«Φοβάμαι πως πρόκειται για μια τραγική πολιτική φιγούρα» λέει ο Δημήτρης Ψαρράς για τον Έλληνα πρωθυπουργό. Ο γνωστός δημοσιογράφος και συγγραφέας με το καινούργιο βιβλίο του «Μια καριέρα: Η πολιτική διαδρομή του Κυριάκου Μητσοτάκη», που κυκλοφόρησε πριν από μερικές ημέρες από τις εκδόσεις Νήσος, έχει βάλει «φωτιά» στις συζητήσεις, και όχι τυχαία.
Ο Δ. Ψαρράς έκανε κάτι πολύ απλό. Παρακολουθώντας βήμα προς βήμα τη διαδρομή τού πρωθυπουργού από τα παιδικά του χρόνια στο Παρίσι, τα φοιτητικά στο Χάρβαρντ, την επαγγελματική θητεία του στην ελεύθερη αγορά και τον τρόπο που πολιτεύτηκε μέχρι να φτάσει στον πρωθυπουργικό θώκο, αποδομεί συστηματικά την πολιτική και μιντιακή εικόνα που μεθοδικά φιλοτέχνησε ο Κ. Μητσοτάκης όλο αυτό το διάστημα. Πολύτιμα εργαλεία στα χέρια του συγγραφέα αναδείχθηκαν τα ίδια τα λόγια, τα κείμενα και τα έργα του νυν πρωθυπουργού.
«Στέλεχος δεύτερης σειράς» χαρακτηρίζει τον Κ. Μητσοτάκη ο Δ. Ψαρράς και όση ώρα μιλάμε μας εξηγεί επακριβώς πώς προέκυψαν τα συμπεράσματά του. «Να μην κρεμόμαστε από την πολιτική ενός μαθητευόμενου Όρμπαν» συνιστά και δεν παραλείπει να υπογραμμίσει ότι «μετά από αυτή τη διακυβέρνηση θα χρειαστούμε πραγματικά μια νέα μεταπολίτευση».
Πώς μετά τις έρευνές σου για την Ακροδεξιά αποφάσισες να στοιχειοθετήσεις το πολιτικό πορτρέτο του Κυριάκου Μητσοτάκη;
Όπως προκύπτει από τη μελέτη της πολιτικής του διαδρομής, ο Κ. Μητσοτάκης είναι ο πρώτος πρωθυπουργός από τη Μεταπολίτευση που όχι μόνο συνεργάστηκε με στελέχη της Ακροδεξιάς, αλλά δεν δίστασε να τους δώσει τον πρώτο λόγο στο κόμμα. Εξάλλου, έχω εκδώσει ως ένθετα στην Εφημερίδα των Συντακτών βιβλία και για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη.
Γιατί έγραψες αυτό το βιβλίο; Γιατί τώρα;
Αποφάσισα να το γράψω μόλις διαπίστωσα ότι η εικόνα που έχουν δημιουργήσει ο ίδιος και οι επιτελείς του για τον Κ. Μητσοτάκη απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Είναι πλαστή.
Στο βιβλίο σου αποδομείς κομβικά στοιχεία πάνω στα οποία ο ίδιος ο πρωθυπουργός φιλοτεχνεί το πορτρέτο του. Το μόνον της ζωής του βιβλίο, την “επιτυχημένη” επαγγελματική του διαδρομή στον ιδιωτικό τομέα, το γεγονός ότι υπήρξε ο μικρότερος πολιτικός εξόριστος, τον τρόπο που επέλεξε να πολιτευτεί πριν και αφότου έγινε πρωθυπουργός. Ας τα πάρουμε με τη σειρά. Για τη βραβευμένη πτυχιακή του εργασία στο Χάρβαρντ, που, όπως διαβάζουμε στο βιβλίο σου, για τον ίδιο αποτελεί «έργο ζωής», τι απέδειξε η έρευνά σου;
Πρόκειται για μια εργασία πολύ χαμηλού επιπέδου, γεμάτη κοινοτοπίες, λάθη, ακόμα και παραχαράξεις ιστορικών ντοκουμέντων. Δεν θα άξιζε κανείς να ασχοληθεί μ’ αυτήν αν δεν την επέσειε ο ίδιος ακόμα και σήμερα ως σπουδαίο έργο ζωής και δεν έφτανε ακόμα και να προτείνει στον Αλέξη Τσίπρα να του την προσφέρει -όπως έκανε πριν λίγες μέρες στη Βουλή- για να αντιληφθεί κι εκείνος το βάθος των ελληνοαμερικανικών σχέσεων.
Είναι σατανικά επίκαιρο αυτό που αναδεικνύεις στο βιβλίο σου για τη μετάφραση της πτυχιακής εργασίας του προκειμένου να αποτελέσει το πρώτο και μοναδικό βιβλίο του. Όντως άλλαξε τη μετάφραση προκειμένου να εκδοθεί το 2006;
Είναι πράγματι τόσο χοντρά τα λάθη και οι παραχαράξεις ντοκουμέντων στην πτυχιακή του 1990, ώστε αναγκάστηκε και ο ίδιος ο Κ. Μητσοτάκης να προβεί σε πολλές διορθώσεις όταν εκδόθηκε η ελληνική μετάφραση το 2006. Και το χειρότερο είναι ότι αφαίρεσε ορισμένα κομμάτια και πρόσθεσε άλλα μόνο και μόνο για να προσαρμόσει το κείμενο στην εσωκομματική συγκυρία της Δεξιάς.
Το βιβλίο αυτό εξετάζει τον λαϊκισμό και τον ρόλο του στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις. Προ ημερών μάλιστα συνέστησε στονν αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης να το συμβουλευτεί. Ο ίδιος κατηγορεί τον λαϊκισμό της Αριστεράς στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις, ωστόσο τον υιοθέτησε απόλυτα στη Συμφωνία των Πρεσπών. Μετά την έρευνά σου, έχεις καταλάβει ποια είναι τελικά η θέση τού πρωθυπουργού γι’ αυτό το ζήτημα;
Μα αυτός είναι ο προβληματικός πυρήνας της σκέψης του που ξεδιπλώνεται με απλοϊκό τρόπο στο βιβλίο αυτό. Από τη μια μεριά εξυμνεί τους πολιτικούς ηγέτες που δεν λαμβάνουν υπόψη το λαϊκό αίσθημα και χαράσσουν εξωτερική πολιτική με βάση την προσωπική τους άποψη. Από την άλλη, εξηγεί ότι όταν συμβαίνει αυτό, οι κυβερνήσεις πέφτουν. Παγιδευμένος σ’ αυτό το σχήμα, δεν δυσκολεύτηκε να ντυθεί Σαμαράς το 2018-2019 μόνο και μόνο για να εκμεταλλευτεί το ύπουλο εθνικιστικό ρεύμα που υπέθαλψαν στη βόρεια Ελλάδα οι μηχανισμοί του «βαθέος κράτους». Και ναι μεν κέρδισε τις εκλογές, αλλά είναι υποχρεωμένος να προσποιείται ότι η Συμφωνία των Πρεσπών δεν υπάρχει.
Η σημερινή απόλυτη ταύτιση της κυβέρνησης Μητσοτάκη με τον αμερικανικό παράγοντα σε ανησυχεί;
Μα αυτή η ταύτιση ανησυχεί ακόμα και τον Κώστα Καραμανλή, που έσπευσε την προηγούμενη βδομάδα να το επισημάνει.
Σε ό,τι αφορά την πολυδιαφημισμένη θητεία του στον ιδιωτικό τομέα, όπως διαβάζουμε στο βιβλίο σου, κατέληξε σε μια καταστροφή. Στην τελευταία του εργασία, ως διευθύνων σύμβουλος της θυγατρικής της Εθνικής Τράπεζας, οδήγησε την εταιρεία σε κλείσιμο, αφού προηγήθηκαν ορκωτοί λογιστές και η επιστροφή των κονδυλίων της κοινοτικής επιδότησης. Τι είδους συστατική επιστολή είναι αυτή για έναν άνθρωπο που επιλέγει να πολιτευτεί και παλεύει να φτάσει ακόμα και στο αξίωμα του πρωθυπουργού;
Υπάρχει η λανθασμένη εντύπωση που προβάλλεται κατά κόρον από τους προπαγανδιστές τού «επιτελικού κράτους» ότι, προτού αποφασίσει να ασχοληθεί με την πολιτική, ο Κ. Μητσοτάκης διέπρεψε ως διευθυντικό στέλεχος σε επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα. Πρόκειται για μύθο. Αρκεί να μελετήσει κανείς το τέλος αυτής της φάσης της καριέρας του για να το αντιληφθεί. Γιατί όχι μόνο ανέλαβε τη διεύθυνση μιας θυγατρικής εταιρείας της Εθνικής Τράπεζας, δηλαδή μιας επιχείρησης που η διοίκησή της οριζόταν από την κυβέρνηση, αλλά αυτή η θυγατρική κατέληξε σε πλήρη αποτυχία, φτάνοντας στο τέλος να επιστρέψει στο σύνολό της την κοινοτική επιδότηση προκειμένου να αποφύγει δικαστικές περιπέτειες.
Από τα στοιχεία που προκαλούν εντύπωση στο βιβλίο σου είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Κ. Μητσοτάκης αντιμετωπίζει την οικογένεια. Δεν διστάζει να τη χρησιμοποιήσει ούτε όμως και να εξουδετερώσει πολιτικά τα μέλη της όποτε παραστεί ανάγκη.
Πρέπει κανείς να ομολογήσει ότι, ενώ στη χώρα μας διαθέτουμε μεγάλη παράδοση «πολιτικών οικογενειών», αν σκύψει κανείς πιο κοντά στα μέλη αυτών των οικογενειών, θα διαπιστώσει πολλές δυσκολίες και αντιθέσεις. Η ιδιαιτερότητα στην περίπτωση του Κ. Μητσοτάκη είναι ότι δεν δίστασε στην πιο κρίσιμη πολιτική συγκυρία να εγκαταλείψει την αδελφή του και να συνταχθεί με τον Αντώνη Σαμαρά, αδιαφορώντας ακόμα και για την τοποθέτηση του πατέρα του.
Όπως προκύπτει από το βιβλίο σου, γενικά δεν διστάζει να εξουδετερώσει πολιτικά ανθρώπους που τον βοήθησαν σε κομβικές στιγμές της πολιτικής του διαδρομής. Σε ποια συμπεράσματα σε οδηγεί αυτή η πρακτική;
Είναι κατά τη γνώμη μου δείγμα του τρόπου που επέλεξε να αναρριχηθεί στην πρώτη βαθμίδα της πολιτικής εξουσίας. Δέσμιος της εικόνας που έχει ο ίδιος για τον εαυτό του, βλέπει παντού υποψήφιους αντιπάλους και ανταγωνιστές, ειδικά στο στενό του περιβάλλον. Το αποτέλεσμα είναι να μην μπορεί να συνυπάρξει παρά μόνο με ανθρώπους που εξαρτώνται άμεσα απ’ αυτόν.
Αναφέρεις στο βιβλίο σου ότι μιμείται την προδικτατορική ΕΡΕ. Γιατί πιστεύεις ότι καταφεύγει σ’ αυτό το μοντέλο;
Ο λόγος είναι ότι αισθάνεται υποχρεωμένος να στηρίζεται στους μηχανισμούς του βαθέος κράτους σε βαθμό που δεν το χρειάστηκε κανείς από τους προκατόχους του στη θέση του προέδρου της Ν.Δ. Δεν είναι σύμπτωση το γεγονός ότι αναφέρεται με ιδιαίτερο σεβασμό στον Ευάγγελο Αβέρωφ και μιμείται επιδεικτικά τον άνθρωπο που είχε αναλάβει ακριβώς να διατηρήσει τα στοιχεία της ΕΡΕ μέσα στη μεταπολιτευτική Ν.Δ., αφού πρώτα επιχείρησε τη διαβόητη «γέφυρα» του παλιού πολιτικού κόσμου με την ηγεσία της Χούντας.
Υποστηρίζεις ότι αντλεί υποστήριξη από το βαθύ κράτος. Αλήθεια, πώς ανατρέπεται αυτή συνθήκη μετά το πέρας της διακυβέρνησης Μητσοτάκη;
Δεν είναι υπερβολή να πει κανείς ότι μετά από αυτή τη διακυβέρνηση θα χρειαστούμε πραγματικά μια νέα μεταπολίτευση. Τα έκτακτα μέτρα περιορισμού της δημοκρατίας που έχουν ληφθεί αυτή την περίοδο -από την υποβάθμιση των αρμοδιοτήτων του Κοινοβουλίου έως την υπερσυγκέντρωση του ελέγχου στα μέσα ενημέρωσης- μπορεί να συνοδεύονται από διάφορες δικαιολογίες (πανδημία, ελληνοτουρκικά, πόλεμος στην Ουκρανία κ.λπ.), που δεν είναι καθόλου πειστικές, εφόσον τίποτα δεν δείχνει ότι έχουν θεσπιστεί με προσωρινό χαρακτήρα. Αυτό λοιπόν που θα χρειαστεί μετά τη διακυβέρνηση αυτή θα είναι η επιστροφή της δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας.
Μία από τις διαπιστώσεις του βιβλίου σου που με τρόμαξαν πραγματικά είναι ότι ο Κ. Μητσοτάκης «δεν διαθέτει διακριτές πολιτικές απόψεις». Είναι βαρύ για έναν πολιτικό, για έναν πρωθυπουργό αλλά και για έναν λαό. Πώς τεκμηριώνεται στην έρευνά σου;
Ας σκεφτεί κανείς με ποια συνθήματα κέρδισε ο Κ. Μητσοτάκης τις εκλογές του 2019 κι ας τα συγκρίνει με την πολιτική που ακολούθησε στη συνέχεια. Αλλά αυτή η καιροσκοπική στάση τον ακολουθεί εξαρχής. Πολιτεύτηκε τα πρώτα χρόνια ως νέος εκσυγχρονιστής, με ριζοσπαστικές οικολογικές θέσεις, αλλά όταν του προσφέρθηκε το υφυπουργείο Περιβάλλοντος, το αρνήθηκε. Υποστήριζε για καιρό τις πιο ακραίες νεοφιλελεύθερες θέσεις, αλλά δεν δίστασε να καταψηφίσει το Μνημόνιο για να γίνει αρεστός στον τότε αρχηγό του, τον Σαμαρά. Μόλις έγινε υπουργός, άρχισε να διακηρύσσει ότι τα Μνημόνια έπρεπε να τα επιβάλουμε μόνοι μας και φρόντισε να ετοιμάσει τις λίστες των απολύσεων του δημοσίου τομέα. Και λίγο αργότερα κατηγορούσε τον Αλέξη Τσίπρα ως… μνημονιακό. Στο βιβλίο παρακολουθώ αυτές τις οβιδιακές του μεταμορφώσεις μέσα από τα δικά του ντοκουμέντα.
Ο τρόπος που πολιτεύεται είτε υιοθετώντας τους κανόνες του νεοφιλελευθερισμού, είτε επιστρατεύοντας την Ακροδεξιά, είτε μιμούμενος τη μετεμφυλιακή ΕΡΕ, τι φανερώνει για τον συγκεκριμένο πολιτικό άνδρα;
Μπορεί ο ίδιος να πλασάρεται στον στενό του κύκλο ως εκσυγχρονιστής και αντιλαϊκιστής πολιτικός, αλλά στην πραγματικότητα μοιάζει πολύ με έναν πιο λεπτό Γιώργο Καρατζαφέρη. Ο ιδρυτής του ΛΑΟΣ βασιζόταν κι εκείνος στην εύνοια του ζεύγους Κωνσταντίνου και Μαρίκας Μητσοτάκη και συνδύαζε ακριβώς τα ίδια χαρακτηριστικά: υπερασπιστής του πιο ακραίου νεοφιλελευθερισμού, με στενές σχέσεις με τους μεγαλοεπιχειρηματίες, αλλά ταυτόχρονα ακραίος λαϊκιστής, έτοιμος να δεχτεί την απανθρωπιά του ρατσισμού, του αντισημιτισμού και της συνωμοσιολογίας, όπως προκύπτει από την ανάδειξη στο πλευρό του Κ. Μητσοτάκη όλων των μαθητών του Καρατζαφέρη.
Τι σημαίνει να μας κυβερνάει ο Κ. Μητσοτάκης σήμερα, με έναν πόλεμο στην Ευρώπη, σε μια γεωπολιτική κοσμογονία, με μια ενεργειακή και επισιτιστική κρίση προ των θυρών, με μια πανδημία σε εξέλιξη αλλά και με τα ζητήματα που ανακύπτουν στα ελληνοτουρκικά; Ποιους κινδύνους κρύβει η πολιτική που ασκεί, τους οποίους δεν έχουμε διαπιστώσει ακόμα;
Φοβάμαι πως δεν έχουμε δει τα χειρότερα. Σε μια τέτοια δύσκολη πολιτική συγκυρία σαν τη σημερινή θα έπρεπε να ενισχύεται η σταθερότητα των θεσμών και να διευρύνεται η δημοκρατία και να μην κρεμόμαστε από την πολιτική ενός μαθητευόμενου Όρμπαν.
Μέσα από το βιβλίο σου εμφανίζεται ένας Κ. Μητσοτάκης αδίστακτος και ανασφαλής. Είναι όντως έτσι;
Δυστυχώς, κάθε μέρα αποδεικνύεται αυτή η εικόνα. Είναι αλήθεια ότι σε ένα πολιτικό σύστημα τόσο «πρωθυπουργοκεντρικό» όσο το δικό μας είναι δύσκολο να σταθεί ένα στέλεχος δεύτερης σειράς, το οποίο μάλιστα απεχθάνεται και απωθεί κάθε ιδέα συλλογικότερης διακυβέρνησης.
Ποιο είναι τελικά το πραγματικό πολιτικό πρόσωπό του;
Φοβάμαι πως πρόκειται για μια τραγική πολιτική φιγούρα. Μεγάλωσε από τα πρώτα του χρόνια με την προοπτική της πολιτικής καριέρας, αλλά υπήρξε ταυτόχρονα πολιτικός κληρονόμος μιας άλλης αντιφατικής προσωπικότητας, του πατέρα του, που μπορεί να διέθετε πολύ μεγαλύτερες προσωπικές ικανότητες, αλλά τις σπατάλησε κι εκείνος ανάμεσα στην αποστασία και την ιδιότητα του κεντρώου «σώγαμπρου» της Δεξιάς, γεγονός που τον υποχρέωσε να γίνει «ακροκεντρώος».
Δυσκολεύτηκες να αποδομήσεις αυτή την πολιτική και μιντιακή περσόνα;
Δεν έκανα τίποτα περισσότερο από το να ανακαλύψω τα δικά του πεπραγμένα μέσα από ντοκουμέντα που έγιναν προσιτά με λίγο κόπο. Αυτή η «αποδόμηση» δεν γίνεται από μένα, αλλά από τα λόγια του, τις πράξεις του και τα γραπτά του.
Συμφωνείς με τον χαρακτηρισμό του Θανάση Καμπαγιάννη, που με αφορμή το βιβλίο σου κάνει λόγο για «καριέρα ενός επαγγελματία απατεώνα»;
Μα στην ίδια φράση του ο Καμπαγιάννης προσθέτει ότι «ο Ψαρράς, φύσει ευγενικός όπως είναι, επέλεξε έναν τυπικότερο τίτλο». Πώς μπορώ να τον διαψεύσω;
Παρά τις διαπιστώσεις σου, αισιοδοξείς στο κλείσιμο του βιβλίου σου ότι η πορεία που επαγγέλλεται η Δεξιά του Κ. Μητσοτάκη δεν είναι εξασφαλισμένη. Από πού αντλείς αυτή την αισιοδοξία;
Από το ίδιο το περιεχόμενο του βιβλίου. Αν το επέτρεπε η ηλικία μου, θα έλεγα ότι αισθάνομαι σαν το παιδί στα «Καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα», που τολμά να πει ότι ο αυτοκράτορας είναι γυμνός. Και μπορεί στο παραμύθι του Άντερσεν να έχουμε χάπι εντ, με τον αυτοκράτορα να αναγνωρίζει τη γύμνια του και να μεταστρέφεται σε σοφό ηγεμόνα, αλλά εδώ τα πράγματα δεν θα είναι τόσο ευνοϊκά για τον ένοικο του Μαξίμου μόλις φανεί ότι τα καινούργια ρούχα είναι ανύπαρκτα.
Γιατί να διαβάσει το βιβλίο σου ένας 17χρονος;
Γιατί στη δική του ηλικία μπορεί πιο εύκολα να αμφισβητήσει όλα αυτά που μας προσφέρουν ως δεδομένα τα ελεγχόμενα μέσα ενημέρωσης και η φτηνή προπαγάνδα της λίστας Πέτσα.
Πόλυ Κρημνιώτη