Η κρίση της τουρκικής λίρας δεν απασχολεί πια τα διεθνή πρωτοσέλιδα, αλλά τα αυτοσχέδια μέτρα που πήρε η τουρκική κυβέρνηση για να σταματήσει την οικονομική αιμορραγία δεν αντιμετωπίζουν τα πραγματικά προβλήματα της οικονομίας. Νέες κρίσεις περιμένουν στη γωνία: oι εισροές ξένου κεφαλαίου που χρηματοδοτούσαν το τεράστιο έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο της χώρας έχουν στερέψει μετά τη διαμάχη ανάμεσα στον Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ και τον Πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν γύρω από τον Άντριου Μπράνσον, τον Αμερικανό πάστορα που κρατούν φυλακισμένο οι τουρκικές αρχές. Το μέλλον των βαθιά χρεωμένων τουρκικών επιχειρήσεων, ειδικά όσων δραστηριοποιούνται στον τομέα των ακινήτων ή των κατασκευών, κρέμεται από μια κλωστή.
Πώς βγαίνει λοιπόν η Άγκυρα από αυτό το μπάχαλο; Στο διεθνή τύπο δεν λείπουν οι παραινέσεις για τις απαραίτητες πολιτικές. Κάποιοι, όπως ο Πολ Κρούγκμαν, συνιστούν την επιβολή προσωρινών ελέγχων κεφαλαίου και την καταγγελία του τμήματος εκείνου του χρέους που εκφράζεται σε ξένο νόμισμα. Άλλοι προτείνουν την ενίσχυση των τουρκικών επιχειρήσεων και του τραπεζικού συστήματος της χώρας μέσα από την αναδιάρθρωση του ιδιωτικού χρέους, την επιβολή σκληρής δημοσιονομικής πειθαρχίας και ίσως την εκ νέου πρόσκληση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Αυτό, όμως, που πραγματικά χρειάζεται η Τουρκία είναι τόσο απλό όσο είναι και δύσκολο: πρέπει να αρχίσει να αντιστρέφει την καθοδική πορεία των θεσμών της.
Πίσω από την πρόσφατη κρίση δεν κρύβονται ούτε τα καπρίτσια των ξένων επενδυτών ούτε τα τιτιβίσματα ενός κυκλοθυμικού αμερικανού προέδρου. Το πρόβλημα της Τουρκίας είναι δομικό: χαμηλή παραγωγικότητα του επιχειρηματικού τομέα, μη βιώσιμη πιστωτική επέκταση και επιχειρηματική υπερέκταση. Τα προβλήματα αυτά με τη σειρά τους έχουν τις ρίζες τους στην παρακμή των οικονομικών και πολιτικών θεσμών της χώρας κατά την τελευταία δεκαετία.
Η κατάσταση δεν ήταν πάντα τέτοια. Όχι πολύ πριν, ήταν ακριβώς η δύναμη αυτών των θεσμών που εξασφάλισε στην Τουρκία ταχεία ανάπτυξη υψηλού επιπέδου. Ανάμεσα στο 2002 και το 2006, αμέσως μετά δηλαδή από την τουρκική οικονομική κρίση του 2000-2001, η χώρα ανέγραφε ετήσια ανάπτυξη της τάξης του 7,5%. Αυτή η ανάπτυξη συνοδευόταν από επενδύσεις στο ύψος περίπου του 25% του τουρκικού ΑΕΠ και από σταθερή αύξηση της παραγωγικότητας. Οι τουρκικές εταιρείες, δηλαδή, λειτουργούσαν πιο αποτελεσματικά, υιοθετώντας νέες, αποδοτικότερες τεχνολογίες. Η μεγαλύτερη αυτονομία που είχε δοθεί στην κεντρική τράπεζα επέτρεψε τον έλεγχο τόσο επί του πληθωρισμού όσο και επί των ελλειμμάτων στον προϋπολογισμό μέσα από τη μείωση των δαπανών που είχαν πολιτικές σκοπιμότητες. Οι σχέσεις του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα, ειδικά σε θέματα δημόσιων συμβάσεων, άρχισαν να διέπονται από μια σχετική διαφάνεια.
Τέτοιες μεταρρυθμίσεις συνέβαλαν στην καταπολέμηση της διαφθοράς και της σπατάλης. Σε συνδυασμό με το μειούμενο κόστος της εξυπηρέτησης του χρέους χάρη στη μείωση του πληθωρισμού, επέτρεψαν την αύξηση των δημόσιων επενδύσεων σε παραγωγικούς τομείς, όπως την κατασκευή έργων βασικών υποδομών και την εκπαίδευση. Σίγουρα υπήρχαν και τότε κάποιοι λόγοι ανησυχίας με βασικότερη την κατάσταση στη δικαιοσύνη, που παρέμεινε αναποτελεσματική και εξαρτημένη από την κεντρική εξουσία. Αλλά σε γενικές γραμμές τα καλά νέα ήταν περισσότερα από τα κακά.
Αυτή την περίοδο παρατηρήθηκε και η μετακίνηση του κέντρου βάρους της οικονομικής δραστηριότητας. Μεγάλο μέρος της ανάπτυξης έλαβε χώρα εκτός Κωνσταντινούπολης σε μικρότερες, νεαρότερες εταιρείες, οι οποίες ήταν πια σε θέση να ανταγωνίζονται τους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους που κυριαρχούσαν παραδοσιακά στην τουρκική οικονομία. Όλα αυτά όχι επειδή κάποιοι οικονομολόγοι εφάρμοσαν καλύτερες πολιτικές, αλλά χάρη σε πολιτικές αλλαγές που προώθησαν τη συνοχή και την ενσωμάτωση – πολιτικές που πρώτα και κύρια ευνόησαν την πολιτική βάση του Ερντογάν και του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ), αλλά και που λειτούργησαν ευεργετικά τόσο για τα πιο εκδυτικισμένα μεσοστρώματα όσο και για την τουρκική νεολαία. Η κυριαρχία του στρατού στο πολιτικό σκηνικό κατέρρεε, επιτρέποντας δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, που με τη σειρά τους οδήγησαν σε οικονομικά ανοίγματα και έβαλαν τα θεμέλια για υψηλού επιπέδου ανάπτυξη. Τέτοια οικονομικά κέρδη από πολιτικά ανοίγματα δεν παρατηρήθηκαν μόνο στην Τουρκία. Η διαδικασία εκδημοκρατισμού μιας χώρας συνοδεύεται συχνά από αναπτυξιακά άλματα.
Οι οικονομικοί και πολιτικοί περιορισμοί που επιβλήθηκαν στις τουρκικές κυβερνήσεις στις αρχές του 2000 συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό στη διαδικασία εκδημοκρατισμού της χώρας. Το πρόγραμμα που εφάρμοσε στην Τουρκία το ΔΝΤ μετά την οικονομική κρίση του 2000-2001 επέβαλε αυστηρότερα πλαίσια στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής και εισήγαγε μεταρρυθμίσεις ειδικά στα δημοσιονομικά θέματα και στις δημόσιες συμβάσεις. Κρίσιμη εδώ αποδείχτηκε και η ενταξιακή διαδικασία της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που παρείχε ένα ακόμα κίνητρο για πολιτικές μεταρρυθμίσεις.
Δυστυχώς όλα αυτά έπαψαν να ισχύουν γύρω στο 2006. Αν οι αιτίες της προόδου της Τουρκίας υπήρξαν πολιτικές, πολιτικές ήταν και οι αιτίες της ανακοπής της.
Το πλαίσιο άσκησης πολιτικής που είχε εισαχθεί μετά την οικονομική κρίση άρχισε να εξασθενεί. Η διαδικασία ένταξης στην Ε.Ε. ουσιαστικά διακόπηκε λίγο μετά την επίσημη έναρξή της το 2005. Μόλις το ΑΚΡ αύξησε την κοινοβουλευτική του πλειοψηφία στις εκλογές του 2007, η ούτως ή άλλως περιορισμένη ανεξαρτησία και αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης άρχισε να εξαφανίζεται μαζί με τη ελευθερία του Τύπου.
Την πολιτική αναδίπλωση ακολούθησε η οικονομική. Η κυβέρνηση άρχισε να περιορίζει την ανεξαρτησία που είχε δοθεί στις δημόσιες υπηρεσίες. Η κεντρική τράπεζα μετατράπηκε σε πειθήνιο όργανο της κυβέρνησης. Οι μεταρρυθμίσεις στις δημόσιες συμβάσεις ξηλώθηκαν και η διαφθορά και οι συμφωνίες κάτω από το τραπέζι επανεμφανίστηκαν. Στον ιδιωτικό τομέα, η εύνοια του κυβερνώντος κόμματος έγινε ξανά το πολυτιμότερο περιουσιακό στοιχείο κάθε επιχείρησης.
Αν και η Τουρκία αντιμετώπισε την παγκόσμια οικονομική κρίση σχετικά καλά, η ανάπτυξη που ακολούθησε υπήρξε χαμηλής ποιότητας. Κατά το μεγαλύτερο μέρος της τελευταίας δεκαετίας η παραγωγικότητα μειώνεται. Η όποια ανάπτυξη αυτή την περίοδο οφείλεται στην εκρηκτική επέκταση του κατασκευαστικού τομέα της οικονομίας και στην ανεξέλεγκτη πιστωτική επέκταση. Σε αυτές τις ίδιες μη βιώσιμες «ατμομηχανές της ανάπτυξης» οφείλεται και το επίμονο έλλειμμα στο τουρκικό εμπορικό ισοζύγιο, καθώς και οι ολοένα και πιο δύσκολα ελεγχόμενες πληθωριστικές πιέσεις.
Υπάρχουν τρεις τουλάχιστον λόγοι, οι οποίοι καθιστούν την κατανόηση του θεσμικού πλαισίου των προβλημάτων της Τουρκίας. Πρώτον, οποιαδήποτε πολιτική δεν αντιμετωπίσει τις ρίζες της παρούσας κρίσης δε θα εξασφαλίσει την επιστροφή της χώρας σε τροχιά ανάπτυξης υψηλού επιπέδου. Δεύτερον, η εμπειρία της περιόδου 2002-2006 αποδεικνύει ότι ένας άλλος δρόμος είναι εφικτός, όπου η ανάπτυξη θα βασίζεται στην ενίσχυση των οικονομικών και πολιτικών θεσμών. Τρίτον, καθώς η εκροή ξένων κεφαλαίων έχει σημαντικό μερίδιο ευθύνης για την παρούσα κρίση, μια στρατηγική που θα επικεντρωνόταν στην επίλυση των δομικών προβλημάτων της τουρκικής οικονομίας θα δημιουργούσε και βραχυπρόθεσμα οφέλη καθησυχάζοντας τους ξένους επενδυτές.
Αντί να περιμένουμε ότι οι έλεγχοι κεφαλαίου ή άλλες μορφές οικονομικής μηχανικής θα καταφέρουν με κάποιον θαυματουργό τρόπο να αποκαταστήσουν την υγεία μιας οικονομίας που πάσχει από θεσμικές ασθένειες, θα ήταν καλύτερο να είμαστε ξεκάθαροι για το τι χρειάζεται η τουρκική οικονομία: δημοκρατικούς θεσμούς που θα εγγυώνται τη λειτουργία περισσότερο ανοικτών οικονομικών θεσμών.
Σημαντικά βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση θα ήταν η περιστολή των υπερεξουσιών της Προεδρίας της Δημοκρατίας, η εξασφάλιση της ελευθερίας του Τύπου, η απελευθέρωση πολιτικών κρατουμένων, όπως ο επιχειρηματίας και ακτιβιστής Οσμάν Καβάλα, η παραχώρηση ανεξαρτησίας σε δημόσιους θεσμούς, όπως η κεντρική τράπεζα και η δικαιοσύνη, η επαναφορά των ελέγχων επί των δημόσιων συμβάσεων, μαζί με τη λήψη κάποιων απλών μέτρων εμπιστοσύνης για τους ξένους και εγχώριους επενδυτές.
Η απλότητα όμως της λύσης δεν πρέπει να οδηγεί σε φρούδες ελπίδες.
Ο Daron Acemoglu είναι καθηγητής Οικονομικών στο ΜΙΤ
Μετάφραση: Σωτήρης Δημητριάδης
Πηγή: Η Αυγή από Bloomberg