Στις 25 Σεπτεμβρίου, παρά τις προειδοποιήσεις -και τις απειλές- το ομόσπονδο κρατίδιο του ιρακινού Κουρδιστάν προέβη στη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, με αντικείμενο την απόσχισή του από την ιρακινή ομοσπονδία και τη δημιουργία ανεξάρτητου κουρδικού κράτους στον ιρακινό βορρά. Τα αποτελέσματα ήταν τα αναμενόμενα: με συμμετοχή 72,16% το ποσοστό υπέρ της απόσχισης έφθασε το 92,73%, όπως –επίσης- αναμενόμενες ήταν και οι αρνητικές αντιδράσεις της Βαγδάτης, αλλά και άλλων γειτονικών κρατών.
Το δημοψήφισμα
Τίθεται, επομένως, το ερώτημα του γιατί ο Μασούντ Μπαρζανί, πρόεδρος του ομόσπονδου ιρακινού κρατιδίου, προχώρησε στο δημοψήφισμα. Ο πρώτος λόγος αφορά την εσωτερική πολιτική: ο Μασούντ Μπαρζανί δεν μπορούσε να αθετήσει την υπόσχεση του για δημοψήφισμα, αφού η δημιουργία ανεξάρτητου κουρδικού κράτους αποτελούσε πάγιο αίτημα των Κούρδων του Ιράκ. Το αίτημα αυτό δεν απορρέει απλώς από το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των λαών, αλλά και από τους διωγμούς που έχει υποστεί ο κουρδικός πληθυσμός του Ιράκ -και ως προς αυτό αρκεί να θυμηθεί κανείς την επίθεση με χημικά όπλα από τις δυνάμεις της Βαγδάτης εναντίον της κουρδικής πόλης Χαλάμπσα το 1987, από την οποία βρήκαν φρικτό θάνατο τουλάχιστον 5.000 άνθρωποι.
Ο δεύτερος λόγος αφορά την ενδυνάμωση των ελπίδων και προσδοκιών των Κούρδων του Ιράκ από τα ίδια τα γεγονότα: η δημιουργία ανεξάρτητου κουρδικού θύλακα στον ιρακινό βορρά, απόρροια της επιχείρησης «Καταιγίδα της Ερήμου» το 1991 εναντίον της Βαγδάτης, δημιούργησε στον κουρδικό πληθυσμό την πεποίθηση ότι ήταν πλέον θέμα χρόνου η δημιουργία ανεξάρτητου κουρδικού κράτους. Η πεποίθηση αυτή έγινε ισχυρότερη μετά την επιχείρηση «Σοκ και δέος» το 2003, και πάλι εναντίον της Βαγδάτης, πολύ περισσότερο που η περιοχή των Κούρδων στο Ιράκ ήταν η μόνη ασφαλής περιοχή για τα αμερικανο–βρετανικά στρατεύματα που είχαν εισβάλει στην χώρα.
Ο τρίτος λόγος αφορά την περιφερειακή συγκυρία: μετά την έναρξη της επίθεσης της Αλ Κάϊντα του Ιράκ (ΑΚΙ) και τη ραγδαία εξάπλωση της σε ιρακινά και συριακά εδάφη, οι μόνες δυνάμεις ανάσχεσης της ήταν οι Κούρδοι του Ιράκ και της Συρίας, με τη βοήθεια των συμμάχων τους βεβαίως.
Τέλος, η κατάρρευση του λεγόμενου Ισλαμικού Χαλιφάτου –διάδοχου σχήματος της ΑΚΙ- και η κατάληψη της, πλούσιας σε πετρέλαιο, περιοχής του Κιρκούκ από τους Κούρδους του Ιράκ ολοκληρώνει την εικόνα και επιβάλει στους Κούρδους να εκμεταλλευθούν άμεσα την πλεονεκτική θέση που κατάφεραν να κερδίσουν. Αυτό, όμως, φέρνει στην επιφάνεια σοβαρά περιφερειακά προβλήματα και διακυβεύματα.
Τα διακυβεύματα
Το πρώτο αφορά το ζήτημα της αρχής της διατήρησης των διεθνώς αναγνωρισμένων συνόρων, όπως επίσης και της αρχής του σεβασμού της εδαφικής ακεραιότητας των κρατών. Οι δύο αυτές αρχές του Διεθνούς Δικαίου έχουν υιοθετηθεί σε μία προσπάθεια εξασφάλισης της σταθερότητας. Κατά συνέπεια, οι αρχές αυτές μπορούν να παρακαμφθούν μόνο σε περίπτωση που συμφωνούν πλήρως τα εμπλεκόμενα μέρη, όπως συνέβη στην περίπτωση της Τσεχοσλοβακίας.
Είναι σαφές ότι η περίπτωση του Ιράκ είναι πολύ πιο περίπλοκη από αυτήν της Τσεχοσλοβακίας, αφενός διότι ο κουρδικός λαός είναι διασκορπισμένος σε τέσσερα –κυρίως- κράτη, δηλαδή Ιράκ, Τουρκία, Συρία και Ιράν. Εάν λοιπόν, οι Κούρδοι του Ιράκ αποκτήσουν ανεξαρτησία, τότε σειρά έχουν οι Κούρδοι της Συρίας, που πολέμησαν τις δυνάμεις του λεγόμενου Ισλαμικού Χαλιφάτου (ΙΧ) και έχουν ήδη εγκαταστήσει εμβρυακές κρατικές δομές στην Ροζάβα, όπως επίσης και οι Κούρδοι της Τουρκίας, οι οποίοι βρίσκονται σε πόλεμο με τα κυβερνητικά στρατεύματα από το 1984 μέχρι σήμερα, με εξαίρεση κάποιες περιόδους ανακωχής. Εννοείται, βέβαια, ότι κάποια στιγμή θα θελήσουν να αυτονομηθούν και οι Κούρδοι του Ιράν.
Αν το ζήτημα της διατήρησης της εδαφικής ακεραιότητας είναι σημαντικό για το Ιράκ και τη Συρία, για την Τουρκία αποτελεί θέμα ζωτικής σημασίας, εάν λάβει κανείς υπόψιν ότι οι κουρδικές περιοχές στην Τουρκία βρίσκονται στο νότιο-ανατολικό τμήμα της χώρας, όπου έχουν τις πηγές τους οι ποταμοί Τίγρης και Ευφράτης, στο οποίο βρίσκονται τερματικοί σταθμοί πετρελαίου και νατοϊκή βάση, και το οποίο απέχει ελάχιστα από τον κατεχόμενο κυπριακό Βορρά. Έτσι, η Τουρκία επέλεξε να συμπράξει με το ΙΧ, προκειμένου να πλήξει τη νέα δυναμική του Κουρδικού ζητήματος, ενώ δεν δίστασε να θέσει σε σκληρή δοκιμασία τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ, οι οποίες με στόχο τη συντριβή του ΙΧ ενίσχυσαν τη σύμπραξη των κουρδικών δυνάμεων, αγνοώντας τις τουρκικές διαμαρτυρίες.
Οι αντιδράσεις
Ήδη έχουν εκδηλωθεί οι πρώτες αντιδράσεις, με αιχμή του δόρατος αυτές της Βαγδάτης, η οποία δήλωσε κατηγορηματικά ότι δεν πρόκειται να αναγνωρίσει το δημοψήφισμα, το οποίο θεωρεί αντισυνταγματικό και ως εκ τούτου άκυρο, ενώ ο ιρακινός πρωθυπουργός Χαϊντάρ Αμπάντι προειδοποίησε ότι θα εφαρμόσει το νόμο σε όλη την ιρακινή επικράτεια, αφήνοντας να εννοηθεί ότι δεν θα διστάσει να χρησιμοποιήσει βία. Απαντώντας στις απειλές της Βαγδάτης ο Μασούντ Μπαρζανί κάλεσε τον ιρακινό πρωθυπουργό σε διάλογο, ώστε να επέλθει συμφωνία, που θα αποτελέσει, όπως είπε, τη βάση για ένα καλύτερο μέλλον για όλους, διευκρινίζοντας ότι στόχος αυτού του δημοψηφίσματος δεν ήταν ο καθορισμός των συνόρων ανάμεσα στο Ιράκ και το Κουρδιστάν, ούτε η de facto εφαρμογή του.
Είναι προφανές ότι η κεντρική κυβέρνηση του Ιράκ δεν πρόκειται να υπαναχωρήσει, καθώς ήδη από την παραμονή του δημοψηφίσματος κάλεσε όλες τις χώρες που προμηθεύονται πετρέλαιο από το βόρειο Ιράκ να συναλλάσσονται απ’ ευθείας με τη Βαγδάτη και όχι με το Ερμπίλ, στοχεύοντας φυσικά στον οικονομικό στραγγαλισμό του ομόσπονδου κουρδικού κρατιδίου. Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η Τουρκία, από το έδαφος της οποίας διοχετεύεται το πετρέλαιο του ιρακινού Κουρδιστάν, που δήλωσε ότι θα σταματήσει τη ροή του προς τις διεθνείς αγορές, ενώ άφησε να εννοηθεί ότι δεν αποκλείει και τη χρήση στρατιωτικής βίας.
Το Ιράν από την πλευρά του, απείλησε ότι σε περίπτωση που το ιρακινό Κουρδιστάν ανακηρύξει την ανεξαρτησία του, θα ακυρώσει όλες τις συμφωνίες ασφάλειας που έχει συνάψει μαζί του, τάχθηκε υπέρ της διατήρησης της εδαφικής του ακεραιότητας του Ιράκ και εξέφρασε την πλήρη στήριξη του στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση της χώρας. Μόνο το Ισραήλ εξέφρασε ευθέως και δημοσίως την υποστήριξη του στη δημιουργία ενός ανεξάρτητου κουρδικού κράτους στο Ιράκ, εφόσον το Τελ Αβίβ θεωρεί ότι η αλλαγή συνόρων ευνοεί την ασφάλεια του.
Όμως δεν είναι μόνο οι τοπικοί και περιφερειακοί δρώντες που αντιδρούν στη δημιουργία ανεξάρτητου κουρδικού κράτους στον ιρακινό Βορρά, αλλά και οι διεθνείς, δεδομένου ότι υπάρχουν πάρα πολλές περιοχές ανά τον κόσμο, στις οποίες υπάρχουν αποσχιστικά κινήματα, που σε ορισμένες περιπτώσεις έχουν τη μορφή της ένοπλης βίας, όπως π.χ. στην Τσετσενία. Κατά συνέπεια, σχεδόν κανείς, εκτός από τους ενδιαφερόμενους, δεν επιθυμεί αλλαγή συνόρων και δημιουργία νέου ή –πολύ περισσότερο- νέων κρατών. Ακόμα, όμως, και στην περίπτωση που δεν υπάρχει αυτό το ενδεχόμενο, οι αλλαγές που θα επέλθουν δημιουργούν προβλήματα στις σχέσεις χωρών, όπως οι ΗΠΑ με τους τοπικούς τους συμμάχους.
Ως εκ τούτου, η Ουάσιγκτον θεωρεί ότι το δημοψήφισμα θέτει σε κίνδυνο την πάλη κατά του λεγόμενου Ισλαμικού Χαλιφάτου και απείλησε ότι θα διακόψει κάθε βοήθεια προς τους Κούρδους του Ιράκ, ενώ η Μόσχα δήλωσε ότι θα σεβαστεί τη λαϊκή ετυμηγορία, αλλά υπογράμμισε ότι θα πρέπει να βρεθεί, μέσω διαλόγου, μία συμβιβαστική φόρμουλα συνύπαρξης εντός του ιρακινού κράτους.
Όπως προκύπτει, λοιπόν, κάθε άλλο παρά βέβαιο είναι ότι το δημοψήφισμα αυτό θα οδηγήσει πράγματι στη δημιουργία ανεξάρτητου κουρδικού κράτους, δεδομένων των τεράστιων διακυβευμάτων που εμπεριέχει, αλλά και των αλυσιδωτών αντιδράσεων που ήδη έχει αρχίσει να προκαλεί.
Βιβή Κεφαλά
Πηγή: Η Εποχή