ, τις αλλαγές του φορντικού κύκλου και κυρίως τις τάσεις διεθνοποίησης.
Η ελληνική Αριστερά ήταν περισσότερο δικαιολογημένη γιατί η ανάπτυξη άρχισε με χρονική υστέρηση και η εκβιομηχάνιση, σημαντική για τη χώρα, ήταν εντούτοις περιορισμένη για να δημιουργήσει μια ισχυρή βιομηχανική εργατική τάξη – κεντρικό ταξικό υποκείμενο για την κομμουνιστική ιδεολογία. Η ΕΔΑ, όπως αργότερα το σύνολο της ευρύτερης Αριστεράς, πέρασε εύκολα «από την τάξη στον λαό», αντικατέστησε δηλαδή εύκολα τον ιδεολογικό – πολιτικό λόγο που είχε ως άξονα την «τάξη» με το λόγο που είχε ως βάση τον «λαό». Το πρόβλημά της ήταν ο υπερβολικός κρατισμός και όχι ο «ουβριερισμός», όπως στα άλλα μεγάλα δυτικά ΚΚ που συνδέονταν με ισχυρά φίλια συνδικάτα, όπως η ιταλική CGIL και η γαλλική CGT.
Η διαιρετική τομή Δεξιά – Αντιδεξιά
Το δυνατότερο τμήμα του βιβλίου αφορά στην πολιτισμική και πολιτική δράση της ΕΔΑ. Ήταν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Η ηττημένη Αριστερά κατηγορούμενη για εθνική προδοσία, θύμα των διώξεων, κάπου μεταξύ αποδεκτού και μη αποδεκτού παίκτη στο εθνικό κοινοβουλευτικό πλαίσιο της περιορισμένης Δημοκρατίας, επιχειρεί και φτιάχνει τη δική της «διαιρετική τομή». Έναντι της τομής εθνικοφροσύνη – κομμουνιστές, καλλιεργεί μεθοδικά τη διαιρετική τομή Δεξιά – Αντιδεξιά. Κοντολογίς, το βιβλίο δείχνει πώς η Αντιδεξιά στη μετεμφυλιακή περίοδο ήταν καταρχάς έργο της ΕΔΑ-ΚΚΕ πριν γίνει στη μεταπολιτευτική θεμέλιο του αντρεϊκού ΠΑΣΟΚ.
Το εγχείρημα της ΕΔΑ όμως δεν ήταν απλώς μια πολιτική συμμαχιών με τα κόμματα του κατακερματισμένου Κέντρου. Στην πραγματικότητα, οικοδομεί ένα ηγεμονικό ιστορικό-πολιτικό υποκείμενο που θα σημαδέψει τον τόπο επί δεκαετίες. Οικοδομεί την εθνική-λαϊκή δημοκρατική παράταξη, τον πραγματικό πρωταγωνιστή του βιβλίου, η οποία θα αντιπαρατεθεί στην «παράταξη της εθνικοφροσύνης» της νικήτριας Δεξιάς.
Έθνος – Λαός – Δημοκρατία ήταν τα υλικά που χρειάστηκαν για την κατασκευή της παράταξης. Κομμουνιστική ιδεολογία σε φάση αναθεωρήσεων – εθνικολαϊκή κουλτούρα – δραματικά πολεμικά βιώματα της κοινωνίας, αναμείχτηκαν σε μια στρατηγική που ήταν ταυτόχρονα πολιτική και πολιτισμική. Η Λαμπρινού εξηγεί με συναρπαστικό τρόπο αυτή τη διαδικασία «κατασκευής» της εθνικής – λαϊκής αντιδεξιάς παράταξης. Κατασκευή που είχε τρεις πυλώνες:
(α) Ανακατασκευή της ιστορικής μνήμης. Η ΕΔΑ θα συναιρέσει το αφήγημα της ανολοκλήρωτης και προδομένης Επανάστασης του 1821 με το αφήγημα της προδομένης Εθνικής Αντίστασης. Στη βάση αυτή θα προβάλει την Αριστερά ως την τελευταία ενσάρκωση μιας διαχρονικής αντιστασιακής ταυτότητας. Επιστημονικά το αφήγημα είναι απολύτως απορριπτέο σήμερα. Όμως πολιτικά και ιδεολογικά ήταν εξαιρετικά αποτελεσματικό τότε, ενώ (κακώς) συνεχίζει να επηρεάζει ακόμα και σήμερα.
(β) Προέβαλε την ηθική του «αριστερού ανθρώπου» ως πρότυπου που συνένωνε εθνικές αξίες: φιλότιμο, τιμιότητα, λεβεντιά. Πρότυπο που το αντιπαρέθετε, με μεγάλη δόση κοινωνικού συντηρητισμού θα πρέπει να τονίσουμε, στον αμερικάνικο τρόπο ζωής και στα νέα ρεύματα της διεθνούς νεανικής κουλτούρας που λίγα χρόνια αργότερα (1968) θα έγραφαν ιστορία.
(γ) Επεξεργάστηκε μια λαϊκότροπη ελληνικότητα. Πολυεπίπεδο εγχείρημα που όμως είχε ως κεντρικό όνομα τον Μίκη Θεοδωράκη. Τη συνάντηση και τη σύνθεση του λαϊκού με την έντεχνη μουσική και την υψηλή διανόηση, κυρίως της γενιάς του ’30. Ήταν ένα υπόδειγμα που μπορούσε να μεταφερθεί από τον πολιτισμό στην πολιτική: Η λαϊκότητα αποκτούσε φωνή μέσω της Πρωτοπορίας. Σαν να αποκτούσε παραδειγματική μορφή η σχέση μαζών-κόμματος καθοδηγητή.
Εκ των υστέρων μπορεί να αναρωτηθούμε: Η Αριστερά υιοθετούσε τη Γενιά του ’30 δίνοντάς της μια λαϊκή βάση; Ή αντιστρόφως, η Γενιά του ΄30 επέβαλε τον κανόνα της ενσωματώνοντας την Κομμουνιστική Αριστερά; Ας μην ξεχνάμε όμως ότι δίπλα σε αυτή την κυρίαρχη εθνικολαϊκή συνιστώσα τής πολιτισμικής πολιτικής της ΕΔΑ, υπήρχαν άλλες δυναμικές φωνές που επικοινωνούσαν με το μοντερνισμό της εποχής.
Ό,τι πάντως και να συνέβη, όπως τη δεκαετία του 1930 έτσι και τη δεκαετία του 1960, παρήχθη υψηλή Τέχνη και δημιουργήθηκε ένα πολιτικό – πολιτισμικό κίνημα με κορμό τους «Λαμπράκηδες». Χάρη σε αυτή τη συνένωση η Αριστερά θα ηγεμονεύσει αισθητικά και ιδεολογικά για μακρά περίοδο. Και η εικόνα θα γίνει πληρέστερη αν προσθέσουμε έναν νεαρό με γυαλιά και μουστάκια που στις αρχές της δεκαετίας του ’60 έπιανε τα μηνύματα της νέας εποχής μέσα από το χώρο της Αριστεράς. Τον Διονύση Σαββόπουλο.
Το έθνος στο επίκεντρο
Όπως φαίνεται το έθνος βρέθηκε στο επίκεντρο αυτής της κατασκευής. Όλα τα δυτικά ΚΚ το επικαλέστηκαν για να αποσείσουν την κατηγορία της σοβιετοδουλείας και να ανιχνεύσουν τους «εθνικούς δρόμους στο σοσιαλισμό». Στη μετεμφυλιακή ελληνική Αριστερά η επίκληση του έθνους είχε ζωτικότερη σημασία. Έπρεπε να αντικρούσει την κατηγορία της εθνικής μειοδοσίας. Είχε όμως και την ευκολία της: την ευρείας αποδοχής «ρωσοφιλία», τον ορθόδοξο αντιδυτικισμό και επιπλέον το Κυπριακό, που στη δεκαετία του 1950 έφερε σε δύσκολη θέση τη φιλοαμερικανική Δεξιά και διευκόλυνε τη φιλοσοβιετική Αριστερά.
Αντιθέτως, πολύ πιο προβληματική και ελλειμματική αποδείχτηκε η επεξεργασία της ΕΔΑ (και του ΚΚΕ) στην επαναξιοδότηση της Δημοκρατίας. Όλα τα δυτικά ΚΚ, ενσωματωνόμενα στο εθνικό πολιτικό πλαίσιο κλήθηκαν να κάνουν τους λογαριασμούς τους με τη Δημοκρατία που σταθεροποιείτο εκείνη την εποχή στην Ευρώπη μετά τους αυταρχισμούς του Μεσοπολέμου. Η τροχιά που διέγραψαν ήταν από τον αριστερό αντιφασισμό (όχι κατ’ ανάγκη φιλελευθερο-δημοκρατικό) στην αποδοχή της Δημοκρατίας «χωρίς επίθετα».
Αυτό που στην περίπτωση της ΕΔΑ-ΚΚΕ εντυπωσιάζει είναι το χάσμα μεταξύ πρακτικής και θεωρίας. Πρακτικά, όλη η πολιτική προσπάθεια ήταν ο εκδημοκρατισμός. Την ίδια ώρα, ο θεωρητικός προβληματισμός για τη σχέση Δημοκρατίας – Σοσιαλισμού που αποτελούσε κεντρικό άξονα για τα δυτικά ΚΚ, στην ελληνική Αριστερά είναι υποτυπώδης. Δεν με πείθει το επιχείρημα, το υιοθετεί η Λαμπρινού, ότι η ΕΔΑ, όντας μη κομμουνιστική, δεν είχε στους στόχους της τον Σοσιαλισμό, άρα παρέκαμπτε και τη σχέση του με τη Δημοκρατία. Νομίζω ότι πρέπει να αναζητήσουμε τις αιτίες τόσο στα ιδεολογικά βαρίδια και τη χαμηλή θεωρητική συγκρότηση της ελληνικής Αριστεράς, όσο και σε διακομματικά χαρακτηριστικά της εθνικής πολιτικής κουλτούρας. Κρατώντας πάντως και την πολύ χρήσιμη παρατήρηση της Λαμπρινού ότι ο Αντιδεξισμός της ΕΔΑ δεν παρήγαγε έναν αξιόλογο μεταρρυθμιστικό λόγο, ούτε με μια σοβαρή στρατηγική διαρθρωτικών αλλαγών.
Το «σταυρικό σημείο» του Ηλία Ηλιού
Ξέρουμε από την ιστορία ότι η επιτυχία της ΕΔΑ να συμβάλει στην επιβολή της διαιρετικής τομής Δεξιά – Αντιδεξιά στη δεκαετία του 1960, θα είναι η απαρχή τής υποχώρησής της, καθώς η ΕΚ θα κατακτήσει βαθμιαία την ηγεμονία στον αντιδεξιό χώρο. Ήταν το περίφημο «σταυρικό σημείο» του Ηλία Ηλιού. Τότε η ΕΔΑ-ΚΚΕ θα αναδιπλωθεί ιδεολογικά στη σκληρότερη όψη της ταυτότητάς της: την κομμουνιστική. Είναι ίσως σημαδιακά τα χρόνια 1963-65. Σαν η ΕΔΑ να εκρήγνυται και από την έκρηξη θα βγαίνουν τα μεταπολιτευτικά ΚΚΕ, και ένα μέρος του ΠΑΣΟΚ. ΄Ενα μέρος, γιατί δεν πρέπει να δούμε το ΠΑΣΟΚ του Αντρέα σαν συνέχεια της εθνικής-λαϊκής αντιδεξιάς παράταξης για την οποία πάσχιζε η ΕΔΑ. Η κρίση του 1965 και η δικτατορία είχαν παραγάγει έναν αυτόνομο κεντρογενή Αντιδεξισμό. Πολυπληθέστερο του προηγούμενου, αλλά και διαφορετικό. Όχι μόνο γιατί άλλος ήταν ο κύριος φορέας, το Κέντρο και όχι η Αριστερά, αλλά και γιατί άλλη ήταν η εθνική ατμόσφαιρα. Δεν ήταν πια η ηττημένη Εθνική Αντίσταση, αλλά η «νικηφόρα» (η υποτιθέμενη νικηφόρα) Αντιδικτατορική Αντίσταση. Αλλά εδώ θα ανοίγαμε ένα νέο κεφάλαιο. Μια μόνο παρατήρηση για το ψυχολογικό κλίμα της κάθε εποχής. Κάπου η Λαμπρινού παρατηρεί ότι η μετεμφυλιακή Ελλάδα αντιμετωπίζεται σαν «αντιηρωική» μεταξύ δύο ηρωικών περιόδων, της Εθνικής Αντίστασης και του αντιδικτατορικού αγώνα. Θα ήταν λάθος. Εκτός του ότι επί Δικτατορίας δεν υπήρξε μαζική αντίσταση, θα υποτιμούσαμε τον καθημερινό ηρωισμό του απλού αριστερού της μετεμφυλιακής Ελλάδας.
Το βάρος της εθνικής ιδέας
Ο Γκράμσι έλεγε ότι «το να γράφεις την ιστορία ενός κόμματος είναι σαν να γράφεις την εθνική ιστορία μέσω μιας μονογραφίας που θέλει να αναδείξει κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της χώρας». Διαβάζοντας το βιβλίο αναθυμάσαι συχνά αυτή τη σκέψη. Αναρωτιέσαι όμως ποια είναι η μονογραφία εν προκειμένω: η ΕΔΑ εξηγεί την Ελλάδα ή η Ελλάδα την ΕΔΑ; Θέλω να πω ότι με τα μάτια του σήμερα, το βιβλίο επειδή ακριβώς είναι συγκριτικό, μάς βοηθά να καταλάβουμε καλύτερα κάποιες εγχώριες πραγματικότητες: όπως π.χ. το βάρος της εθνικής ιδέας και του εθνικισμού στην ελληνική πολιτική κουλτούρα. Σαν όλες οι ιστορικές πολιτικές παρατάξεις να αποτέλεσαν φορείς και παραλλαγές της εθνικής ιδέα και τελικά του εθνικισμού.
Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, που η πραγματικά ηγεμονική αισθητική και πολιτισμική κατασκευή της εθνικής-λαϊκής παράταξης ξεπέρασε την έννοια της ηγεμονίας και έγινε συλλογικό υπερκομματικό στερεότυπο που μπορεί να συνοδεύει σήμερα τα συλλαλητήρια για τη Μακεδονία.
Είναι ίσως ένα δείγμα της απροσδόκητης επικαιρότητας του βιβλίου. Και πιστοποιεί τη χρησιμότητά του για τον αναστοχασμό τόσο της ευρύτερης Αριστεράς σε όλες της τις εκδοχές, όσο και της εθνικής πολιτικής ζωής.
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι Καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.
Πηγή: Η Εποχή