Όταν, πριν περίπου 25 χρόνια, επί ΠΑΣΟΚ, ξεκίνησε ο θεσμός του ολοήμερου στο δημόσιο σχολείο, η τότε κυβέρνηση, μιμούμενη ξένα μοντέλα, εισήγαγε στην εδώ πραγματικότητα έναν θεσμό που ήδη λειτουργούσε επί μακρόν στην Ευρώπη και είχε επιδείξει τα πλεονεκτήματα του, τα όρια του αλλά και τα προβλήματα που δυνητικά είχε να αντιμετωπίσει.
Το κυριότερο πρόβλημα, επεσήμαναν τότε και τώρα οι αριστερές φωνές της εκπαίδευσης ήταν αυτό των υποδομών. Αποτελούσε εξ αρχής και εξακολουθεί να αποτελεί βαρβαρότητα να υποχρεώνεις παιδιά 6 έως 12 χρονών να παραμένουν σε μια σχολική αίθουσα από το πρωί στις 8:00 (ενίοτε και στις 7:00) έως τις 16:00 το μεσημέρι (ή και έως τις 17:30), εκεί να κάνουν το πρωινό σχολικό πρόγραμμα, να τρώνε και στη συνέχεια να μελετούν τις σχολικές τους υποχρεώσεις, με μόνη ελεύθερη στιγμή τα διαλείμματα, χωρίς καμία πρόβλεψη άλλου ενδιάμεσου ελεύθερου χρόνου και χωρίς κανένα χώρο ανάπαυσης – ξεκούρασης. Οι αντιρρήσεις αυτές πνίγηκαν στην κοινωνική ανάγκη που το ολοήμερο ήρθε να καλύψει: σε μια οικονομική πραγματικότητα που και οι δύο γονείς εργάζονται και καμία κρατική μέριμνα δεν υφίσταται για μειωμένο ωράριο για τον έναν γονέα ώστε να αναλάβει την ανατροφή του παιδιού, η μόνη λύση που απομένει είναι το σχολείο- αποθήκη, όπου εκεί θα «παρκαριστούν» τα παιδιά, μέχρις ότου έρθει η ώρα για τη «συγκομιδή» τους. Τα παιδιά φτάνουν στο σπίτι εξαντλημένα, για να διακτινιστούν στη συνέχεια στις άλλες δραστηριότητες που έχουν φορτωθεί στο πρόγραμμα τους (ξένες γλώσσες, μουσικά όργανα, αθλητισμός κλπ.), δραστηριότητες που υποτίθεται θα κάλυπτε το ολοήμερο σχολείο, όπως διαφήμιζαν, δραστηριότητες που στην πράξη δεν υλοποιούνται παρά μόνο σπάνια, ατελώς και κατά τύχη, καθώς η στελέχωση του ολοήμερου γίνεται με όσους εκπαιδευτικούς έχουν ώρες που περισσεύουν από το πρωινό ωράριο. Εν τέλει, η μόνη απαίτηση των γονέων είναι τα παιδιά να κάνουν τη «μελέτη τους», ασχέτως αν αυτός που επιβλέπει τη μελέτη είναι κάποια δασκάλα, ο μουσικός, η εικαστικός, η «γαλλικού», ασχέτως αν η μελέτη γίνεται όπως –όπως, σε χρόνο και με τρόπο εξαντλητικό, οδηγώντας τους μαθητές σε ακόμα περισσότερη αποστροφή προς όσα ως γνώση προσφέρει το σχολείο.
Τα παραπάνω δεν αποτελούν καινοφανείς απόψεις. Η παιδαγωγική επιστήμη και η κοινωνιολογική έρευνα έχουν διεξοδικά τεκμηριώσει την ανάγκη το ολοήμερο σχολείο να λειτουργεί «αλλιώς», με σεβασμό στις παιδικές ανάγκες, προφέροντας και όχι διεκπεραιώνοντας ή βασανίζοντας. Όμως, εν έτει 2024, τα κενά στα σχολεία υπολογίζονται, φτάνοντας στα Χριστούγεννα, στα 3.500 ως 4.000, ενώ περίπου 45.000 αναπληρωτές καλύπτουν πάγιες ανάγκες. Τα κενά θα ήταν πολύ περισσότερα αν δεν είχε υπάρξει μια καταιγίδα συγχωνεύσεων και καταργήσεων τμημάτων.
Η πραγματικότητα βλάπτει τη δημόσια εικόνα του Υπουργού. Αυτό πρέπει να αλλάξει. Έρχονται λοιπόν πρόθυμοι, και με το παραπάνω, υπηρεσιακοί παράγοντες, να επιδείξουν «σιδερένια πυγμή». Με μια πρωτοφανή στα εκπαιδευτικά χρονικά έφοδο, τριμελής ομάδα αποτελούμενη από τον Περιφερειακό Διευθυντή Εκπαίδευσης, τον Περιφερειακό Επόπτη Ποιότητας και τη Διευθύντρια Εκπαίδευσης Α΄ ΔΙΠΕ Αθήνας, προέβη σε αυτοψία σε δυο δημοτικά σχολεία στου Ζωγράφου, μέτρησε τα παιδιά, τα βρήκε λίγα και ανακοίνωσε ότι θα καταργηθούν τμήματα ολοήμερου και θα απομακρυνθούν εκπαιδευτικοί από τα συγκεκριμένα σχολεία. Αυτή η αιφνιδιαστική ενέργεια δεν έλαβε υπόψη της ότι ο αριθμός των παιδιών στο ολοήμερο –παιδιά που έχουν δηλωθεί με υπεύθυνη δήλωση των γονέων τους στην αρχή της σχολικής χρονιάς- είναι αυξομειούμενος από μέρα σε μέρα, άρα χρειάζεται παρατήρηση πέραν της μιας τυχαίας αυτοψίας για να εξαχθούν συμπεράσματα. Αυτή η αιφνιδιαστική ενέργεια επιλέχθηκε να γίνει σε σχολεία όπου έχουν οργανική θέση συνδικαλιστές της εκπαίδευσης με πολυετή προσφορά σε απεργιακές κινητοποιήσεις, εκδικητικά και με στοχοποίηση, θα έλεγαν οι κακοπροαίρετοι. Αυτή η ενέργεια, πρώτα και κύρια ήρθε να διατυμπανήσει ότι για τα κενά στην εκπαίδευση φταίνε οι τεμπέληδες εκπαιδευτικοί που πιάνουν θέσεις που δεν χρειάζονται στα ολοήμερα.
Πάντοτε θα υπάρχουν υπηρεσιακοί παράγοντες, τοποθετημένοι με συγκεκριμένες, διαδικασίες σε καλοπληρωμένες θέσεις που επιδιώκουν να φανούν αρεστοί σε όσους τους επέλεξαν. Δεν αναμένουμε εναλλακτικά να φανούν κάπου χρήσιμοι, υποστηρίζοντας πχ. το αίτημα για λιγότερους μαθητές ανά σχολική αίθουσα. Δεν έχουμε την απαίτηση να ενδιαφέρονται για το γεγονός ότι με βάση τα στοιχεία του Δικτύου Ευρυδίκη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Πληροφόρηση στην Εκπαίδευση (2021-2022), ο βασικός μισθός των εκπαιδευτικών πλήρους απασχόλησης στην Ελλάδα, είναι ο πέμπτος χαμηλότερος στην ΕΕ -σε μονάδες αγοραστικής δύναμης. Κανένας δεν περιμένει με ενέργειες τους να επιλυθεί έστω και ένα ελάχιστο εκπαιδευτικό πρόβλημα της αρμοδιότητας τους. Αλλά το να δρουν με τόσο απροκάλυπτο τρόπο, αντιμετωπίζοντας εκπαιδευτικούς, μαθητές, γονείς ως εχθρούς είναι πράγματι εκτός ορίων, ακόμα και για την εποχή Μητσοτάκη. Ενώ γράφονται αυτές οι γραμμές, έχουν ήδη πραγματοποιηθεί κινητοποιήσεις Εκπαιδευτικών Σωματείων και Συλλόγων Γονέων της περιοχής ως απάντηση στις επιχειρούμενες μεθοδεύσεις, ήδη αναμένονται και άλλες αντιδράσεις. Γνωρίζετε το ρητό: ό,τι σπέρνεις, θερίζεις.
Δημήτρης Σκλάβος