Μιλώντας για τα κοινά είναι χρήσιμο να αποσαφηνίζουμε μεθοδολογικά σε τί πραγματικά αναφερόμαστε.
Αυτό είναι απαραίτητο καθώς υπάρχει η τάση να αποδίδεται σε αυτά ό,τι συνιστά καλή ή αγαθή ιδέα.
Ωστόσο, αυτή η εννοιολογική χαλαρότητα δεν λειτουργεί υπέρ τους, ιδιαίτερα όταν περνάμε στον τομέα των εφαρμοσμένων πολιτικών.
Το κοινό αγαθό δεν είναι κάτι το οποίο υπάρχει ως τέτοιο αφ’ εαυτού του. Προϋποτίθεται η αναγνώριση και η διαχείρισή του υπό αυτή την ιδιότητα από μία κοινότητα η οποία εκδηλώνει βούληση να το διαχειριστεί ως κοινό, μαζί με τις σχέσεις και τους τυπικούς ή άτυπους κανόνες που αναπτύσσουν τα μέλη της.
Τα κοινά ως πολιτικό πρόταγμα βρίσκονται ακόμα σε πρώιμη κατάσταση, χωρίς ένα ενοποιημένο πρόγραμμα εφαρμοσμένων πολιτικών και σαφείς συμμαχίες.
Ωστόσο, ενώ δεν έχουν προωθηθεί από κάποια ελίτ ή πολιτικό κόμμα, στην πράξη λαμβάνουν χώρα ταυτόχρονα σε διαφορετικά σημεία του πλανήτη με αυξανόμενη ένταση.
Μία συζήτηση σχετικά με την παραγωγική ανασυγκρότηση από την πλευρά της κοινωνικής δικαιοσύνης και της περιβαλλοντικής αειφορίας, δεν μπορεί πλέον παρά να εντάσσει στη συζήτηση τα κοινά αγαθά, με την ιδιότητα τους ως κοινή μας κληρονομιά.
Τα κοινά συνιστούν μία κοινωνική φόρμα που συνόδευσε σταθερά την ανθρωπότητα στην εξελικτική της πορεία.
Διατηρήθηκε ζωντανή στις σκιές της κουλτούρας της αγοράς και τα τελευταία χρόνια επανέρχεται ως μία δυνητική εναλλακτική στις επιτακτικές κρίσεις που αντιμετωπίζουμε.
Το νερό, η γη, το DNA, ο θαλάσσιος βυθός και τόσα άλλα των οποίων η προστασία προϋποτίθεται με όρους πλέον υπαρξιακούς.
Ωστόσο -και αυτό είναι το πιο ενδιαφέρον- τα κοινά και η ομότιμη παραγωγή σήμερα επανακάμπτουν με έμφαση στις αναπτυξιακές τους δυνατότητες. Ο ψηφιακός μετασχηματισμός επιτείνει αυτή την τάση, η οποία είναι η στιγμή να πλαισιωθεί θεσμικά από κατάλληλα σχεδιασμένες δημόσιες πολιτικές.
Η επιπλέον ιδιότητά τους, αυτή της ενίσχυσης της δημοκρατίας μέσω της συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων, της ενδυνάμωσης των κοινοτήτων και της εφαρμογής της αρχής της επικουρικότητας, καθιστούν τα κοινά μέρος της απάντησης σε πολλαπλά ερωτήματα.
Το νέο εννοιολογικό πλαίσιο των κοινών αγαθών, με τη μακρά προϊστορία του, έχει αρχίσει να ενοποιεί διαφορετικούς αγώνες από όλο τον κόσμο. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες όσοι αποτελούν μέρος των κοινοτήτων των κοινών (commoners) ξεκίνησαν να αναγνωρίζονται μεταξύ τους, καθώς η συγκεκριμένη πρακτική εφαρμόζει σε πλήθος ετερόκλητων πόρων και σε διαφορετικούς τομείς της κοινωνικής μας ζωής.
Νέες λειτουργίες διοίκησης στηριγμένες στα κοινά με έμφαση στην αυτό-οργάνωση και τη συμμετοχή, βρίσκουν εφαρμογή με στόχο τη διαχείριση ενός ευρέος φάσματος πόρων: είτε παραδοσιακών (π.χ. ποτάμια, δάση, αυτόχθονες κουλτούρες), είτε αναδυόμενων (π.χ. ηλιακή ενέργεια, τεχνολογική καινοτομία, διαδίκτυο).
Διεκδικούν νέους ορισμούς για την αξία τόσο σε οικονομικό, όσο και σε φιλοσοφικό επίπεδο, αμφισβητώντας τις εμπεδωμένες παραδοχές της νεοφιλελεύθερης οικονομικής και πολιτικής τάξης.
Η συζήτηση έχει τεράστιο εύρος το οποίο δεν μπορεί να εξαντληθεί στο παρόν πλαίσιο. Στη συνέχεια θα εστιάσουμε στην περίπτωση των Συμπράξεων Δημοσίου Κοινών ως ένα εκ των εργαλείων του οποίου ο ρόλος είναι κρίσιμος ως προς την ενίσχυση των κοινών στο πεδίο των εφαρμοσμένων πολιτικών.
Ιταλική περίπτωση
Είναι η αρχή της οριζόντιας επικουρικότητας, η οποία προβλέπεται από το άρθρο 118 του Ιταλικού συντάγματος που συνιστά τη νομική βάση του κανονισμού της Μπολόνια ο οποίος προτρέπει τις τοπικές αρχές να εμπλέξουν τους πολίτες στη διαχείριση των δημόσιων αγαθών.
Η καρδιά του κανονισμού βρίσκεται στο άρθρο 5, το οποίο ορίζει το «σύμφωνο συνεργασίας». Πρόκειται για μια σύμβαση παρόμοια με τις συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου και υπογράφεται από την πόλη και τους πολίτες.
Το σύμφωνο συνεργασίας επιτρέπει στο δήμο να συμμετέχει σε συνέργειες με κατοίκους και άλλους δρώντες (πχ. ΜΚΟ, τοπικούς επιχειρηματίες, οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών, ερευνητικά ινστιτούτα και πολιτιστικούς φορείς) με σκοπό τη «φροντίδα και τη βιωσιμότητα» των αστικών κοινών.
Στην πράξη δίνει θεσμικό έρεισμα στις Συμπράξεις Δημοσίου Κοινών απελευθερώνοντας μεγάλες δυνατότητες.
Οι συγκεκριμένες δυνατότητες αξιοποιήθηκαν θεαματικά και πλέον έχει συγκροτηθεί ένα μεγάλο αυτοδιοικητικό δίκτυο εντός της χώρας.
Μέχρι σήμερα εκατοντάδες συμφωνίες συνεργασίας αυτού του τύπου έχουν υπογραφεί και συνεχίζουν με αυξητικούς ρυθμούς. Απολύτως ενδεικτικά μόνο στην Μπολόνια μεταξύ των ετών 2014-16 υπεγράφησαν 280 Συμπράξεις Δημοσίου Κοινών.
Το παράδειγμα της Μπολόνια πυροδότησε μια τάση υιοθέτησης αυτού του εργαλείου και από άλλες πόλεις στην Ιταλία, οδηγώντας στη θέσπιση αντίστοιχων
Συμπράξεων σεπερισσότερες από 250 πόλεις σε όλη την χώρα – μεταξύ αυτών και οι μεγαλύτερες όπως το Τορίνο,το Μιλάνο, η Ρώμη, η Νάπολη, η Φλωρεντία.
Έχει τεθεί σε εφαρμογή ένα συνεκτικό σχέδιο χρήσης εγκαταλελειμμένων ή εκτός χρήσης δημοσίων πόρων, καθώς και η διαχείρισή τους ως χώρων συνεργατικών.
Επιπλέον, μια σειρά από προγράμματα στα πλαίσια των Συμπράξεων Δημοσίου Κοινών είναι στοχευμένα στην ενίσχυση των φτωχότερων στρωμάτων.
Το πιο σημαντικό είναι ότι το θεσμικό σχήμα της Μπολόνια θεμελιώνεται συνταγματικά κατοχυρώνοντας τη λειτουργία του και διασφαλίζει την ανεξαρτησία του από το κεντρικό κράτος και τους εκλεγμένους τοπικούς αντιπρόσωπους.
Ως νομικό μοντέλο είναι, περισσότερο ανθεκτικό στις πολιτικές αλλαγές, ενώ η τυπική νομική αναγνώριση προσφέρει ασφάλεια και δίνει κίνητρα για την ανάληψη πρακτικών παραγωγής αστικών κοινών.
Επιπλέον η μεθοδολογία της Μπολόνια έχει αποδειχθεί ικανή να πείσει και να κερδίσει τοπικές αρχές, διαφορετικές ομάδες συμφερόντων, επιχειρήσεις και απλούς ανθρώπους της μεσαίας τάξης που αποστρέφονται την κομματική ένταξη.
Οι Συμπράξεις Δημοσίου Κοινών σε παγκόσμιο επίπεδο
Οι Συμπράξεις Δημοσίου Κοινών ενδύονται διαφορετικές θεσμικές μορφές και καλύπτουν μεγάλο εύρος πόρων και υπηρεσιών, ενώ βρίσκουν εφαρμογή σε παγκόσμιο επίπεδο – από τις ΗΠΑ έως τη Βραζιλία, από το Ηνωμένο Βασίλειο έως την Ινδία- καλύπτοντας πραγματικές και επείγουσες ανάγκες των κοινοτήτων.
Το 2021 το Transnational Institute (TNI) μελέτησε και κατέγραψε 80 περιπτώσεις Συμπράξεων Δημοσίου Κοινών από όλο τον κόσμο στη βάση μεθοδολογικών κριτηρίων που αφορούσαν τη δομή της ιδιοκτησίας, τη διακυβέρνηση και τη χρηματοδότηση των συνεργασιών.
Πόλεις και πολίτες έχουν επινοήσει νέους τρόπους και μεγάλη ποικιλία θεσμικών παρεμβάσεων που αφορούν τη δίκαιη ενεργειακή μετάβαση, την ενδυνάμωση των πολιτών και των εργαζομένων στη φροντίδα, τους οργανωμένους και δικτυωμένους σε συνεργατικά εγχειρήματα εργαζόμενους σε τοπικές αλυσίδες παραγωγής τροφής, τους συνεταιρισμούς μη κερδοσκοπικής αστικής ανάπτυξης και πλήθος άλλων πόρων.
Η δημόσια ιδιοκτησία παίζει καίριο ρόλο στην προστασία του κλίματος και στην κοινωνική συμπερίληψη και οι Συμπράξεις συνιστούν ζωτικό εργαλείο προκειμένου η διαχείριση των δημόσιων πόρων να γίνεται με τρόπο δημοκρατικό.
Είναι σαφές ότι οι Συμπράξεις Δημοσίου Κοινών δεν προορίζονται να αναλάβουν ή να υποκαταστήσουν την αρμοδιότητα του δημοσίου, αλλά να δημιουργήσουν προστιθέμενη κοινωνική και δημοκρατική αξία. Ισχυροί και επαρκώς χρηματοδοτημένοι δημόσιοι θεσμοί συνιστούν το απαραίτητο σημείο έναρξης.
Στα πλαίσια αυτών των προσπαθειών αξιοποιούνται πολιτικές όπως η δημόσια και συλλογική ιδιοκτησία, η συν-διοίκηση και τα καινοτόμα χρηματοδοτικά εργαλεία με στόχο την περαιτέρω ενίσχυση των εγχειρημάτων.
Αντιλαμβανόμαστε ότι ουσιαστικά μιλάμε όχι απλά για ένα εργαλείο, αλλά για αναζήτηση νέων μορφών ιδιοκτησίας κάτι που και μόνο ως σκέψη έχει εξαιρετικά σημαντικές πολιτικές προεκτάσεις.
Κοινός τόπος σε όλες τις περιπτώσεις είναι η πολιτική επιλογή των τοπικών αρχών και κοινοτήτων να αναπτύξουν συμμετοχικούς μηχανισμούς δημοκρατικής λειτουργίας των δημόσιων υπηρεσιών, δίνοντας έμφαση στην πολιτική προμηθειών και τα κριτήρια που προτεραιοποιούν.
Νέοι θεσμοί αναδύονται και υποστηρίζουν αυτού του τύπου τις συμπράξεις, επιβλέπουν την εφαρμογή των σχετικών πολιτικών και των ευκαιριών που δίνονται, ενώ παράλληλα παράσχουν γνώση και εκπαίδευση. Οι στρατηγικές που συχνότερα επιστρατεύονται έχουν να κάνουν με:
Δημόσια και συλλογική ιδιοκτησία
α. Εξαγορά γης/ιδιοκτησιών και στη συνέχεια αποεμπορευματοποίησή τους.
β. Συνιδιοκτησία τοπικών υποδομών
γ. Συνιδιοκτησία υπηρεσιών κοινής ωφέλειας
Συνδιοίκηση
α. Φορείς Δημοσίου Κοινών
β. Δημιουργία επιτροπών αντιπροσώπευσης των κοινών σε δημόσιους θεσμούς
γ. Μόνιμες επιτροπές που εισάγονται σε ήδη υπάρχοντες δημόσιους θεσμούς.
– Καινοτόμους τρόπους χρηματοδότησης προκειμένου να διευρυνθούν οι ΣυμπράξειςΔημοσίου Κοινών
α. Επανεπένδυση των κερδών στις κοινότητες
β. Δημιουργικές δημόσιες προμήθειες στις δημοτικές υπηρεσίες
Νομικές μορφές που συχνά αξιοποιούνται – όπως οι «εταιρείες κοινού συμφέροντος» (community interest company) – μπορεί να εξυπηρετούν υπό συγκεκριμένες συνθήκες αλλά στην περίπτωση κάποιου άλλου πόρου ή περιφέρειας ίσως να μην εφαρμόζουν.
Τα μοντέλα δεν μπορούν να μεταφερθούν μηχανιστικά και προϋποτίθεται η «μετάφραση» μίας διαδικασίας σε ένα άλλο πλαίσιο προκειμένου να γίνει η προσαρμογή σε διαφορετικά νομικά και κοινωνικά περιβάλλοντα.
Τα παρακάτω περιγράφουν τις βασικές τάσεις στον τομέα των Συμπράξεων Δημοσίου Κοινών όπως διαμορφώνονται σε παγκόσμια κλίμακα:
Υπάρχει μεγάλη ποικιλία στον τομέα της ενέργειας. Σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις η ενεργειακή φτώχεια αντιμετωπίζεται ως κεντρική πρόκληση στα πλαίσια της στρατηγική ενεργειακής μετάβασης. Οι Συμπράξεις Δημοσίου Κοινών στηρίζονται σε δημόσια-κοινοτική συνιδιοκτησία των τοπικών υποδομών και της παροχής υπηρεσιών (π.χ. Βολφάγκεν Γερμανία, Κάδιθ Ισπανία, Πλίμουθ Ηνωμένο Βασίλειο).
Η δημόσια ιδιοκτησία της καλλιεργήσιμης γης και των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας– με προεξάρχουσα την περίπτωση του νερού – παίζει τεράστιο ρόλο. Ο δήμος προωθεί τη βιώσιμη γεωργία, συνεταιριζόμενος με τους αγρότες και ασκεί την αρμοδιότητά του στις δημόσιες προμήθειες προκειμένου να αγοράζει τα τοπικά αγαθά και τις υπηρεσίες. Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνει υγιές περιβάλλον, καλή διατροφή, βιώσιμη γεωργία, δημιουργία θέσεων εργασίας σε τοπικό επίπεδο και τοπική οικονομική ανάπτυξη (π.χ. Ρεν Γαλλία).
Σε πολλές πόλεις κλιμακώνονται οι αγώνες που συνδέονται με τον έλεγχο των υπερβολικών αυξήσεων στα ενοίκια και του υπέρ-τουρισμού. Οι συνέπειες της μαζικής πώλησης δημοτικών πόρων κατοικίας (π.χ. Βιέννη) οδήγησαν σε δημιουργία Συμπράξεων Δημοσίου Κοινών προκειμένου οι περιφέρειες να συνδιαχειριστούν με την κοινότητα τα σχετικά περιουσιακά τους στοιχεία (π.χ. Δημοτικό Διαμέρισμα Χάριγκεϊ, Λονδίνο UK).
Οι Συμπράξεις Δημοσίου Κοινών δεν συνιστούν επιπλέον οικονομική επιβάρυνσηγια τις τοπικές κοινωνίες, μπορούν να είναι αυτοχρηματοδοτούμενες. Ξεκινώντας από την αρμοδιότητα των τοπικών αρχών να αξιοποιούν τις χρηματοδοτικές τους πηγές, είναι δυνατό να αναπτυχθούν υποδομές παραγωγής κέρδους τοπικής ιδιοκτησίας και διαχείρισης. Αυτά τα κέρδη επανεπενδύονται σε προγράμματα σχεδιασμένα προς όφελος των τοπικών κοινωνιών (π.χ. Λάτσιο Ιταλία, Χάριγκεϊ Λονδίνο Ηνωμένο Βασίλειο, Πλίμουθ Ηνωμένο Βασίλειο, Μπέρλιγκτον Καναδάς, Βερμόντ ΗΠΑ).
Μέσω των Συμπράξεων Δημοσίου Κοινών οι τοπικές αρχές έχουν τη δυνατότητα να δημιουργήσουν αξιοπρεπείς δουλειές και να ενισχύσουν τα εργασιακά δικαιώματα. Το πρώτο βήμα γίνεται συνήθως τερματίζοντας τα συμβόλαια με τις πολυεθνικές που σχετίζονται με την προνοιακή φροντίδα και την καθαριότητα. Στη συνέχεια οι τοπικές αρχές μπορούν να στηρίξουν τη δημιουργία εργατικών συνεταιρισμών και να χρησιμοποιήσουν την αρμοδιότητά τους στις δημόσιες προμήθειες προκειμένου να τους στηρίξουν οικονομικά (π.χ. Ρεκολέτα Χιλή).
Preston Model
Σε αυτό το σημείο αξίζει μία ιδιαίτερη αναφορά στην περίπτωση του Preston Modelστο Ηνωμένο Βασίλειο όπου πολλά από τα παραπάνω βρίσκουν εφαρμογή εδώ και περισσότερο από 10 χρόνια με εντυπωσιακά αποτελέσματα ως προς την αύξηση του πλούτου της κοινότητας και του βιοτικού επιπέδου των κατοίκων.
Με το οικονομικό κραχ του 2008, το Preston βρέθηκε αντιμέτωπο με ζοφερές οικονομικές και κοινωνικές προοπτικές.
Το Πανεπιστήμιο του Central Lancashire και το Δημοτικό Συμβούλιο αποφάσισαν να ερευνήσουν το κατά πόσο οι συνεταιρισμοί θα μπορούσαν να συμβάλουν στην αύξηση των επενδύσεων στην περιοχή, όπως συνέβη σε άλλες περιοχές όπως για παράδειγμα το Μοντραγόν στην Ισπανία
Οι λύσεις που υιοθετήθηκαν συνέβαλαν καθοριστικά στη μεταμόρφωση της οικονομικής ζωής της περιοχής και έγιναν μέρος αυτού που είναι σήμερα γνωστό ως Preston Model.
Συνιστά διεθνές μοντέλο αναφοράς για την οικοδόμηση κοινοτικού πλούτου και έχει να επιδείξει αποτελέσματα σε διαφορετικά επίπεδα ως προς τον κοινωνικοοικονομικό μετασχηματισμό των αστικών περιοχών.
Αρχικά κατόρθωσαν να αυξήσουν τις τοπικές επενδύσεις αλλάζοντας τις δημόσιες δαπάνες και τις προτεραιότητες των μεγάλων εργοδοτών. Χωρίς να πάψουν να αναζητούν ποιότητα στην καλύτερη τιμή, εισήγαγαν ένα επιπλέον κριτήριο όπως η αγορά από τοπικούς προμηθευτές που έφερε πολλαπλά οφέλη.
Επιπλέον, ενθάρρυναν την ποιοτική απασχόληση και την ανάπτυξη συνεταιριστικών επιχειρήσεων οι οποίες διοικούνται στη βάση συνεταιριστικών αρχών. Οι τελευταίες γίνονται αντιληπτές ως ενισχυτικές της ιδιότητας του πολίτη και της δημοκρατίας.
Οι τοπικές προμήθειες αυξήθηκαν μεταξύ του 2012/13 και του 2016/17 από 39% σε 80%, μια αύξηση της τάξης των 200.000.000 λιρών.
Επιπλέον, κατόρθωσαν να επεκτείνουν των πραγματικό μισθό διαβίωσης, να ιδρύσουν κοινοτικές τράπεζες, να προχωρήσουν σε δημόσιες συνταξιοδοτικές επενδύσεις και συνταξιοδοτικό ταμείο, να διασφαλίσουν την εργατική ιδιοκτησία και να συνδέσουν τις δημοτικές επιχειρήσεις με μια στρατηγική προμηθειών σε δημοτικό επίπεδο.
Στον σχεδιασμό των παραπάνω πολιτικών συμμετείχαν οι κάτοικοι και οι επιχειρήσεις.
Είναι φανερό ότι όλα τα παραπάνω έρχονται σε ρήξη στην πράξη με την εμπεδωμένη αντίληψη που αντιλαμβάνεται την οικονομική πολιτική των δήμων ως κάτι που συνίσταται σε αναζήτηση επενδύσεων από μεγάλες εταιρείες και ανάθεση προμηθειών πάλι σε αυτές, αναπτυξιακά σχέδια real estate μεγάλης κλίμακας και μεγάλες πανάκριβες εκδηλώσεις εντυπωσιασμού.
Αντίθετα, εστιάζει στη διεύρυνση του δημοσίου και κοινωνικού τομέα της οικονομίας, σε οικονομικές δραστηριότητες με δικαιότερους μισθούς, με μεγαλύτερο εργατικό έλεγχο και αυξημένη περιβαλλοντική και κοινωνική μέριμνα.
Στόχος είναι η δημιουργία πλούτου στην κοινότητα κατά τη διάρκεια της πραγματικής λειτουργίας της οικονομίας και όχι μίας εκ των υστέρων ανακατανομής με αμφίβολους όρους.
Η τάση των κοινών στην περιφέρεια της επικρατούσας πολιτικής οικονομίας, συγκροτεί ένα νέο πρότυπο που απαντά σε παθογένειες όπως προκύπτουν από την αποκλειστικότητα του κράτους και των αγορών ως ρυθμιστών της συλλογικής μας ζωής.
Η ενίσχυση αυτή της τάσης προϋποθέτει καινοτόμες νομικές διατάξεις και πολιτικές, όπως και παρεμβάσεις σε όλα τα επίπεδα διοίκησης, ώστε τα κοινά να αναγνωριστούν και υποστηριχθούν με τη νομική τους υπόσταση.
Προϋποθέτει επίσης πρωτοπόρους θεσμούς διακυβέρνησης οι οποίοι να επιτρέπουν και να δίνουν κίνητρο στους ανθρώπους προκειμένου να αναπτύξουν ποιοτικά διαφορετικούς τύπους σχέσεων με τη φύση και ανάμεσά τους, αναλαμβάνοντας ευθύνη για τη κοινωνική τους ζωή και την καθημερινότητά τους μέσω της συμμετοχής στη διαχείριση των κοινών πόρων.
Η σχέση των παραπάνω με την ποιότητα της δημοκρατίας είναι προφανής.
Η Δώρα Κοτσακά είναι Δρ. Πολιτικής Κοινωνιολογίας / Ερευνήτρια. Από το 2020 συντονίζει το Παρατηρητήριο των Κοινών του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών
Το άρθρο βασίζεται στην ομιλία της στο πλαίσιο της διημερίδας «Παραγωγική Ελλάδα 2030: Μετασχηματισμός με όραμα, δικαιοσύνη και αποτελεσματικότητα» που διοργάνωσαν το Ινστιτούτο Ερευνών και Πολιτικής Στρατηγικής (ΙΝΕΡΠΟΣΤ), το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ και η Πρωτοβουλία για το Πρόγραμμα Προοδευτικής Εναλλακτικής Διακυβέρνησης (10-11 Οκτωβρίου 2025).