Ποιον φοβίζει, τι απειλεί η Μεταπολίτευση; Γιατί τόση δαιμονοποίηση και κακολογία; Πώς φτάσαμε στο να φταίει, για κάποιους βέβαια, η Μεταπολίτευση (ή «η γενιά της Μεταπολίτευσης» ή «το πνεύμα της Μεταπολίτευσης») για κάθε κακοδαιμονία της Ελλάδας; Γιατί τόση συζήτηση γι’ αυτή την «κακιά πεθερά» (όπως έχει παρομοιάσει τη Μεταπολίτευση αρθρογράφος της Καθημερινής);
Αυτό λοιπόν το μεγάλο ερωτηματικό, τη Μεταπολίτευση, ανατέμνει στο καινούργιο του βιβλίο ο έμπειρος δημοσιογράφος Διονύσης Ελευθεράτος. Ο συγγραφέας αποτυπώνει αναλυτικά το πρώτο διάστημα μετά την πτώση της χούντας και διατρέχει μια σειρά από γεγονότα εκείνης της εποχής, αναλύοντας όμως και τη συνέχεια και την προβολή τους μέσα στον χρόνο, συμβάλλοντας έτσι και στην περίφημη συζήτηση για το αν και πότε «τελείωσε» η Μεταπολίτευση. Πραγματεύεται ένα τεράστιο φάσμα θεμάτων που σχετίζονται με κάποιον τρόπο με τη Μεταπολίτευση, δίνοντας έτσι τη δική του απάντηση σε πολλά ερωτήματα που έχουν τεθεί στον δημόσιο διάλογο και που επαναδιατυπώνονται και σε τούτο το βιβλίο. Για παράδειγμα, τι έγινε με την περίφημη αποχουντοποίηση, «πόση χούντα έμεινε μετά τη χούντα»; Ποιο μερίδιο ευθύνης έχουν ο Καραμανλής, ο Αβέρωφ, οι δικαστές ή όποιος άλλος για το γεγονός ότι εκατοντάδες στελέχη της χούντας, ακόμα και βασανιστές, έπεσαν στα μαλακά ή αθωώθηκαν εντελώς; Τι συνέβη στα πανεπιστήμια και στα σχολεία, τι συνέβη στα συνδικάτα; Τι κινήματα και αντιστάσεις αναπτύχθηκαν και γιατί;
Γεγονότα μικρά και μεγάλα, στοιχεία, ιστορίες, πράγματα που δεν πρέπει να ξεχνιούνται όσο κι αν η αργκό των σημερινών καναλιών τα θεωρεί μπανάλ και πασέ: μια εικόνα που δείχνει τομές και συνέχειες, ομοιότητες και διαφοροποιήσεις, αλλά και αιτίες για κάποια αποτελέσματα που συχνά παρουσιάζονται σαν φυσικά φαινόμενα, σαν να προέκυψαν χωρίς να φταίει κανείς. Πράγματα που δεν είναι του παρελθόντος, μιας και συνομιλούν με πράγματα του σήμερα. Ποιος θυμάται, π.χ., ότι τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων ίσχυαν σε κάποιες περιπτώσεις μέχρι το 1982; Ποιος θυμάται ότι καραμανλικός υπουργός έστελνε στα δικαστήρια δημοσιογράφο (τον Γιάννη Κάτρη) με μάρτυρες κατηγορίας υπόδικους βασανιστές; Ποιος θυμάται τα αναθεωρητικά μανιφέστα του Κωνσταντίνου Καραμανλή που στην ουσία ξέπλεναν τη χούντα, και όχι μόνο («πουθενά δεν έγινε δικτατορία χωρίς να προηγηθεί ο κίνδυνος επικρατήσεως του κομμουνισμού. Εις την Γερμανίαν επεκράτησεν ο Χίτλερ, διότι εδημιουργήθη κατάστασις αναρχίας από τους κομμουνιστάς»); Αλλά και μετά το 1981, ποιες τομές και ποιες συνέχειες έφερε η εκλογή του ΠΑΣΟΚ;
Διαβάζοντας το βιβλίο, θα γυρίσουμε στα πρώτα χρόνια μετά την πτώση της χούντας και θα θυμηθούμε ότι η θεωρία των δύο άκρων έχει βαθιές ρίζες στη φιλολογία της Δεξιάς (τότε ξέπλενε τη χούντα παραλληλίζοντάς την με την Αριστερά), θα θυμηθούμε ότι η απεργία ήταν πάντα ιερή αρκεί να μη γίνεται, θα θυμηθούμε την άγρια καταστολή αλλά και τη λογοκρισία ταινιών, τραγουδιών και βιβλίων (σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής, η Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών θα προσέφευγε στο Συμβούλιο της Ευρώπης για τη λογοκρισία στην Ελλάδα)… Ο συγγραφέας ωστόσο δεν μένει μόνο στα πεδία της «καθαρής» πολιτικής. Συζητάει για το πολιτικό τραγούδι και το ροκ, για την άνθιση των εφημερίδων (είχαν φτάσει να πουλάνε πάνω από ένα εκατομμύριο φύλλα τη μέρα) και για την πτώση τους, για το ποδόσφαιρο, για τον κινηματογράφο και τις ταινίες που σημάδεψαν εκείνη την εποχή και για άλλα πολλά.
Με τον τρόπο αυτό, ο Ελευθεράτος απαντάει και σε διάφορους βολικούς μύθους που έχουν διατυπωθεί σχετικά με τη Μεταπολίτευση: π.χ. φταίει ο «αδηφάγος» συνδικαλισμός για την αποβιομηχάνιση; άραγε η Μεταπολίτευση μας έκανε πιο απαιτητικούς και οκνηρούς; φταίει το κράτος που βούλιαξαν οι περίφημες «προβληματικές» επιχειρήσεις; μας κυβέρνησε όντως η «γενιά του Πολυτεχνείου»;
Ποια ήταν τελικά τα στοιχεία που συνέθεταν τον περίφημο «μεταπολιτευτικό ριζοσπαστισμό» που τόσο λοιδορήθηκε τα επόμενα χρόνια από τους μηχανισμούς της εξουσίας; «Η αναγωγή της Μεταπολίτευσης σε ιστορικό κύκλο με αρνητικό πρόσημο δεν είναι μια φιλολογική εμμονή όσων πιστεύουν ότι κάποτε μεγάλο τμήμα της κοινωνίας ανάσανε και ξεθάρρεψε περισσότερο απ’ όσο έπρεπε», λέει ο συγγραφέας. Γιατί τελικά όλη αυτή η συντηρητική επίθεση στη Μεταπολίτευση εκεί αποβλέπει: διαγράφοντας τη Μεταπολίτευση να «απαλλαγεί και από την όποια αύρα του μεταπολιτευτικού ριζοσπαστισμού» ο οποίος είχε κυριαρχήσει σε μεγάλο μέρος της κοινωνίας.
(Διαβάζοντας κανείς το βιβλίο του Μενέλαου Χαραλαμπίδη «Οι Δωσίλογοι», αντιλαμβάνεται τον κρίσιμο ρόλο που έπαιξε το δικαστικό σύστημα στο μαζικό ξέπλυμα των συνεργατών των ναζί. Αυτό έρχεται στο μυαλό ξανακοιτάζοντας στο βιβλίο αυτό τα στοιχεία για τις νομικές ακροβασίες και τις δίκες-παρωδία που μετά τη χούντα παρέδιδαν καθαρούς, ξεπλυμένους και αθωωμένους χουντικούς και βασανιστές, εκείνα τα σκάνδαλα των δικών που ο Ιερώνυμος Λύκαρης, στο βιβλίο του για το Πολυτεχνείο, αποκαλεί «Έγκλημα και Ατιμωρησία», αυτό που ο Ανδρέας Παπανδρέου ονόμαζε «απόφαση διατεταγμένης δικαιοσύνης». Έτσι καθάρισαν πολλοί βασανιστές – «Βασάνιζαν αλλά όχι επίτηδες», χλεύαζαν τότε τα Νέα. Έτσι καθάρισαν ακόμα και οι πρωθυπουργοί της χούντας: ο εισαγγελέας Αρείου Πάγου Κ. Κόλλιας, ο Σ. Μαρκεζίνης, ο Α. Ανδρουτσόπουλος. Στιγμές ευτελιστικές για την ελληνική δικαιοσύνη, μια αποτρόπαιη παράδοση συγκαλύψεων και ξεπλύματος…)
Κώστας Αθανασίου