Macro

Δημοσθένης Παπαδάτος Αναγνωστόπουλος: Σας αρέσει η Νέα Υόρκη;

Οι αναρτήσεις των φίλων μου –νομίζω και των δικών σας: τους ίδιους έχουμε σε γενικές γραμμές– είναι όλες γι’ αυτόν τον ωραίο τύπο στη Νέα Υόρκη που τα πηγαίνει περίφημα: νέος, αντικομφορμιστής, παιδί του Σάντερς, άνθρωπος της μουσουλμανικής κοινότητας που δεν το ξέχασε, υποψήφιος που μιλάει συγκεκριμένα όταν μιλάει στην εργατική τάξη και στους φτωχούς, ριζοσπάστης που κάθεται στο λαιμό των Δημοκρατικών και του διεφθαρμένου αντιπάλου του, σοσιαλιστής με καμπάνια που στηρίζεται σε εθελοντές. Για όλα αυτά (όχι «παρόλα αυτά»), ο Μαμντάνι είναι πρώτος στις μετρήσεις.

Μετριοπαθείς και ριζοσπάστες, όλοι θέλουν να ταυτιστούν με την ομάδα που νικάει θεούς και δαίμονες. Πέρσι το καλοκαίρι ήταν το Λαϊκό Μέτωπο στη Γαλλία. Λίγο μετά η Λίνκε στη Γερμανία. Τώρα ο δικός μας στη Νέα Υόρκη. Όσο δυσκολότερα φαίνεται να βγαίνει άκρη στην Ελλάδα, τόσο πιο ισχυρή η ταύτιση με ομάδες που «νικούν» – κάπου αλλού, μακριά μας. Ανθρώπινο. Αλλά και τόσο καταλυτικό, που δύσκολα αφήνει χώρο στη σκέψη ότι η συνταγή της επιτυχίας δεν αντιγράφεται. Ο Μαμντάνι ξεκίνησε από την καμπάνια του Μπέρνι το 2016, εννιά χρόνια πριν. Βγήκε από τις γραμμές των Δημοκρατικών Σοσιαλιστών, του DSA, που τα έβαλαν με τον συστημικό συρφετό των Αμερικανών Δημοκρατικών. Έχασε και έχασαν. Κινητοποίησαν χιλιάδες, εκατοντάδες χιλιάδες – δεν μπορεί να σκεφτεί κανείς τον Μαμντάνι χωρίς το No Kings και το No Kings χωρίς τους ανθρώπους του Μπέρνι. Έφτιαξαν ομάδα και χτύπησαν άπειρες πόρτες. Κινητοποίησαν εθελοντές. Δεν μίλησαν μόνο για τον αυταρχισμό, γιατί το θέμα ήταν να κινητοποιήσουν τους ανθρώπους που ζουν τη βία της φτώχειας. Φτιάξαν ομάδα. Και η ομάδα αυτή μπορεί σήμερα να ισχυρίζεται πειστικά ότι δεν στηρίζεται στις δωρεές εκατομμυριούχων. Μεγάλο πράγμα. Όχι αυτονόητο.

Η νίκη έχει πολλούς πατεράδες: στις νίκες όλοι θα ισχυριστούν ότι τα πράγματα πήγαν καλά γιατί έγινε αυτό που οι ίδιοι έχουν μες το κεφάλι τους. Αυτός είναι ο σίγουρος τρόπος να ξεχαστούν οι ήττες – η συντριβή της Κάμαλα Χάρις, πέρσι, τέτοιον καιρό, γιατί δεν μπόρεσε να κινητοποιήσει τους φτωχούς και την εργατική τάξη. Αυτούς που είχαν περισσότερο ανάγκη μια πραγματική αλλαγή. Αυτούς που σήμερα υποφέρουν περισσότερο από τον Τραμπ, αλλά δεν θα ψήφιζαν με τίποτα αυτούς που λένε πολλά χωρίς να λένε τίποτα. Όσο δυσάρεστα κι αν ακούγεται, η συντριβή της Χάρις είναι μία από τις προϋποθέσεις του θριάμβου του Μαμντάνι.

Δεν λειτουργεί παντού και πάντα με τον ίδιο τρόπο: οι άνθρωποι του DSA δεν έκατσαν να περιμένουν να ωριμάσουν οι συνθήκες, ούτε έμειναν να περιμένουν να τα τινάξει η κατσίκα του γείτονα. Μάζεψαν χρήματα, αξιοποίησαν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δούλεψαν προγραμματικά, κάλεσαν ξανά και ξανά πανεθνικές κινητοποιήσεις εναντίον του Τραμπ. Έδειξαν τη δύναμη του κόσμου που θέλει μια μεγάλη αλλαγή. Αλλά αυτά προϋποθέτουν ομάδα.

Ξέρω πως για ένα μέρος όσων διαβάζουν, όλα αυτά φαίνονται πολύ γενικά ή πολύ κουραστικά. Είναι ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο, να σκέφτεσαι ότι όλο και κάποιος τρόπος θα υπάρχει να «κόψεις» δρόμο. Όλο και κάποιο κόλπο. Αλλά, ό,τι κι αν ισχυρίζονται οι θαυματοποιοί, τα κόλπα αυτού του είδους κρατούν λίγο.

Κάνουμε πολύ καλά να περιμένουμε πολλά απ’ την ομάδα που «νικάει» στη Νέα Υόρκη. Ακόμα καλύτερο είναι να φτιάξουμε την ομάδα που θα το κάνει κι εδώ. Θα το έχετε παρατηρήσει: απ’ όσους ακούγονται περισσότερο στα Μέσα, νέα και παλιά, κανείς δεν μιλάει για ομάδες. Κόμμα Σαμαρά, Κόμμα Καρυστιανού, Κόμμα Τσίπρα – μ’ όλες τις διαφορές των τριών προαναγγελθέντων «κομμάτων» (κόμματα σε εισαγωγικά: τα πραγματικά κόμματα δεν γίνονται μόνο από αρχηγούς), η αναμονή των αρχηγών που θα σώσουν την παρτίδα δείχνει προσδοκίες χαμηλές όσο ποτέ. Ένα είδος απόγνωσης, που περιμένει τη λύτρωση το συντομότερο, με τον πιο ανώδυνο τρόπο, από ένα χάρισμα κι από μια Κυριακή. Και μετά;

Χρωστάμε στον Μαμντάνι την επανεπικαιροποίηση του ριζοσπαστισμού: της πολιτικής που στηρίζεται στην κινητοποίηση των πολλών και της εργατικής τάξης, των φτωχών. Χωρίς αυτούς, χωρίς «προπύργια», χωρίς ανθρώπους να το πάρουν πάνω τους, εθελοντικά, επειδή ενθουσιάζονται (όχι από οίκτο), δεν υπάρχουν ριζικές αλλαγές. Δεν υπάρχουν καν εκλογικές νίκες. Το μάθαμε πολύ επώδυνα και στα δικά μας, το 2023, για να το ξεχνάμε σήμερα.

Καλύτερα κι από την ταύτιση με την ομάδα που νικάει αλλού, είναι να φτιάξεις την ομάδα που θα νικήσει εδώ. Δείτε τις δημοσκοπήσεις: ο μέσος όρος των δύο πρώτων κομμάτων στις μετρήσεις του Οκτωβρίου είναι 34,64%. Για τους λάτρεις της στατιστικής, είναι περίπου όσο το 2012 (35,63%). Η δυσπιστία απέναντι στους διαχειριστές της εξουσίας είναι τεράστια, η αναξιοπιστία τους ιδίως στον κόσμο που έχει ανάγκη μεγάλες αλλαγές, είναι τεράστια. Αυτή η δυσπιστία είναι ο ζωτικός χώρος για ένα ριζοσπαστικό σχέδιο της Αριστεράς. Όχι απλώς για μια εκλογική καμπάνια που θα ζητάει από τον κόσμο να μας λυπηθεί, αλλά για μια επανίδρυση: έναν δημόσιο χώρο της Αριστεράς, κινηματικές πρωτοβουλίες, πειστικό πρόγραμμα, εκλογική συνεργασία. Και, κάποια στιγμή, για ένα αξιόπιστο αριστερό κόμμα.