Θα μπορούσε να είναι μια φωτογραφία χαράς. Απεικονίζει μια παρέα νεαρών – αγόρια και κορίτσια – με καλοκαιρινή περιβολή. Κάθονται στην κορυφή μιας κατασκευής απ’ αυτές που ονομάζουμε «πύργους παρατήρησης» και κάτι βλέπουν. Γελάνε χαρούμενοι μ’ αυτό που βλέπουν. «Αυτό» που βλέπουν θα μπορούσε να ήταν μια συναυλία. Ή τσουβαλοδρομίες σε μια κατασκήνωση. Ή αγώνες σκι, σερφινγκ, αιωροπτερισμού, σκέιτμπορντ… Ναι, θα μπορούσε να είναι μια φωτογραφία χαράς. Δεν είναι όμως. Πρόκειται για μια φωτογραφία φρίκης, ακριβώς επειδή είναι πράγματι μια φωτογραφία χαράς. Παράλογο; Φυσικά. Γιατί όταν η φρίκη προκαλεί χαρά, τότε κάτι τραγικά παράλογο συμβαίνει. Και σημαίνει πως έχουμε γεννητούρια. Η μήτρα του τέρατος γέννησε καινούργια παιδιά. Κι αυτό μονάχα απελπισία για το μέλλον προκαλεί. Απελπισία που σκεπάζει ακόμα και τη λύπη, ακόμα και την οργή.
Γιατί «αυτό» που προκαλεί το αίσθημα χαράς στους νεαρούς παρατηρητές είναι η σφαγή. Μπροστά τους διακρίνεται η κορυφή κάποιου συρματοπλέγματος. Είναι μια παρέα νεαρών Ισραηλινών και παρακολουθούν την αιματοβαμμένη «Μεγάλη Πορεία Επιστροφής των Παλαιστίνιων» στην πατρίδα τους. Μανάδες με τα παιδιά τους, γιαγιάδες με τις πατροπαράδοτες φορεσιές τους, συνομηλίκούς τους νεαρούς που γεννήθηκαν φυλακισμένοι για ένα έγκλημα που ουδέποτε διεπράχθη. Παρακολουθούν από το ύψος μιας ανεκδιήγητης απανθρωπίας ανθρώπους άοπλους να πέφτουν νεκροί από τις σφαίρες των πάνοπλων ένστολων συμπατριωτών τους. Παρακολουθούν χαρούμενοι. Εκπαιδεύονται… Παρακολουθούν από την κερκίδα της αρένας, χωρίς έλεος, χωρίς οικτιρμό, γιατί τέτοια αισθήματα δεν υπάρχουν στον συναισθηματικό τους κόσμο, η συναισθηματική νοημοσύνη δεν υφίσταται στον λογικό τους κόσμο. Όταν όμως πηγαίνεις εκδρομή στον θάνατο των άλλων, το παιχνίδι έχει χαθεί. Και δεν έχει χαθεί μονάχα για τον «εκδρομέα», έχει χαθεί για ολόκληρη την ανθρωπότητα. Όταν νέα παιδιά χασκογελούν επειδή έπεσε νεκρός μπροστά στα μάτια τους ένας άνθρωπος, νεκρός «προς άγραν του αβρώτου» όπως θα έλεγε ο Όσκαρ Ουάιλντ, τότε ένας κατάμαυρος κόσμος είναι κιόλας εδώ.
Θα καταφύγω και πάλι στον αγαπημένο μου Νίκο Καρούζο: «Όταν παιδέψεις» γράφει στα «Μικρά ποιήματα», «τώρα δα μια πεταλούδα δεν το βλέπεις/ αλλ’ αργότερα κάπου θα πονέσει ο πολιτισμός». Αυτό σκέφτομαι κοιτάζοντας τη φωτογραφία των χασκογελούντων νεαρών Ισραηλινών. Ότι κάπου στο μέλλον – δυστυχώς στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον – ο πολιτισμός όχι απλώς πονάει, αιμορραγεί. Γιατί τις ψυχές των παιδιών που τώρα χαίρονται δεν τις έχουν απλώς παιδέψει, τις έχουν λιώσει τα τανκς και τις έχουν καταβυθίσει μέσα σε μια έρημο από νίκες που μόνο νίκες δεν είναι. Όποιος νομίζει ότι νίκησε σ’ έναν πόλεμο και νίκησε για πάντα, έχω την πεποίθηση ότι διαπράττει ένα πανάκριβα πληρωμένο, ανιαρό λάθος. Όποιος όμως νομίζει ότι νίκησε σφάζοντας απροστάτευτους ανθρώπους, διαπράττει ένα τραγικός λάθος. Κι αυτά τα παιδιά που χαίρονται σήμερα με τους αθώους που σκοτώνονται μπροστά στα μάτια τους σαν να αποτελούν στόχους στο «πεδίο ασκήσεων των τοξοτών» δεμένους πισθάγκωνα επί 70 χρόνια στη μεγαλύτερη ανοιχτή φυλακή του κόσμου, τη Γάζα, δεν είναι τίποτε άλλο παρά τα αποτελέσματα ενός παιδεμού που οδήγησε το πέταγμα μιας πεταλούδας στο Άουσβιτς σε μια καταιγίδα αίματος στην Παλαιστίνη.
Και «η κοινοτοπία του κακού» συνεχίζεται. Γιατί είναι σίγουρο ότι πρόκειται για καλά παιδιά. Με καλά αισθήματα για τους φίλους και τους γονείς τους. Με καλές σπουδές. Όπως και ο Χίμλερ το πιο σκοτεινό μυαλό του ναζισμού που ήταν καλός πατέρας, καλός στις παρέες, ήπιος μέσα στον τερατώδη κόσμο του, όπως έγραφε η Χάνα Άρεντ. Αυτό είναι το πιο ανατριχιαστικό: Η κοινοτοπία κακού. Αυτή η αποθηριωμένη αθωότητα ενός μίσους που δικαιώνει τον εαυτό της πατώντας σε άλαλες στρεβλώσεις με την ίδια ευκολία που πατάει πάνω σε πτώματα. Αυτή η αιματοβαμμένη αθωότητα που ροκανίζει τα θεμέλια της ανθρωπότητας.
Ναι, είναι μια φωτογραφία φρίκης αυτή η φωτογραφία της χαράς, γιατί περικλείει όλες τις φρίκες της γης. Περικλείει όλους τους χαρούμενους ανθρώπους να παρακολουθούν χαμογελώντας τα παιδιά να πνίγονται στη θάλασσα σα να βάζουν στοιχήματα ποια βάρκα με τους καταραμένους θα ανατραπεί πιο γρήγορα. Ή σαν να στοιχηματίζουν ποιο σκυλί θα ξεσκίσει πρώτο τον κουρελιασμένο ικέτη στα συρματοπλέγματα της μεσευρώπης. Η φωτογραφία των νεαρών περικλείει όλους εκείνους που οδηγούν τα παιδιά στην πείνα, στη σκλαβιά, στα μαύρα ορυχεία, στις φαβέλες της Λατινικής Αμερικής. Κι ακόμα περικλείει όλη τη φρίκη ενός κόσμου που νομίζει ότι όλα γίνονται μακριά του, τόσο μακριά ώστε η απόσταση τον καθιστά αθώο. Η απόσταση όμως (και η χρονική) δεν δημιουργεί αθώους, απλώς διευρύνει την κοινοτοπία του κακού. Αφήνοντας στο έλεος των σιδερόφρακτων κοστουμιών και των φονικών κολάρων μυριάδες πεταλούδες, μυριάδων παιδικών ψυχών.
Όλοι αυτοί παρατηρούν και γελάνε, παρατηρούν και δείχνουν με το δάχτυλο. Παρατηρούν και υπολογίζουν χαρούμενα κέρδη και έξυπνες ζημιές. Ζημιές για τους άλλους, κέρδη για τους ίδιους. Προσοχή: οι νεκροί καταγράφονται στα κέρδη τους το ίδιο, όπως και όσοι χασκογελούν και όσοι αδιαφορούν και όσοι θεωρούν ότι το μέλλον είναι μακρινό και τέτοιο θα παραμείνει πάντα. Ότι έχουμε καιρό για χάσιμο, αφήστε τα παιδιά να χαρούν. Όταν όμως υπάρχουν παιδιά που χαίρονται με τη σφαγή, δεν έχουμε καιρό. Ο καιρός ακούγεται σαν ρόγχος. Κι εμείς πρέπει να σώσουμε τα παιδιά. Όλα τα παιδιά. Ακόμη και αυτά που χασκογελούν. Ιδίως αυτά.
«Υπερασπίσου το παιδί/ γιατί αν γλιτώσει το παιδί/ υπάρχει ελπίδα» τραγουδούσε ο Παύλος Σιδηρόπουλος. Θυμήσου εκείνο τον ασπρομάλλη Μυτιληνιό ψαρά στην Εφταλού, μέσα στη θάλασσα και στα δάκρυα να φωνάζει «τα μωρέλια μωρέ να σώσουμε» (Οκτώβριος του 2015), θυμήσου την Ηριάννα, θυμήσου την Άχεντ. Και μην ξεχνάς την Άννα Φρανκ, την Ηλέκτρα Αποστόλου, τον Διομήδη Κομνηνό. Δεν είναι για γέλια το ύψος των περιστάσεων.
Κώστας Καναβούρης
Πηγή: Η Αυγή