Ο δημοσιογράφος Δημήτρης Ψαρράς από το x-efimerida.gr σε δύο βιβλία του, που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις πόλις, «Μία θητεία: Το “επιτελικό κράτος” του Κυριάκου Μητσοτάκη (2019-2024)» και το «Μια καριέρα: Η πολιτική διαδρομή του Κυριάκου Μητσοτάκη» μελετά την πορεία και τη στρατηγική του πρωθυπουργού και προέδρου της Νέας Δημοκρατίας. Συζητάμε μαζί του για την πολιτική επιλογή της πρότασης του Κ. Τασούλα στη θέση του προέδρου της Δημοκρατίας, τη σχέση με την ακροδεξιά, το δίπολο εκσυγχρονισμός-λαϊκισμός και το «μοντέλο Μητσοτάκη».
Τελικά ο πρωθυπουργός πρότεινε ένα άτομο από τα σπλάχνα της Νέας Δημοκρατίας για πρόεδρο της Δημοκρατίας. Τι συμβολίζει αυτό; Πιστεύεις ότι εγκαταλείπει έτσι τη διεκδίκηση του Κέντρου;
Η διαχείριση της εκλογής προέδρου της Δημοκρατίας από τον Κυριάκο Μητσοτάκη είναι εξαιρετικά αποκαλυπτική για τον τρόπο που πολιτεύεται ο ίδιος. Το σύστημά μας υπήρξε βέβαια πρωθυπουργικοκεντρικό από την περίοδο της Μεταπολίτευσης, αλλά αυτός του ο χαρακτήρας δεν βασιζόταν μόνο στον περιορισμό των εξουσιών του προέδρου που ενισχύθηκε με τη συνταγματική αναθεώρηση του 1986. Οφειλόταν και στο γεγονός ότι οι πολιτικοί αρχηγοί που κέρδιζαν τις εκλογές διέθεταν ως προσωπικότητες αδιαμφισβήτητο κύρος στο εσωτερικό του κόμματός τους. Ο Κ. Μητσοτάκης δεν εμπίπτει σ’ αυτόν τον κανόνα. Εκλέχτηκε πρόεδρος στη ΝΔ ως αουτσάιντερ τέτοιες μέρες πριν από 9 χρόνια και από εκείνη τη στιγμή ο βασικός του στόχος ήταν να εξασφαλίσει την κυριαρχία του πρώτα στο κόμμα και στη συνέχεια στην κυβέρνηση. Η επιλογή Κ. Τασούλα ως υποψηφίου προέδρου ανήκει στο ίδιο προσωπικό άγχος. Αλλά η απόφαση αυτή αποκαλύπτει και κάτι άλλο. Μητσοτάκης και Τασούλας συμμερίζονται την ίδια πολιτική αντίληψη. Είναι και οι δύο θαυμαστές του Ευάγγελου Αβέρωφ, ο οποίος –δεν πρέπει να το ξεχνάμε- ανήκε στο «Κέντρο», όσο κι αν έγινε γνωστός από την άθλια απόπειρα να χτίσει «γέφυρα» με τη χούντα. Ο μεν Τασούλας είναι περήφανος μαθητής του Αβέρωφ και τον υπηρέτησε ως ιδιαίτερος γραμματέας για δέκα χρόνια (1981-1990). Σύμφωνα με την Τατιάνα Αβέρωφ, «ο Κώστας Τασούλας υπήρξε για τον πατέρα μου ο πολυπόθητος γιος που ποτέ δεν απέκτησε». Αλλά και ο Κυριάκος Μητσοτάκης επικαλείται, στη μοναδική μελέτη του που έχει εκδοθεί, τη δήλωση «μιας από τις πιο εξέχουσες προσωπικότητες του κόμματος, του Ευάγγελου Αβέρωφ, στην οποία υποστήριζε ότι η ΝΔ είναι ένα προοδευτικό κόμμα του κέντρου, δεξιόστροφο απέναντι σε “εθνικά θέματα” και αριστερόστροφο όταν αντιμετωπίζει “κοινωνικά θέματα”». Έχω εξηγήσει ότι αυτή η έμπνευση του Αβέρωφ είναι αντιγραμμένη από τη διακήρυξη του αρχηγού της διαβόητης «Χ» Γεωργίου Γρίβα στην «Εφημερίδα των Χιτών» (17.1.1949), την οποία έχει υιοθετήσει και η Χρυσή Αυγή («Είμεθα η Δεξιά της Άκρας Δεξιάς και η Αριστερά της Αριστεράς», Χρυσή Αυγή, 19.2.2020). Αυτό είναι το «Κέντρο» των κυρίων Μητσοτάκη και Τασούλα.
Ο Κ. Μητσοτάκης επιχειρεί να εδραιώσει το δίπολο εκσυγχρονισμός-λαϊκισμός, με όλους τους πολιτικούς αντιπάλους να χαρακτηρίζονται λαϊκιστές και επομένως μη ικανοί να κυβερνήσουν. Το πετυχαίνει; Μπορεί να είναι μια φούσκα που θα σκάσει στα χέρια του;
Η φούσκα έχει ήδη σκάσει. Μόνο που ο Κ. Μητσοτάκης έχει προλάβει να αποδυναμώσει ή και να εξαφανίσει τους ενδεχόμενους πολιτικούς ανταγωνιστές του, αποδίδοντάς τους την ευθύνη για την κατρακύλα της ελληνικής κοινωνίας. Το αποτέλεσμα είναι να αναζητούμε ακόμα το παιδάκι που θα τολμήσει να πει ότι «ο βασιλιάς είναι γυμνός». Το «Κέντρο», το οποίο εκπροσωπούσε επί χρόνια το ΠΑΣΟΚ υπέστη τη μεγαλύτερη φθορά κατά την περίοδο της κρίσης, ακριβώς επειδή η ΝΔ επί Σαμαρά άσκησε εξαιρετικά λαϊκιστική αντιπολίτευση στην κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου, όταν εκείνος παραδέχτηκε την πολιτική κατρακύλα της χώρας. Η «Αριστερά» του ΣΥΡΙΖΑ χαρακτηρίζεται από τον Κ. Μητσοτάκη ακόμα «λαϊκιστική», ενώ είναι εκείνη που κατόρθωσε να βγάλει τη χώρα από την κρίση, ακολουθώντας μια συντηρητική βέβαια πολιτική, αλλά επιχειρώντας να στηρίξει τους πιο αδύναμους και τολμώντας για πρώτη φορά προοδευτικά ανοίγματα στους θεσμούς. Το ερώτημα είναι πώς κατόρθωσε ο Κυρ. Μητσοτάκης να αποδυναμώσει τόσο δραστικά τους πολιτικούς του αντιπάλους. Η απάντηση είναι απλή. Ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης κρυβόταν πίσω από άλλους, μόνο και μόνο για να αποδυναμώσει τον Αλέξη Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ. Κρύφτηκε λ.χ. πίσω από τον Αντώνη Σαμαρά για να εκμεταλλευτεί την κινητοποίηση των κατά φαντασίαν μακεδονομάχων, αλλά ως πρωθυπουργός δεν δίστασε να τον διαγράψει επειδή εκείνος επέμενε σήμερα σε όσα έλεγε το 2018. Και ως πρωθυπουργός χρησιμοποίησε για πρώτη φορά από τη Μεταπολίτευση την κρατική εξουσία τόσο έντονα για την αποδυνάμωση των πολιτικών του αντιπάλων (λίστα Πέτσα, υποκλοπές).
Και η Ακροδεξιά; Από τη μία εμφανίζεται να κλείνει το μάτι στο Κέντρο από την άλλη υιοθετεί την ατζέντα της Ακροδεξιάς ή και συνεργάζεται μαζί της κοινοβουλευτικά για να περάσει τα δικά του σχέδια.
Ο Κ. Μητσοτάκης σ’ αυτό το ζήτημα ακολουθεί την πεπατημένη του πατέρα του, ο οποίος δεν σταμάτησε μέχρι το τέλος να δηλώνει «κεντρώος», αλλά ταυτόχρονα ήταν εκείνος που προγραμμάτισε τη συμμαχία με τους φιλοβασιλικούς, καταγγέλλοντας ως «unfair» το δημοψήφισμα που οργάνωσε τη Μεταπολίτευση η κυβέρνηση Καραμανλή. Και όταν ήρθε στα πράγματα, ήταν αυτός που άνοιξε την πόρτα στον Καρατζαφέρη, αξιοποιώντας το «δικό μας το παιδί», όπως έλεγε η Μαρίκα Μητσοτάκη. Ο πατέρας Μητσοτάκης είχε εκμυστηρευθεί στον βιογράφο του, τον Θανάση Διαμαντόπουλο, ότι «εμένα οι ακροδεξιοί ήταν οι πιο δικοί μου, οι πιο πιστοί, ιδιαίτερα οι βασιλόφρονες. Και οι ακροδεξιοί, λοιπόν, κατά βάση τον Κυριάκο θα ακολουθήσουν». Υπάρχει βέβαια μια ψευδαίσθηση που καλλιεργείται έντεχνα από τους επιτελείς του Μαξίμου, ότι δηλαδή οι προερχόμενοι από το ΛΑΟΣ που κατέλαβαν τις ανώτερες θέσεις του «επιτελικού» κράτους δεν είναι ακροδεξιοί, εφόσον είναι «αντιλαϊκιστές» και οικονομικά «φιλελεύθεροι». Αλλά είναι γεγονός ότι σ’ όλο τον κόσμο οι σημερινοί ακροδεξιοί δεν ακολουθούν το μοντέλο των παροχών που υπόσχονταν οι πολιτικοί τους πρόγονοι. Είναι σκληρά νεοφιλελεύθεροι. Έτσι ο Κυρ. Μητσοτάκης ταυτίζεται εντός Ελλάδος με τους Βορίδη-Γεωργιάδη και εκτός Ελλάδος με τους Όρμπαν και Μελόνι.
Η επιτελική κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι μια συμμαχία νεοφιλελεύθερων και ακροδεξιών που μοιάζουν να έχουν ένα αίσθημα αποστολής: να μεταμορφώσουν την Ελλάδα. Μήπως αυτό αποπνέει μια ζωτικότητα που μπορεί να εμπνέει πολλούς και πολλές μέσα στο κοινωνικό σώμα; Και μήπως αυτό το αίσθημα αποστολής λείπει από τα στελέχη της Αριστεράς;
Δεν διακρίνω πουθενά καμιά «ζωτικότητα» σε όσα εφαρμόζει το κατά φαντασίαν «επιτελικό» κράτος του κ. Μητσοτάκη. Ούτε οι πολίτες είναι τόσο αφελείς ώστε να προσδοκούν παρόμοια εθνική μεταμόρφωση. Απλώς είχε την πρόνοια να εκμεταλλευτεί την κούραση και τον φόβο ενός εξαιρετικά ταλαιπωρημένου εκλογικού σώματος και να θεσμοποιήσει όσα ο ίδιος επί χρόνια κατάγγελλε ως πολιτικά δημιουργήματα των «λαϊκιστών». Η επιλεκτική απόδοση ή απλώς υπόσχεση «επιδομάτων» τού επέτρεψε να αξιοποιήσει τον εγκλεισμό της πανδημίας μοιράζοντας ψίχουλα σε πολίτες, την ίδια ώρα που εξασφάλιζε παχυλή χρηματοδότηση στους φιλικούς του μεγαλοεπιχειρηματίες.
Από πού εμπνεύστηκε το μοντέλο διακυβέρνησης ο Κυριάκος Μητσοτάκης και σε τι συνίσταται αυτό;
Το «μοντέλο Μητσοτάκη» δεν είναι τίποτα άλλο παρά η μεταφορά στην πολιτική διαχείριση του μοναδικού τρόπου «διακυβέρνησης» που είχε ο ίδιος δοκιμάσει, δηλαδή της διοίκησης μιας ανώνυμης εταιρίας. Είναι κάτι που μας ξενίζει εδώ στην Ελλάδα και ασφαλώς δεν είχε εφαρμόσει κανένας άλλος αρχηγός της ΝΔ μέχρι τότε. Κατά παράδοξο τρόπο, το ίδιο ακριβώς μοντέλο επιχείρησε –ευτυχώς ανεπιτυχώς- να εφαρμόσει στον χώρο της Αριστεράς ο Στέφανος Κασσελάκης, ο οποίος υπήρξε βέβαια θαυμαστής του Μητσοτάκη και μάλιστα τον υποστήριξε στις εσωκομματικές εκλογές της ΝΔ (2015-2016). Από αυτή την άποψη, ο κ. Μητσοτάκης μπορεί να χαρακτηριστεί «πρωτοπόρος», εφόσον παρόμοια διαχείριση εφαρμόζουν ή υπόσχονται όλοι οι σύγχρονοι ακροδεξιοί ηγέτες, από τον Τραμπ μέχρι τον Όρμπαν.
Για να πετύχει τους στόχους του ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όπως αναφέρεις στο βιβλίο σου, συγκέντρωσε όλη την εξουσία, έλεγξε τα ΜΜΕ, υποβάθμισε τη δυνατότητα ελέγχου της κυβέρνησης από άλλες εξουσίες, υιοθέτησε τη ρητορική των ακροδεξιών, αναβάθμισε την καταστολή, κλπ. Αναπόφευκτα άρχισε να παράγει δυσαρέσκεια και σκάνδαλα, όπως αυτό των υποκλοπών. Θεωρείς ότι οι υπάρχοντες δημοκρατικοί θεσμοί και η υπάρχουσα δημοκρατική κουλτούρα μπορούν να σταθούν εμπόδιο και να βάλουν ένα φρένο ή είναι πιο πιθανό ο Κυριάκος Μητσοτάκης να φέρει σε πέρας την αποστολή του;
Μα το πρώτο που φρόντισε να κάνει ο ίδιος μόλις ανέλαβε την αρχηγία του κόμματός του ήταν να διαλύσει κάθε πιθανή εστία αντίδρασης σε όσα σχεδίαζε να διαπράξει. Θυμίζω ότι πρώτη του κίνηση το 2016 ήταν να αλλάξει το καταστατικό της ΝΔ, έτσι ώστε ο πρόεδρος να επιλέγει τους υποψήφιους βουλευτές και ταυτόχρονα αποφάσισε να διαλύσει και να «επανασυστήσει» την ΟΝΝΕΔ. Δυστυχώς έχει φροντίσει να αποδυναμώσει τους δημοκρατικούς θεσμούς, να ελέγξει τα μέσα ενημέρωσης και να εξαφανίσει τις Ανεξάρτητες Αρχές. Το γεγονός ότι κατόρθωσε να σκεπάσει σχεδόν ανώδυνα τις αποκαλύψεις για τις υποκλοπές είναι σημάδι ότι η δημοκρατική μας κουλτούρα έχει υποχωρήσει. Αλλά έστω και έτσι, έχουν αρχίσει να εμφανίζονται στην κοινωνία σημάδια αναγνώρισης του προβλήματος. Και ίσως σε λίγο ο κ. Μητσοτάκης να έχει την τύχη του αγαπημένου του αμερικανού προέδρου, του Ρίτσαρντ Νίξον.
Ο Κ. Μητσοτάκης είναι εννιά χρόνια πρόεδρος της ΝΔ και εμφανίζεται ως εκείνος που έφερε τις περισσότερες επιτυχίες στο κόμμα του. Έχει καταφέρει να διαμορφώσει μια εικόνα εσωκομματικής ενότητας, αλλά και να εμφανιστεί ως εκείνος που έχει τον αποφασιστικό ρόλο και δεν αμφισβητείται, διαφορετικά απομακρύνεται. Αν έκανες έναν απολογισμό, ποιοι θα ήταν οι σταθμοί και πού θα έγερνε η πλάστιγγα;
Το πρώτο που έκανε ο Κ. Μητσοτάκης μόλις εκλέχτηκε πρόεδρος στη ΝΔ ήταν να διαλύσει το κόμμα και να το αντικαταστήσει με μια αυστηρά προσωποπαγή οργάνωση, που την ονόμασε «επιτελικό κράτος». Είναι κι αυτό ένα σχήμα που έχει εμπνευστεί από τα φοιτητικά του χρόνια στις ΗΠΑ και τη δράση του στη διοίκηση των ανώνυμων εταιρειών, όπου είχε τοποθετηθεί χάρη στην ιδιότητά του «γιος πρώην πρωθυπουργού». Στην πραγματικότητα δεν μπορεί να πιστωθεί καμιά επιτυχία. Απλώς εκμεταλλεύθηκε από μικρός την ικανότητά του να ελίσσεται σαν χέλι ανάμεσα σε αντιφατικές πολιτικές πρωτοβουλίες. Αλλά αυτή η «ικανότητα» είναι απλώς ο εδραιωμένος καιροσκοπισμός του και η ωμότητά του να αποβάλλει μεθοδικά κάθε επικίνδυνο ανταγωνιστή, από την αδελφή του – που της στέρησε κάθε προοπτική πολιτικής ανάδειξης, στο πνεύμα υποτίθεται της καταπολέμησης της οικογενειοκρατίας – μέχρι τον Αντώνη Σαμαρά που αντί να τον ευχαριστήσει για τη βοήθεια – χάρη στην οποία αναδείχθηκε πρωθυπουργός – του αρνήθηκε την παραμικρή ανταπόδοση, έστω μια θέση Επιτρόπου στην Ε.Ε. Οι σταθμοί στην πορεία του μοιάζουν με το γνωστό μυθιστόρημα της Αγκάθα Κρίστι «Δέκα Μικροί Νέγροι» που μετονομάστηκε για λόγους πολιτικής ορθότητας «Και μετά δεν έμεινε κανείς». Απ’ αυτό κινδυνεύει ο κ. Μητσοτάκης: τελικά να μην του μείνει κανένας, γιατί θα τους έχει όλους εξαφανίσει ο ίδιος, εξαιτίας της ανασφάλειας και της ανικανότητάς του.
Ιωάννα Δρόσου, Δημήτρης ΠαπανικολόπουλοςΗ ΕΠΟΧΗ