Συνεντεύξεις

Δημήτρης Τζανακόπουλος: Το μεγάλο επίδικο της εποχής είναι το πρόσημο που θα πάρει η κοινωνική δυσαρέσκεια

Τη συνέντευξη πήρε ο Παύλος Κλαυδιανός

Από μια εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση περάσαμε σε μια έκρυθμη. Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ – Π.Σ., αποδίδει μεγάλο μερίδιο ευθύνης στην κυβέρνηση;
Η κυβέρνηση ζήτησε χρόνο από την κοινωνία, από τους πολίτες, ώστε να προετοιμάσει τον κρατικό μηχανισμό, το εθνικό σύστημα υγείας, αλλά και το εκπαιδευτικό σύστημα, για τη νέα φάση στην οποία έχει εισέλθει ολόκληρος ο κόσμος, με δεδομένο ότι μια δεύτερη φάση της πανδημίας είχε προεξοφληθεί από την επιστημονική κοινότητα. Ο χρόνος δόθηκε, αλλά η κυβέρνηση όχι απλώς δεν τήρησε τις υποχρεώσεις της απέναντι στους πολίτες, αλλά αντίθετα επιδόθηκε σε ένα προσβλητικό κρεσέντο αυτοθαυμασμού και σε μια απόπειρα κυνικής πολιτικής κεφαλαιοποίησης της συλλογικής επιτυχίας της πρώτης φάσης της πανδημίας. Δεν προετοίμασε το εθνικό σύστημα υγείας, δεν εγγυήθηκε το ασφαλές άνοιγμα των σχολείων, δεν ενίσχυσε τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Την ίδια στιγμή, αξιοποίησε την κρίση και το λοκντάουν ως ευκαιρία ώστε να επιταχύνει μια ταξική πολιτική αναδιάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας. Έδωσε το σύνθημα για οριζόντια μείωση μισθών, μόνη σε όλη την Ευρώπη επιδότησε την ανεργία και όχι την εργασία με την έμπνευση για τις αναστολές συμβάσεων, δεν στήριξε τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Και τούτο το τελευταίο όχι λόγω δημοσιονομικής στενότητας, αλλά στη βάση μιας επιλογής που στοχεύει στον κανιβαλισμό των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, ώστε να δημιουργηθούν νέοι όροι συσσώρευσης στην ελληνική οικονομία προς όφελος συγκεκριμένων ατομικών κεφαλαίων. Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και άλλα στη λίστα των πράξεων και παραλείψεων της κυβέρνησης όμως: την πλήρη αδιαφάνεια στις έκτακτες δαπάνες, τις απευθείας αναθέσεις, τη λίστα Πέτσα, τα σκάνδαλα, σας θυμίζω το «σκόιλ ελικίκου» και το φιάσκο με τις μάσκες που επιβεβαίωνουν την εκτίμηση μας ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με μια κυβέρνηση που εγκληματεί εναντίον της κοινωνίας, μια κυβέρνηση επικίνδυνη. Όλα αυτά δημιουργούν πράγματι μια κατάσταση έκρυθμη. Και το στοίχημα τώρα για το ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ είναι να εντείνει την κοινωνική και πολιτική πίεση, ώστε να μπει φρένο στην κατηφόρα, αλλά και να δημιουργηθούν προϋποθέσεις μιας συνολικής αλλαγής συσχετισμού.

Πού αποδίδεις το τωρινό, σχεδόν, αδιέξοδο στη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης, παρά το ότι δόθηκε χρόνος; Πού αποδίδεις την «αδράνεια» της κυβέρνησης;
Δεν θεωρώ ότι είναι αδράνεια, αλλά πολιτικό σχέδιο που συνάδει με το νεοφιλελεύθερο στρατηγικό προσανατολισμό της κυβέρνησης και του κ. Μητσοτάκη. Έναν προσανατολισμό που δεν έκρυψαν ποτέ, εκτός ίσως από τις τελευταίες δέκα, δεκαπέντε μέρες πριν τις εκλογές του Ιουλίου. Σας είπα και προηγουμένως ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με σχέδιο. Ενώ υπήρχε η δημοσιονομική δυνατότητα λόγω του μαξιλαριού ρευστότητας που κληροδότησε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ στη χώρα, αλλά και λόγω της άρσης των περιορισμών του Συμφώνου Σταθερότητας, η κυβέρνηση δεν προχώρησε στη γενναία αύξηση των δαπανών για να περιορίσει την ύφεση. Αντίθετα αξιοποίησε και αξιοποιεί την κρίση ως ευκαιρία για να προωθήσει μια πολιτική αλά ΔΝΤ. Μειώσεις μισθών, μόνιμες ρυθμίσεις ελαστικοποίησης της αγοράς εργασίας και νόμιμες υποχρεωτικές απλήρωτες υπερωρίες για όσους αναγκαστικά μπουν σε καραντίνα –πρωτοφανές– έρχονται να προστεθούν σε προηγούμενες ρυθμίσεις που κατήργησαν στην ουσία τους τις συλλογικές συμβάσεις, την προστασία των εργολαβικών, την απαγόρευση των αδικαιολόγητων απολύσεων. Επίσης, η απροθυμία στήριξης μικρομεσαίων επιχειρήσεων δεν είναι καθόλου τυχαία: είναι και αυτή μέρος ενός σχεδίου για την αναδιάρθρωση της ελληνικής οικονομίας. Σας θυμίζω ότι στόχος του ΔΝΤ ήδη από την αρχή της χρηματοπιστωτικής κρίσης ήταν η εκκαθάριση των λεγόμενων μη ανταγωνιστικών επιχειρήσεων. Αυτή ακριβώς η πολιτική συνεχίζεται και σήμερα. Και είναι προδιαγεγραμμένο ότι αυτές οι επιλογές θα έχουν τα αντίθετα αποτελέσματα από αυτά στα οποία στοχεύουν και υπόσχονται. Είναι η μεγάλη υπόσχεση του νεοφιλελευθερισμού που παραμένει πάντα ανεκπλήρωτη. Διότι τι μας λέει ο νεοφιλελευθερισμός: ανεχτείτε τις δυσκολίες, τις μειώσεις μισθών, τα λουκέτα, τη λιτότητα διότι έτσι μόνο θα έχουμε ανάπτυξη, θα μεγαλώσει η πίτα και όλοι θα κερδίσουν στο μέλλον. Το μέλλον, όμως, αυτό δεν έρχεται ποτέ, η υπόσχεση παραμένει εσαεί ανεκπλήρωτη και πάλι από την αρχή.

Μπορεί να αποφευχθεί αυτή η παγίδα; Στη ΔΕΘ ο πρόεδρος Αλέξης Τσίπρας παρουσιάζοντας τις επείγουσες προτάσεις και τους άξονες μίλησε και για την ανάγκη μιας κοινωνικής συμφωνίας. Να περιγράψουμε το περιεχόμενο και το στόχο της;
Ο Αλέξης Τσίπρας στη ΔΕΘ έθεσε τους βασικούς άξονες μιας στρατηγικού χαρακτήρα αντιπαράθεσης με τη ΝΔ. Δεν έχουμε να κάνουμε εδώ απλώς με επιμέρους προτάσεις που μπορούν να συζητηθούν ή να εφαρμοστούν κατά μόνας. Αλλά για ένα συνολικά διαφορετικό παραγωγικό και οικονομικό μοντέλο, για ένα ριζικά διαφορετικό προσανατολισμό. Όταν, για παράδειγμα, η ΝΔ λέει ότι η αύξηση των ανισοτήτων μπορεί μακροπρόθεσμα να αποδειχθεί ευνοϊκή για όλη την κοινωνία, εμείς λέμε το ακριβώς αντίθετο. Ποτέ η αύξηση των ανισοτήτων, απόλυτη ή σχετική, δεν είναι καλό νέο. Αυτό νομίζω ότι είναι η κύρια διαχωριστική γραμμή που θέτει το κοινωνικό ζήτημα στο επίκεντρο. Το ζήτημα δηλαδή του μισθού, του κοινωνικού κράτους, της αναδιανομής. Και ακριβώς αυτό αποτυπώνεται στην ανάγκη για ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, στην ανάγκη για τη σύμπλευση των κοινωνικών δυνάμεων που πλήττονται από την κρίση. Και αυτή η σύμπλευση μπορεί σήμερα να εκφραστεί πολιτικά από το σχέδιο που παρουσιάσαμε στη ΔΕΘ. Πρώτα οι τρεις παραδοχές: Τα πλεονάσματα πρέπει να αποτελέσουν παρελθόν, το δημόσιο πρέπει να ασκήσει τα δικαιώματα του στο τραπεζικό σύστημα, το ιδιωτικό χρέος πρέπει να κουρευτεί. Και φυσικά ένα συνολικά νέο παραγωγικό μοντέλο με τις δυνάμεις της εργασίας στο επίκεντρο. Ενώ άμεσα πρέπει να υλοποιηθούν τα συγκεκριμένα 11 μέτρα με στόχο την ενίσχυση των εργαζομένων, τη στήριξη της εργασίας, την παροχή ρευστότητας στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, την ενίσχυση του ΕΣΥ, την ενίσχυση της εκπαίδευσης. Άμεσες ενέσεις, δηλαδή, για να προστατευτεί η κοινωνία και να περιοριστεί η ύφεση. Τι κάνει δηλαδή η ΝΔ; Τα ακριβώς αντίθετα. Άρα λοιπόν εδώ δεν μιλάμε για μια οικονομίστικη πρόταση, αλλά για μια άλλη ανταγωνιστική στρατηγική. Και σε αυτή τη στρατηγική το ζήτημα της δημοκρατίας και των θεσμών έχουν κυρίαρχη θέση. Διότι, με την ευκαιρία της πανδημίας φαίνεται ότι η κρατική μηχανή και οι κυρίαρχες δυνάμεις δημιουργούν μια εντελώς νέα διακυβερνητική πρακτική. Η πανδημία δημιουργεί όρους, ώστε πλέον να μην τηρούνται ούτε τα προσχήματα και αυτό να είναι νομιμοποιημένο ως αναγκαστικό λόγω των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης και της έκτακτης συνθήκης. Μια διαρκής κατάσταση «υπερ-εξαίρεσης». Δείτε τη λειτουργία της Βουλής, δείτε τις απευθείας αναθέσεις, τη λειτουργία των δημοτικών συμβουλίων και των κυβερνητικών και διοικητικών οργάνων με τις δια περιφοράς αποφάσεις, δείτε τη λίστα Πέτσα και πόσα άλλα. Η μεταδημοκρατία είναι όαση μπροστά σε αυτά που συμβαίνουν σήμερα.

Ως νέος γραμματέας θα κάνεις αναπροσαρμογές στην αντιπολιτευτική τακτική του κόμματος; Εννοούμε και στη μορφή και στο περιεχόμενο.
Δεν υπάρχει περιεχόμενο που να μην καθορίζεται από τη μορφή. Αυτό είναι δεδομένο. Η μορφή της κοινοβουλευτικής αντιπαράθεσης θα παράξει συγκεκριμένα περιεχόμενα μέσα στα όρια που θέτει η κοινοβουλευτική συνθήκη. Και με αυτή την έννοια είναι αναγκαία, αλλά δεν αρκεί. Όμως για να είμαστε ειλικρινείς, η κινηματική δράση, που συνήθως παράγει πολύ πιο ριζοσπαστικά περιεχόμενα, δεν εκβιάζεται. Οι εξάρσεις και οι υφέσεις των κινημάτων δεν εξαρτώνται μόνο από τη βούληση μας. Πολλές φορές η κοινωνία μας εκπλήσσει είτε θετικά, είτε αρνητικά. Το σίγουρο όμως είναι ότι οι θέσεις των κομμάτων, ο λόγος τους, ο στρατηγικός τους προσανατολισμός μπορεί να επηρεάσει και τις μορφές που θα πάρει η κοινωνική κίνηση. Όπως και η δράση τους. Εμείς έχουμε υποχρέωση να μην αρκούμαστε μόνο στην κοινοβουλευτική δράση. Τα συνδικάτα, οι γειτονιές, οι αυθόρμητες αντιστάσεις, μικρότερες ή μεγαλύτερες, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, είναι πεδία κοινωνικής και πολιτικής παρέμβασης. Επομένως ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ δεν πρέπει να απουσιάζει από πουθενά. Και είναι ακριβώς αυτή η πανταχού παρουσία που αποτελεί προϋπόθεση της πολιτικής ηγεμονίας. Όμως όταν μιλάμε για ηγεμονία να ξέρουμε ότι δεν αναφερόμαστε κυρίως στο πολιτικό πεδίο. Η έννοια της ηγεμονίας αφορά πρωτευόντως τα ταξικά συμφέροντα. Είναι η δυνατότητα μιας τάξης ή μιας συμμαχίας τάξεων να πείθει ότι το συμφέρον της αποτελεί ταυτόχρονα το συμφέρον ολόκληρης της κοινωνίας. Και εκεί είναι το μεγάλο στοίχημα για τον ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ: να βοηθήσει στον αγώνα να πειστεί η κοινωνία, η πλειοψηφία της ότι το συμφέρον των εργαζόμενων, των μικρών, των μεσαίων, των ανέργων είναι ταυτόχρονα συμφέρον όλων. Ότι η αύξηση των μισθών, η ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, η δημοκρατία είναι προς το συμφέρον όλης της κοινωνίας.

Οι διαμαρτυρίες, που είδαμε, στην Καρδίτσα υπονοούν ότι είμαστε κοντά σε μια καμπή στην κοινωνία; Αρχίζει άραγε να κλονίζεται ο κυρίαρχος πολιτικός συσχετισμός που έφερε τη ΝΔ στην εξουσία;
Πράγματι, οι πρώτες ρωγμές και πολιτικές μετατοπίσεις έχουν αρχίσει να κάνουν την εμφάνιση τους, όπως ήταν αναμενόμενο μετά τον κυβερνητικό τραγέλαφο και την αδυναμία της κυβέρνησης να διαχειριστεί το οτιδήποτε πέραν των συστημικών μέσων ενημέρωσης. Η λαϊκή δυσαρέσκεια αυξάνεται και σύντομα θα μετατραπεί σε πραγματική δυσφορία που θα προκαλέσει μεγάλες ανακατατάξεις. Και εδώ είναι που μπαίνει η πολιτική και η μάχη των ιδεών. Το μεγάλο επίδικο της εποχής -όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για ολόκληρο τον κόσμο- είναι το πρόσημο που θα πάρει αυτή η δυσαρέσκεια: θα είναι το πρόσημο της νέας σκληρής δεξιάς ή θα είναι ένα προοδευτικό, αριστερό, δημοκρατικό πρόσημο. Ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε αυτή τη μάχη την περίοδο 2011-2015 πρέπει να την ξανακερδίσει και έχει όλες τις προϋποθέσεις αρκεί να επικεντρωθεί στα κύρια, και όχι στα δευτερεύοντα και τα τριτεύοντα.

Στην Κ.Ε. και σε συνεντεύξεις υποστήριξες ότι ο ΣΥΡΙΖΑ – Π. Σ. είναι κόμμα κοινωνικού μετασχηματισμού, όχι εναλλαγής, και ως χαρακτηριστικά προσέδωσες το λαϊκό, μαζικό, εργατικό, ανοικτό, δημοκρατικό κτλ. Τι σημαίνουν αυτά σε ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο;
Κόμμα κοινωνικού μετασχηματισμού και όχι κόμμα απλής εναλλαγής στην εξουσία σημαίνει ότι εμείς θέλουμε την κυβέρνηση, αγωνιζόμαστε για την κυβέρνηση και θα ξαναπάρουμε την κυβέρνηση, για να αλλάξουμε την κοινωνία και όχι για να διαχειριστούμε την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων. Το ίδιο θέλουν ανομολόγητα ή ομολογημένα και οι νεοφιλελεύθεροι. Κάθε μέρα με την πολιτική τους αλλάζουν την κοινωνία. Μειώνουν μισθούς, διαλύουν το κοινωνικό κράτος, διαβρώνουν τους δημοκρατικούς θεσμούς, αλλάζουν τις ιδέες της κοινωνίας για το δημόσιο χώρο, για τα δημόσια αγαθά, αλλάζουν τις κοινωνικές και οικονομικές δομές. Δεν πρέπει να θέλει το ίδιο και η Αριστερά, αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση; Να επιχειρήσει να αλλάξει την κοινωνία διά της πολιτικής; Τι θα έπρεπε δηλαδή να κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ; Να διαχειριστεί απλώς την καταστροφή του νεοφιλελευθερισμού; Θέλουμε την κυβέρνηση για να αλλάξουμε τις οικονομικές προτεραιότητες, την οργάνωση της παραγωγής και το πλαίσιο εργασίας, να οικοδομήσουμε κοινωνικό κράτος, να διευρύνουμε και όχι να περιορίσουμε τις δημοκρατικές ελευθερίες και τα δικαιώματα και πολλά πολλά άλλα. Εξάλλου πολιτική σημαίνει να μετασχηματίζεις τη συγκυρία, δηλαδή το συσχετισμό δύναμης στη μια ή στην άλλη κατεύθυνση. Άρα νομίζω είπα το αυτονόητο.

Έμμεσα, τις τελευταίες μέρες, η κυβέρνηση αποδίδει ευθύνες στη νεολαία, στον ΣΥΡΙΖΑ κτλ. Τι απαντάτε;
Τι να απαντήσει κανείς σε αυτό; Η κυβέρνηση και ο κ. Μητσοτάκης με τις παλινωδίες, με τις ανεπάρκειες, με την επιλογή να μην στηρίξει το ΕΣΥ και την εκπαίδευση έχει δημιουργήσει τους όρους για την τέλεια καταιγίδα. Και ψάχνει τώρα να φορτώσει την ευθύνη στη νεολαία και στους πολίτες συνολικά, επειδή έχει ήδη χάσει τον έλεγχο. Θα μπορούσε ενδεχομένως να μιλήσει για ατομική ευθύνη αν είχε κάνει όσα έπρεπε και όφειλε για το ΕΣΥ, για τα σχολεία, για τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Αλλά όταν αποδεικνύεται πλέον ότι ο κ. Κικίλιας έλεγε ψέματα για τις διαθέσιμες ΜΕΘ, αλλά και για το προσωπικό στα νοσοκομεία που είναι 5.000 λιγότερο από πέρσι την ίδια περίοδο, όταν η κ. Κεραμέως αντί να ασχοληθεί με το ασφαλές άνοιγμα των σχολείων, είχε προτεραιότητα να περάσει νομοσχέδιο για να ικανοποιήσει τους σχολάρχες μέσα στο καλοκαίρι και μας κορόιδευε απροσχημάτιστα, με αποκορύφωμα την περίφημη δήλωση για το μέσο όρο μαθητών ανά τμήμα, όταν καθημερινά παρακολουθούμε απαράδεκτες εικόνες στα μέσα μαζικής μεταφοράς στα μεγάλα αστικά κέντρα, η κυβέρνηση και ο κ. Μητσοτάκης δεν δικαιούνται να αποδίδουν την αποτυχία και το αδιέξοδο στην ατομική ευθύνη των πολιτών. Και να σας πω και κάτι; Θεωρείτε, δηλαδή, ότι ακόμα και για φαινόμενα ατομικής ανευθυνότητας δεν φέρει ευθύνη η κυβέρνηση, η οποία εξέπεμψε εντελώς αντιφατικά μηνύματα με τους πανηγυρισμούς ότι δήθεν νικήσαμε τον ιό και τα παρόμοια; Όλα αυτά είναι δεδομένο ότι θα δημιουργούσαν σύγχυση και καχυποψία και με αυτή την έννοια θα έλεγα ότι η κυβέρνηση εξέθρεψε έμμεσα και φαινόμενα ανορθολογισμού. Αντίθετα, αυτό που όφειλε να κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ το έκανε. Με αίσθημα ευθύνης στήριξε και στηρίζει τις προτάσεις των επιστημόνων για την προστασία από τον ιό. Όμως απέναντι στην κυβέρνηση, την τραγελαφική αυτή κυβέρνηση, δεν πρόκειται να χαριστούμε.

Πώς θα παρέμβει το κόμμα στο πρωτοβάθμιο επίπεδο, να αποκτήσουν οι ΟΜ παρέμβαση στην τοπική κοινωνία, και πολιτικό ρόλο;
Η πανδημία έχει αλλάξει ήδη τον κόσμο. Και στον κόσμο περιλαμβάνεται και η πολιτική, το κόμμα, ο τρόπος οργάνωσης του, ο τρόπος οργάνωσης του διαλόγου, οι μορφές δράσεις. Βρισκόμαστε πλέον σε ένα νέο σύμπαν. Αχαρτογράφητο όμως. Πρέπει να συνδυάσουμε παραδοσιακές και νέες μορφές δράσης. Διότι αν η κοινωνική αποστασιοποίηση και οι καραντίνες δίνουν χώρο σε αυτό που σας έλεγα προηγουμένως: την εγκαθίδρυση μιας κατάστασης υπερ-εξαίρεσης. Δεν μπορούμε να πατήσουμε pause στην πολιτική και κοινωνική δράση και να αδρανήσουμε. Άρα το πρώτο ζητούμενο είναι το κόμμα μας, ο ΣΥΡΙΖΑ – Π.Σ. να παραμείνει ενεργός στη νέα συνθήκη. Και να αξιοποιήσει όλες τις δυνατότητες και εννοώ και τις διαδικτυακές για να παρέμβει. Τι σημαίνει όμως παρέμβαση και εξωστρέφεια του κόμματος γενικά, αλλά και σε συνθήκες πανδημίας ειδικότερα; Σημαίνει ότι οι ΟΜ πρέπει να γίνουν το κόμμα στο χώρο τους. Δεν αρκεί απλώς η γενική πολιτική συζήτηση στις συνεδριάσεις. Η αλληλεγγύη σε όσους περιθωριοποιούνται, οι παρεμβάσεις τοπικά σε νοσοκομεία και σχολεία, οι αυτοδιοικητικές πρωτοβουλίες, οι τοπικοί εργατικοί αγώνες, είναι που πρέπει το κόμμα σε κάθε χώρο να οργανώσει και να στηρίξει. Δεν βλέπω άλλο δρόμο, δεν ξέρω άλλο δρόμο για ένα προοδευτικό αριστερό κόμμα.

Μίλησες για το κενό, σε σχέση με την κοινωνία, που προέκυψε στο κόμμα λόγω της απότομης ανόδου το 2012 – 2014. Πώς σχεδιάζεις αυτό να καλυφθεί;
Μα ακριβώς σε αυτό έρχεται να απαντήσει η στρατηγική σύλληψη της διεύρυνσης, της ανασυγκρότησης, του μετασχηματισμού του ΣΥΡΙΖΑ – Π. Σ. Και νομίζω ότι αυτή περιλαμβάνει τρία επίπεδα που αλληλοδιαπλέκονται. Πρώτον, η πολιτική διεύρυνση: ο ΣΥΡΙΖΑ, και μιλώ για το παρελθόν μας, έχει την εξής ιδιαιτερότητα: είναι η μόνη πολιτική δύναμη της ριζοσπαστικής αριστεράς στις χώρες του ύστερου καπιταλισμού (εξαιρώ τη Λατινική Αμερική, που είναι μια άλλη ιστορία), που όχι μόνο κατάφερε να μετατοπίσει το συσχετισμό, αλλά και να κερδίσει τις εκλογές. Υπήρξαν και άλλα θετικά και αισιόδοξα παραδείγματα, οι Εργατικοί του Κόρμπυν, το κίνημα που δημιούργησε ο Σάντερς, οι Ποδέμος, αλλά κανείς άλλος με αναφορά στη ριζοσπαστική αριστερά δεν κατάφερε να κερδίσει εκλογική μάχη και να σχηματίσει κυβέρνηση. Άρα από αυτή την άποψη, η δική μας εμπειρία είναι μοναδική. Και σε αυτή την εμπειρία συνδυάζεται ο ορίζοντας της κοινωνικής χειραφέτησης με τη διακυβέρνηση υπό έναν δυσμενή συσχετισμό. Αυτός ο συνδυασμός δημιούργησε τους όρους με καταλύτη τη Συμφωνία των Πρεσπών για την πολιτική διεύρυνση του ΣΥΡΙΖΑ με την Προοδευτική Συμμαχία. Και αυτή η διεύρυνση γεννά την ιστορική ευκαιρία να δημιουργηθεί μια νέα πολιτική παράδοση. Να πάρει σάρκα και οστά ο στόχος του κόμματος, που θα είναι ταυτόχρονα κόμμα αγώνα και κόμμα διακυβέρνησης. Που θα ενώνει πολιτικές παραδόσεις, καταγωγές, ιστορικές διαδρομές σε μια ενιαία πολιτική και κοινωνική δύναμη. Το δεύτερο επίπεδο είναι αυτό των συνδικάτων, της τοπικής αυτοδιοίκησης, των επιστημονικών συλλόγων, των επιμελητηρίων, των θεσμικών δηλαδή εκφράσεων της κοινωνίας. Εκεί υπάρχουν διάσπαρτες δυνάμεις, προοδευτικές, δημοκρατικές που προέρχονται από την παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία μέχρι και την άκρα αριστερά, που μπορούμε να εκφράσουμε και να οργανώσουμε, σεβόμενοι πάντοτε την αυτονομία των κοινωνικών χώρων. Και το τρίτο επίπεδο είναι αυτό της εκτός θεσμών και κράτους κοινωνικής κίνησης: της αυτοοργάνωσης της αλληλεγγύης, των τοπικών αντιστάσεων, των κοινωνικών ροών από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μέχρι τα αυθόρμητα ξεσπάσματα, τα μεγάλα και τα μικρά. Αυτά τα τρία επίπεδα διαμορφώνουν το εφικτό εύρος κοινωνικής και πολιτικής επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ.

Πηγή: Η Εποχή