Με αφορμή την έκδοση στα ελληνικά του εμβληματικού μυθιστορήματος «Φοβάμαι, ταυρομάχε» (εκδόσεις Καστανιώτη), θυμόμαστε αυτή τη μοναδική προσωπικότητα της χιλιανής λογοτεχνίας, τον μοναχικό αγωνιστή ενάντια στο καθεστώς του Πινοτσέτ, που συστηνόταν ως «φτωχός, κομμουνιστής και αδερφή», ήταν όμως, όπως έλεγε ο Ρομπέρτο Μπολάνιο, «ο κατ’ εξοχήν επαναστάτης της γενιάς μου».
Είναι 12 Οκτωβρίου 1989 στο Σαντιάγο. Η επέτειος της «ανακάλυψης» της Αμερικής από τον Κολόμβο. Μπροστά στο κοινό, στο πάτωμα, είναι απλωμένος ένας λευκός χάρτης της Νότιας Αμερικής, σπαρμένος με σπασμένα μπουκάλια από κόκα-κόλα. Επάνω του, οι συγγραφείς και καλλιτέχνες Πέδρο Λεμεμπέλ και Φρανσίσκο Κάσας χορεύουν ξυπόλυτοι μια «κουέκα», τον παραδοσιακό χορό της Χιλής, και με κάθε τους βήμα τα πόδια τους ματώνουν, ο χάρτης κοκκινίζει από το αίμα τους, και ο ήχος από τα γυαλιά που θρυμματίζονται γεμίζει τον χώρο.
Οι δύο περφόρμερ έχουν στο στήθος τους μικρόφωνα και οι θεατές ακούν τους χτύπους της καρδιάς τους που υπογραμμίζουν τον ρυθμό. Είναι οι «Φοράδες της Αποκάλυψης», ένα δίδυμο αντικουλτούρας που έδρασε στη Χιλή μεταξύ 1987 και 1995, ασκώντας κριτική τόσο στο πολιτικό σύστημα όσο και στον συντηρητικό κόσμο της τέχνης. Εκείνη τη μέρα που οι λαοί της ηπείρου τιμούν τα θύματα της αποικιοποίησης, οι δυο τους πραγματοποίησαν μία από τις πιο συγκλονιστικές περφόρμανς καταγγελίας της ισπανικής αποικιοκρατίας, του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ και των αιματοβαμμένων δικτατοριών στη Λατινική Αμερική. Η δικτατορία του Πινοτσέτ μετρούσε τότε 16 χρόνια βίας.
Tο όνομα Πέδρο Λεμεμπέλ γράφηκε στους τοίχους του Σαντιάγο στη διάρκεια της λαϊκής εξέγερσης που ξέσπασε (και πιθανό να ξαναφουντώσει) στη Χιλή πριν από μια διετία (Οκτ. 2019), με αίτημα, μεταξύ άλλων, να αλλάξει το Σύνταγμα που είχε μαγειρέψει το 1980 ο δικτάτορας.
Μάλιστα ένα από τα συνθήματα των διαδηλωτών ήταν «Δεν φοβάμαι, ταυρομάχε», δανεισμένο από το «Φοβάμαι, ταυρομάχε», το μοναδικό μυθιστόρημα του Λεμεμπέλ, το οποίο μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά (εκδ. Καστανιώτη, μτφρ. και Επίμετρο Κώστας Αθανασίου). Ενα βιβλίο-τομή, από τα σπουδαιότερα και τα πιο σαγηνευτικά της χειμωνιάτικης βιβλιοπαραγωγής. Βασίστηκε σε είκοσι σελίδες γραμμένες ακριβώς την εποχή των «Φοράδων…», σε ένα σπίτι όπου «φτερούγισαν ηλεκτρικές ουτοπίες την πορφυρή νύχτα».
Αυτό το μυθιστόρημα, που εκδόθηκε το 2001 και σήμερα διαβάζεται απνευστί, αυτό με την μπαρόκ-πλουμιστή-αχαλίνωτη γλώσσα το οποίο μιλά για έρωτα και περιθωριοποίηση, αγάπη και τρυφερότητα, αδικία και αγώνα, ελπίδα και οδύνη, και είναι διάστικτο με στίχους από ελαφρά τραγούδια (μπολέρο), αυτό είναι ένα από τα πιο τολμηρά πολιτικά μυθιστορήματα. Και είναι άρρηκτα δεμένο με την προσωπικότητα του συγγραφέα και με τη συστηματική αντίστασή του σε κάθε ηγεμονική εξουσία, ταξική, πολιτική, καλλιτεχνική, αισθητική ή σεξουαλική.
Εκείνες τις μέρες του 1989, πριν πέσει το Τείχος από την άλλη μεριά του Ατλαντικού, οι «Φοράδες της Αποκάλυψης» είχαν εμφανιστεί αιφνιδιαστικά σε μια εκδήλωση γνωριμίας της δημοκρατικής διανόησης με τον Πατρίσιο Ελγουιν, τον κατοπινό πρώτο εκλεγμένο πρόεδρο. Κρατούσαν ένα πανό με το σύνθημα «Ομοφυλόφιλοι υπέρ της αλλαγής» και φορούσαν ψηλά τακούνια. Ο Λεμεμπέλ τα υιοθέτησε και συνέχισε να εμφανίζεται με τακούνια-στιλέτο και αφού χώρισαν οι «Φοράδες…». «Είναι πολιτική στάση», σχολίαζε, «εκτός από όπλο άμυνας». Και οικειοποιήθηκε το «θηλυπρεπές» στοιχείο δίνοντάς του ισχυρό θετικό πρόσημο, σαν καρφί στο μάτι της ομοφοβικής χώρας του όσο και της ομοφοβικής Αριστεράς στην οποία ήταν ταγμένος. Ποτέ δεν έγινε μέλος του ΚΚ Χιλής, κι ας είχε φιλική σχέση με τη γ.γ. του κόμματος, Γκλάντις Μαρίν, αλλά μέχρι τον θάνατό του το 2015 στα 62 του, αυτοπροσδιοριζόταν ως «φτωχός, κομμουνιστής και αδερφή».
Η Τρελή που κελαηδούσε
«Ο καινούργιος γείτονας ήταν έτσι: μια αρραβωνιάρα της γειτονιάς εντελώς ξετρελαμένη με εκείνο το ετοιμόρροπο κτήριο».
Ο συγγραφέας Λεμεμπέλ μας καθηλώνει από τις πρώτες σελίδες ζωντανεύοντας το κλίμα της δικτατορίας στο Σαντιάγο: θωρακισμένα φορτηγά, δακρυγόνα, τρομοκρατία, τρεχαλητά, πυροβολισμοί «σαν μεταλλικές καστανιέτες που θρυμμάτιζαν τις νύχτες από τσόχα». Σε αυτό το θεατρικό σκηνικό εμφανίζεται μια «πεταλουδίτσα με σμιχτά φρύδια» και «οξυζεναρισμένο κεφαλάκι», που εγκαθίσταται σε ένα καχεκτικό σπίτι τσακισμένο από τον σεισμό, και το διακοσμεί «σα γαμήλια τούρτα» με μαντίλες, φραμπαλάδες, τούλια.
Σε πολύ λίγο χρόνο γίνεται «μέρος της κοινωνικής ζωολογίας εκείνης της φτωχογειτονιάς» που έχει ως κέντρο της ένα μικρό μπακάλικο. «Την άκουγαν να κελαηδάει Φοβάμαι ταυρομάχε, φοβάμαι μήπως το δειλινό το χαμόγελό σου πετάξει και χαθεί», ποτέ ένα τραγούδι διαμαρτυρίας, μόνο κάτι ντεμοντέ άριες, άλλωστε δεν είχε το παραμικρό ενδιαφέρον για την πολιτική κατάσταση. «Είναι συμπαθητικός όμως», ψιθύριζαν οι γριές γλωσσοκοπάνες «παρακολουθώντας τον από το παράθυρο να κινείται σαν το κολιμπρί».
Ηταν η «Τρελή από απέναντι». Ενας λογοτεχνικός χαρακτήρας που μένει αξέχαστος, χτισμένος με ολοζώντανες εικόνες, γήινες όσο και ποιητικές, και με μια ανατρεπτική χρήση της γλώσσας η οποία γλιστράει από το θηλυκό στο αρσενικό γένος, και από το πρώτο πρόσωπο στο τρίτο, στην ίδια φράση, με μια ανάσα. Η αφηγηματική μαεστρία του Λεμεμπέλ είναι μοναδική και εκφράζει τόλμη ιδεολογική, πρόταση πολιτική, καινοτομία λογοτεχνική – ζητήματα που αναλύονται στο Επίμετρο από τον Κ. Αθανασίου, μαζί με τις μεταφραστικές επιλογές του. Και όλα αυτά είναι χωνεμένα σε μια ιστορία που δείχνει απλή.
Η Τρελή, που υπήρξε μια «καραβοτσακισμένη καλντεριμιτζού», γνωρίζει στο μπακαλικάκι «ένα χαριτωμένο αγόρι». Είχε βουλιάξει στην πρέζα, αλλά χάρη στις τρεις «μοναδικές τραβεστί αδελφές της» έμαθε να κεντάει και πλέον ζει από σχετικές παραγγελίες, Ο Κάρλος «της ζητά μια χάρη». Να φυλάξει κάποιες κούτες με απαγορευμένη λογοτεχνία. «Πώς να αρνηθεί αφού το μελανούρι την έκανε μούσκεμα ολόκληρη.»
Οι κούτες περιέχουν όπλα που κρύβει το «Πατριωτικό Μέτωπο Μανουέλ Ροδρίγκες», καθώς ετοιμάζει μια απόπειρα εναντίον του Πινοτσέτ. Μέχρι το τέλος του μυθιστορήματος δεν είναι σαφές αν η Τρελή «ήξερε» ή «δεν ήξερε» ή προσποιούνταν ότι δεν το ήξερε. Πράγματι, το «Μέτωπο…» έστησε ενέδρα στην αυτοκινητοπομπή του δικτάτορα στις 7/9/1986, όμως απέτυχε. Θύματα υπήρξαν αλλά μόνο από την πλευρά του Πινοτσέτ, που θα αποχωρήσει τέσσερα χρόνια αργότερα, μετά το «Οχι» του δημοψηφίσματος, παραμένοντας (!) επικεφαλής του στρατού και ισόβιος γερουσιαστής. Στο μεταξύ, μετά την απόπειρα δολοφονίας του, ένα νέο, τεράστιο κύμα τρομοκρατίας θα σαρώσει τη Χιλή.
Αλλά το θέμα του «…Ταυρομάχου» δεν είναι τα περί την απόπειρα. Είναι η δυναμική των συναισθημάτων ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες και ο αναπροσανατολισμός της συνείδησής τους μέσα από τη στενή τους σχέση, η οποία έμμεσα φωτίζει τον κοινωνικό χάρτη ολόκληρης της Λατινικής Αμερικής όπως είχε διαμορφωθεί ώς την αυγή του 21ου αιώνα.
Αυτή η δυναμική του προσωπικού με το πολιτικό στοιχείο στη διαδικασία της γνωριμίας τους θα τους αλλάξει και τους δύο. Και θα τους απελευθερώσει από τα κοινωνικοπολιτικά στεγανά στα οποία είναι παγιδευμένα το σώμα, το μυαλό, η καρδιά, η ζωή τους. Με ζουμ στην Τρελή -«ένα μπουκάλι άδειο χωρίς μήνυμα, χωρίς προορισμό, χωρίς χάρτη που να βάλει σε ράγες την καρδιά της την αλήτικη»- ο Λεμεμπέλ περνά το μήνυμα ότι πριν από τον έρωτα και την επανάσταση, χρειάζεται η χειραφέτηση από τα κυρίαρχα στερεότυπα και η αμφισβήτηση όλων των ανισοτήτων.
Στο Επίμετρο -που είναι στην ουσία μια πραγματεία για τον συγγραφέα, η πρώτη στα ελληνικά- θα διαβάσουμε ότι η «τρελή», η «loca», είναι μια ταυτότητα που θέτει σε αμφισβήτηση τις σταθερές ταυτότητες, ακόμα και τις ομοφυλόφιλες.
Ο Λεμεμπέλ χρησιμοποιεί τη λέξη για να στρέψει τον φακό στο πληγωμένο σώμα της προλεταριακής ομοφυλοφιλίας, που τον απασχολούσε και στα άλλα παρεμβατικά, ρεπορταζιακά και σχολιαστικά ή αναστοχαστικά κείμενά του. Αυτά που χαρακτηρίστηκαν ως «αστικά χρονικά» του Σαντιάγο και τον έκαναν δημοφιλή μέσα από τις εφημερίδες, τα περιοδικά και τους ραδιοφωνικούς σταθμούς με τους οποίους συνεργαζόταν για περισσότερο από δύο δεκαετίες. Εκεί είχε μιλήσει για τις ταξικές διαχωριστικές γραμμές που χωρίζουν τις αποσυνάγωγες τρελές, τις αδερφές και τις τραβεστί, από τους «γκέι», τους «βολεμένους στον μικρό προδοτικό τους αριβισμό».
Κοιτάζοντας τα πράγματα μέσα από το πρίσμα της Λατινικής Αμερικής, κράτησε λοιπόν απόσταση από το γκέι κίνημα της Βόρειας Αμερικής -«υπερβολικά πολλή ξανθιά στράτευση και χρυσοί μυώνες»- αλλά δεν δίστασε να επικρίνει και τον «μάτσο μαρξισμό» (π.χ. σε μια ανοιχτή επιστολή προς τον υποδιοικητή Μάρκος των Ζαπατίστας). Τελικά, με την ασέβειά του και μιλώντας για «ακραία» πράγματα, ο Πέδρο Λεμεμπέλ κατάφερε, όπως σημειώνει ο μεταφραστής του, να γίνει «η φωνή όλων των καταπιεσμένων, των περιθωριοποιημένων και αποκλεισμένων, όλων των αδικημένων».
Ποιος φοβάται τι;
Ο Κάρλος θα αργήσει πολύ να συνειδητοποιήσει πόσο την πρόσβαλαν την Τρελή αυτός και οι μορφωμένοι σύντροφοι και οι συντρόφισσές του που συνεδρίαζαν κρυφά στο πατάρι της, που την έβαλαν σε κίνδυνο, αλλά ώς το τέλος δεν την εμπιστεύονταν απόλυτα. Η συνειδησιακή αφύπνιση της Τρελής θα προηγηθεί. Σταδιακά, όλα θα την κάνουν να νιώσει «το μολυβένιο βάρος μιας επιτακτικής ιστορίας». Ολα θα την οδηγήσουν στο «Πρέπει κανείς να υπερασπίζεται αυτό που θεωρεί σωστό».
Οταν λ.χ. θα μπλεχτεί σε μια πορεία μανάδων, θα πάρει ένα πλακάτ με τη φωτογραφία ενός αγνοούμενου και εκεί θα αφήσει «το αδερφίστικο λαρύγγι της να συντονιστεί με τις φωνές των γυναικών». Και όταν θα πάει σε μια σύζυγο στρατηγού -η οποία «τον θεωρούσε καλλιτέχνη» και «πλήρωνε καλά»- να παραδώσει ένα τραπεζομάντιλο, η Τρελή θα νιώσει ναυτία και οργή στην πολυτελή έπαυλή της και θα δραπετεύσει παίρνοντας το κέντημα μαζί της. Παράλληλα, ο συγγραφέας παρακολουθεί και το ζεύγος Πινοτσέτ στο απόγειο της χουντικής νοοτροπίας τους, όπως αυτή εκφραζόταν σαν δηλητηριώδης σαπουνόπερα στις ιδιωτικές στιγμές τους όσο και απέναντι στη διανόηση της Χιλής (λ.χ. με το παράσημο στον Μπόρχες και την περιφρόνηση προς τον Νερούδα).
Η αντίστιξη αυτών των σχέσεων, με τη ρευστή σχέση της Τρελής και του Κάρλος και με την αμηχανία τους μετά από μια αμφίσημη νύχτα τους, εξελίσσεται υπόγεια στο μυθιστόρημα, ενισχύοντας τελικά ένα ευρύτερο σκληρό σχόλιο του Λεμεμπέλ για τα κανονιστικά δίπολα στις πατριαρχικές κοινωνίες. Ενα σχόλιο που αφορά τη Χιλή και μετά τη μετάβασή της στην (καχεκτική) δημοκρατία, το νεοφιλελεύθερο μοντέλο της, τις αξίες του, αλλά και την «ευαγγελική ηθική μιας ορισμένης Αριστεράς».
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που το «Φοβάμαι, ταυρομάχε» -ένας στίχος από «πασοδόμπλε» που ανέδειξε η Σάρα Μοντιέλ- θα γίνει το παρασύνθημα μεταξύ Κάρλος και Τρελής και, έστω με καθυστέρηση, θα τους δέσει πολιτικά. «Δεν το ήξερα αυτό το τραγούδι, μου το τραγούδησε μια τραβεστί κάποια νύχτα που τα πίναμε. Με ενθουσίασε η αοριστία του ονόματος: ποιος φοβάται τι, αναρωτήθηκα».
Το είχε πει ο συγγραφέας σε συνέντευξη στην αργεντίνικη εφημερίδα «Página 12». Στο Επίμετρο της ελληνικής έκδοσης, διαβάζουμε ότι τα αγαπημένα τραγούδια της Τρελής, ερωτικά τα περισσότερα, συγκροτούν ένα πλήρες σάουντρακ που αποτελεί κρίσιμη ψηφίδα του μυθιστορήματος και παρουσιάζεται λεπτομερώς στις Σημειώσεις του μεταφραστή. Οι στίχοι που ακούμε από την Τρελή «αντικαθιστούν, τονίζουν, σχολιάζουν, επεξηγούν ή συμπληρώνουν την αφήγηση, τόσο την πλοκή όσο και τους χαρακτήρες, δημιουργούν το πλαίσιο, σκιαγραφούν ανομολόγητα συναισθήματα».
Οπως είναι γραμμένο, το μυθιστόρημα του Λεμεμπέλ, που έγινε θεατρικό έργο και κινηματογραφική ταινία, είναι εντέλει μια πρόκληση-πρόσκληση αναπροσανατολισμού που απευθύνεται και σε ένα ευρύτερο κοινό. Είναι λοιπόν κρίμα που η ωραία ταινία (2020) του Ροδρίγο Σεπούλβεδα με τον εξαιρετικό Αλφρέδο Κάστρο στον ρόλο της Τρελής προβλήθηκε στην Ελλάδα με τον καθησυχαστικό τίτλο «Τρυφερέ μου ταυρομάχε» από την αγγλική μετάφραση.
Το «Μανιφέστο», οι λέξεις και τα πράγματα
Ο Λουίς Σεπούλβεδα ήταν μέγας θαυμαστής του Λεμεμπέλ, που, για τον Ρομπέρτο Μπολάνιο, ήταν: «Ο κατ’ εξοχήν επαναστάτης της γενιάς μου».
Ο Πέδρο Λεμεμπέλ είχε γεννηθεί (1952) σε μια παραγκούπολη -«τα ποντίκια ήταν τα λούτρινα κουκλάκια μου»-, τελείωσε ένα Τεχνικό Λύκειο, σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία του Πανεπιστημίου της Χιλής, εργάστηκε ως καθηγητής πλαστικών τεχνών σε δύο σχολεία, αλλά το 1983 απολύθηκε. Δεν έκρυβε την ομοφυλοφιλία του. Ακόμη και οι αντιδικτατορικές ομάδες με τις οποίες ήρθε σε επαφή από τις αρχές του ’80 τον αντιμετώπιζαν με επιφυλακτικότητα.
Η Τρελή ξέρει ότι τη βλέπουν σαν «ασχημομούρικο παγώνι», σαν «φανταχτερή πουστάρα», και στο «Φοβάμαι, ταυρομάχε» περιγράφει το κοινωνικό στίγμα με όλη του την ωμότητα. Αλλά πιο σπαραχτική γίνεται όταν περιγράφει το πώς έχει ενσωματώσει την περιθωριοποίηση. Οργισμένος με όλα αυτά, ο Λεμεμπέλ μακιγιάρισε την αριστερή πλευρά του προσώπου του με ένα σφυροδρέπανο, φόρεσε τα τακούνια του και το 1986 εμφανίστηκε σε μια μεγάλη συνάντηση δυνάμεων και προσωπικοτήτων της Αριστεράς με ένα «Μανιφέστο» που στηλίτευε την ομοφοβία της. Είναι ένα κείμενο-γροθιά για «τη διαφορά» του, που αποθησαυρίζεται στο Επίμετρο.
[…] «Μη μου μιλάτε για το προλεταριάτο/ Γιατί το να είσαι φτωχός και αδερφή είναι ακόμα χειρότερο/ […]/ Για την τρυφερότητα μιλάω σύντροφε/ Εσείς δεν ξέρετε/ Πόσο κοστίζει να βρει κανείς τον έρωτα/ Σ’ αυτές τις συνθήκες/ Εσείς δεν ξέρετε τι είναι να κουβαλάει κανείς αυτή τη λέπρα/ Ο κόσμος κρατάει τις αποστάσεις/ Ο κόσμος δείχνει κατανόηση και λέει:/ Είναι αδερφή αλλά γράφει καλά/ Είναι αδερφή αλλά είναι καλός φίλος/ […] / Εχω στην πλάτη ουλές από τα γέλια / Εσείς νομίζετε ότι σκέφτομαι με τον κώλο/ Και ότι με το πρώτο ηλεκτροσόκ της CNI/ Θα τα ξερνούσα όλα/ […]/ Γι’ αυτό και σε τούτο το τρένο δεν ανεβαίνω/ Χωρίς να ξέρω πού πάει/ Εγώ δεν θ’ αλλάξω από τον μαρξισμό/ Που μ’ απέρριψε τόσες φορές/ Δεν χρειάζεται ν’ αλλάξω/ Είμαι πιο ανατρεπτικός από σας/ […]/ Σ’ εσάς δίνω τούτο το μήνυμα/ Είναι τόσα τα παιδιά που θα γεννηθούν/ Με μια μικρή φτερούγα τσακισμένη/ Κι εγώ θέλω να πετάξουν σύντροφε/ Θέλω η επανάστασή σας/ Να τους δώσει ένα κομματάκι κόκκινο ουρανό/ Για να μπορέσουν να πετάξουν». (Σ.σ. CNI, ήταν η μυστική αστυνομία επί Πινοτσέτ.)
Προκειμένου να εκφράσει ένα συγκεκριμένο κοινωνικό πλαίσιο, ο Λεμεμπέλ έφτιαξε έναν «ιδιόρρυθμο γλωσσικό κώδικα», μια «έκκεντρη πολιτική γλώσσα». Χαρακτηριστική, είναι η νοηματοδότηση της λέξης loca που ιδιαίτερα στα συμφραζόμενα του συγγραφέα, εμπεριέχει, σημειώνει ο μεταφραστής, μια διπλή παραπομπή, σεξουαλική και ταξική. Ο Λεμεμπέλ υπονοεί τη φτωχή, την πιο αποκλεισμένη τραβεστί, τρανς, ομοφυλόφιλο, ενώ ταυτόχρονα οικειοποιείται, με μια ποιητικότητα, μια λέξη που συχνά χρησιμοποιείται προσβλητικά για γυναίκες. Αρα; «Μουρλή»; «Παλαβή»; «Τρελιάρα»; «Τραβέλι»; Στα αγγλικά αποδόθηκε ως queen, στα γαλλικά ως folle, λέξη που ακολουθεί πιστά το πρωτότυπο. Το ίδιο επέλεξε και ο Ελληνας μεταφραστής: «Για διάφορους λόγους απέρριψα άλλες επιλογές και έμεινα στο τρελή. Το “τρελή” είναι μια λέξη καθημερινή (με την κυρίαρχη σημασία της), που τη λέει οποιαδήποτε στιγμή κάθε άνθρωπος. Ετσι δεν ηχεί σαν κάτι “ξένο”, δεν υπονομεύει το βάρος του κειμένου, ενώ νομίζω ότι ταυτόχρονα επανοικειοποιείται τον προσβλητικό και απαξιωτικό όρο».
Μικέλα Χαρτουλάρη
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών