Macro

Δώρα Κοτσακά: Δημόσια και κοινά αγαθά: Το «δημόσιο» ως όρος αναγκαίος, αλλά όχι επαρκής

Έχει περάσει σχεδόν μία δεκαετία από το 2015 όταν το Global Water Intelligence – κλαδικό περιοδικό των ιδιωτικών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στην ύδρευση – δημοσίευσε κεντρικό άρθρο με τίτλο “Ξορκίζοντας τη λέξη που αρχίζει από Ε’’. Η απεχθής λέξη δεν ήταν άλλη από την επαναδημοτικοποίηση ή αλλιώς την επαναφορά σε δημόσιο έλεγχο ιδιωτικοποιημένων πόρων και υπηρεσιών σε τοπικό ή εθνικό επίπεδο. Συμβαίνει το μάντρα των ιδιωτικοποιήσεων να είναι ιδεολογία και όχι οικονομική πολιτική. Τα θεμέλια που έθεσαν οι περίοδοι διακυβέρνησης του Ρήγκαν και της Θάτσερ απέδωσαν καρπούς σε παγκόσμιο επίπεδο τις επόμενες δεκαετίες μέσω οικονομικών θεσμών όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορείου και η Παγκόσμια Τράπεζα. Προκειμένου να προχωρήσουν σε χορήγηση δανείων πιέζουν για ιδιωτικοποίηση των δημόσιων πόρων και υπηρεσιών με όρους εξευτελιστικούς. Ωστόσο, πλέον οι αριθμοί δείχνουν μία αντιστροφή της τάσης σε παγκόσμιο επίπεδο. Μέσα στα τελευταία είκοσι χρόνια είχαμε 1.400 περιπτώσεις επαναφοράς σε δημόσιο έλεγχο σε περισσότερες από 2.400 πόλεις σε 58 χώρες*. Η τεκμηρίωση σχετικά με την αύξηση των τιμών, τη χειρότερη ποιότητα των υπηρεσιών και των συνθηκών εργασίας υπό καθεστώς ιδιωτικοποίησης, διαρκώς αυξάνει και εμβαθύνει με στοιχεία που δεν μπορούν πλέον να αγνοούνται.
 
Την ίδια στιγμή, όμως, είναι σύνηθες πολιτικά στελέχη και υψηλόβαθμο προσωπικό της δημόσιας διοίκησης να κατηγορούνται ότι λειτουργούν ως υπάλληλοι συμφερόντων μεγάλων εταιρειών. Σε πολλές περιπτώσεις, είναι οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ, αντί ιδιωτικών εταιρειών, που λεηλατούν ένα κοινό πόρο ή μια υπηρεσία σαν να επρόκειτο για δική τους ιδιοκτησία. Στήνουν εμπόδια στη σχετική γνώση, στα δεδομένα και στις δυνατότητες και αποκλείουν τη συμμετοχή των πολιτών. Με αυτό τον τρόπο καθιερώνουν τον ρόλο τους εντός μιας ιδιόμορφης «δημοκρατίας των τεχνοκρατών και των γραφειοκρατών». Το πρόβλημα αποκτά μία επιπλέον διάσταση όταν οι ελίτ χρησιμοποιούν την τεχνοκρατική τους εξουσία στους κοινούς πόρους, ώστε να οικοδομήσουν πελατειακά δίκτυα και να διανείμουν θέσεις εξουσίας. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει τίποτα «κοινό» ούτε και δημόσιο σε μια τέτοια διαχείριση των κοινών πόρων και των δημόσιων υπηρεσιών. Αυτός είναι και ο λόγος που ο δημόσιος χαρακτήρας στις δημόσιες υπηρεσίες και στη διαχείριση των κοινών πόρων είναι αναγκαία, αλλά όχι επαρκής συνθήκη.
 
Όλο και συχνότερα, σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο, όταν επιτυγχάνεται η επαναφορά πόρων και υπηρεσιών σε δημόσιο έλεγχο συνοδεύεται από πρακτικές που συναντώνται στις κοινότητες των κοινών (commons) με στόχο την προστασία τους από τις παθογένειες τόσο της ιδιωτικής όσο και της κρατικής σφαίρας. Τα οφέλη της επαναφοράς σε δημόσιο έλεγχο εντός αυτού του πλαισίου εμπίπτουν σε δύο κατηγορίες: Διορθώνουν όσα πήγαν λάθος μετά από δεκαετίες ιδιωτικοποιήσεων, κερδοσκοπίας και σπατάλης και δημιουργούν μία νέα αντίληψη σχετικά με το τί συνιστά δημόσιο αγαθό. Οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών, σωματεία και τοπικές αρχές κατασκευάζουν νέα υποδείγματα εφαρμοσμένων πολιτικών σχετικά με το πώς επιτυγχάνεται η διεύρυνση και ο επαναπροσδιορισμός της δημόσιας ιδιοκτησίας σε όλα τα επίπεδα. Η αύξηση της συμμετοχής των πολιτών στη λήψη αποφάσεων, η προώθηση της αρχής της επικουρικότητας και η βελτίωση των υπηρεσιών με τρόπο κοινωνικά δίκαιο, περιβαλλοντικά βιώσιμο και προσβάσιμο σε όλους συνιστούν κεντρικούς άξονες. Η εναλλακτική που αρχίζει να διαγράφεται – αντί για την αύξηση των μερισμάτων των μετόχων – προτεραιοποιεί τις ποιοτικές θέσεις εργασίας και την περιβαλλοντική αειφορία,. Τα μοντέλα διαχείρισης των δημοσίων υπηρεσιών ως κοινών πόρων απαντούν και σε ανάγκες που τίθενται επιτακτικά στη σύγχρονη πολιτική ατζέντα, όπως η επανοικοδόμηση του δημοσίου χώρου, η αίσθηση του ανήκειν και η πολιτική συμμετοχή.
 
Το να παραχωρούμε την κοινή μας περιουσία σε όποια πολυεθνική εταιρία είναι πιο “φτηνή” δεν δείχνει ιδιαίτερη σοβαρότητα, ούτε σεβασμό στις κοινότητές μας. Άλλωστε, συχνά πρόκειται για φυσικά μονοπώλια, όπως το νερό, όπου ο ανταγωνισμός δεν έχει κανένα νόημα. Οι δημόσιες υπηρεσίες και οι άνθρωποι που εργάζονται σε αυτές αποτελούν τα θεμέλια των υγειών και ανθεκτικών κοινωνιών. Σήμερα είναι περισσότερο σημαντικές για την αντιμετώπιση της καταστροφής του κλίματος, των υγειονομικών κρίσεων, των αυξανόμενων ανισοτήτων και της διευρυνόμενης πολιτικής ανασφάλειας. Το μοντέλο των ιδιωτικοποιήσεων και των ΣΔΙΤ (Συμπράξεις Δημόσιου Ιδιωτικού Τομέα) έχει αποτύχει. Κοστίζει περισσότερο, έχουμε χειρότερες υπηρεσίες, λιγότερο έλεγχο επί αυτών και μείωση της δημοκρατικής λογοδοσίας.
 
Ωστόσο, τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι όλοι οι κοινοί πόροι θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως κοινά αγαθά και όχι ως δημόσια. Υπάρχουν συγκεκριμένες μεταβλητές που μπορούν να καθορίσουν αυτήν την επιλογή, οι οποίες δεν σχετίζονται μόνο με τη φύση των αγαθών καθαυτών αλλά επίσης με τις ιστορικές, πολιτικές ακόμα και τις γεωφυσικές τους ιδιαιτερότητες. Επιπλέον, οι απαραίτητες υποδομές και τεχνογνωσία μπορεί να έχουν τόσο μεγάλο κόστος ώστε να μπορούν να καλυφθούν μόνο από κρατικά ή δημοτικά κονδύλια. Σε αυτές τις περιπτώσεις η διαχείριση από μια κοινότητα των κοινών πιθανόν να μην συνιστά την κατάλληλη κλίμακα. Αλλά ακόμα και σε αυτές τις περιπτώσεις οι αρχές διαχείρισης ενός πόρου ως κοινού αγαθού μπορούν να εφαρμοσθούν υπό κρατικό ή δημοτικό έλεγχο.
 
Για παράδειγμα, αγαθά όπως η υγεία και η παιδεία δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται απλώς ως κοινά με μετάθεση της ευθύνης στις κοινότητες. Το κράτος οφείλει να λειτουργεί ως εγγυητής για την υγεία και την παιδεία του συνόλου πληθυσμού. Οι ιατρικές προμήθειες θα πρέπει να καλύπτουν όλη την επικράτεια και σε πολλές περιπτώσεις αυτό σημαίνει υψηλού επιπέδου ιατρική τεχνογνωσία και εμπειρία, σε συνδυασμό με ακριβό ιατρικό εξοπλισμό και εγκαταστάσεις. Στην εκπαίδευση θα ήταν προβληματικό να υπάρχουν σχολεία που θα προσφέρουν διαφορετικού επιπέδου υπηρεσίες στη βάση παραγόντων όπως η ταξική διαστρωμάτωση της περιοχής. Οι πολίτες πληρώνουν φόρους ώστε να είναι σε θέση να απαιτούν από το κράτος την πλήρη κάλυψη τους από τις δημόσιες υπηρεσίες.
 
*https://www.tni.org/en/futureispublic
 
Η Δώρα Κοτσακά είναι διδάκτορας Πολιτικής Κοινωνιολογίας, συντονίστρια Παρατηρητηρίου των Κοινών, Ινστιτούτο ΕΝΑ